Financial Times: Υπάρχει λόγος για αισιοδοξία στην Ελλάδα μετά τη νίκη της ΝΔ
Στους λόγους για τους οποίους υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία για την Ελλάδα αναφέρεται σε άρθρο γνώμης του στους Financial Times ο δημοσιογράφος Tony Barber, υπογραμμίζοντας ότι η χώρα φαίνεται πλέον να έχει λαμπρές προοπτικές, αρκεί να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και να έχει τη βοήθεια που χρειάζεται από τους εταίρους της.
Όπως τονίζεται συγκεκριμένα, πριν από δέκα χρόνια η Ελλάδα βυθίστηκε σε μια κρίση χρέους που απειλούσε να σαρώσει ό,τι είχε καταφέρει να επιτύχει μεταπολιτευτικά. Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25%, η ανεργία εκτοξεύθηκε και η Ελλάδα λίγο έλειψε να βρεθεί εκτός Ευρωζώνης. Η κρίση διέλυσε τον κοινωνικό ιστό, ενώ σήμανε το τέλος ενός εκ των δύο πολιτικών κομμάτων που εναλλάσσονταν στην εξουσία μετά την πτώση της χούντας.
Σήμερα, ο συναγερμός τελείωσε και οι προοπτικές δείχνουν να είναι λαμπρές.
Τα capital controls καταργήθηκαν, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε σε ιστορικό χαμηλό τον Ιούλιο και η καταναλωτική εμπιστοσύνη βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί για τη χώρα από το 2000 και μετά.
Οι εκλογές του Ιουλίου έδωσαν επίσης άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη Νέα Δημοκρατία, ένα συντηρητικό κόμμα που έχει δεσμευθεί να εφαρμόσει ένα καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων, δημοσιονομικής υπευθυνότητας και εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Όπως επισημαίνει ο Tony Barber, η νίκη της ΝΔ ήταν μια καθυστερημένη εκδίκηση της ελληνικής αστικής τάξης απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, και οι επικριτές ακόμη του Αλέξη Τσίπρα οφείλουν, όπως σημειώνει, να αναγνωρίσουν ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας οφείλεται εν μέρει και σε αυτόν, ο οποίος τελικά ήπιε το φάρμακο που του έδωσαν οι πιστωτές της χώρας.
Η εντυπωσιακότερη πτυχή της επιστροφής της Ελλάδας στη σταθερότητα είναι η ανθεκτικότητα της δημοκρατίας της. Πολλοί outsiders υποστήριζαν, στο απόγειο της κρίσης, ότι η Ελλάδα κινδύνευε να υποκύψει σε ακροδεξιές τάσεις, ακόμη και να αποκοπεί από τους δυτικούς συμμάχους της.
Κι όμως… το ακροδεξιό κόμμα της Χρυσής Αυγής δεν πήρε ούτε μία έδρα στις τελευταίες εκλογές. Επιπλέον, όχι μόνο δεν διαταράχθηκαν οι σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αλλά η χώρα θεωρείται -και δικαίως- πόλος σταθερότητας στις περιοχές των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου.
Δεν είναι όλα όμως ρόδινα. Η επιστροφή της Ελλάδας στον δικομματισμό αποτελεί μια θετική εξέλιξη από την άποψη ότι ξεφεύγει από τον πολιτικό κατακερματισμό που παρατηρείται αλλού στην ΕΕ. Όμως, το παλιό δικομματικό σύστημα της Ελλάδας (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ) ήταν γνωστό για τις πελατειακές του σχέσεις και τη διαφθορά που το χαρακτήριζαν. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να μην αναβιώσουν οι ίδιες τάσεις με τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ποιότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα συνδέεται άρρηκτα με τις ελεύθερες εκλογές, αλλά εξ ίσου σημαντική είναι και η ανεξαρτησία των δημόσιων θεσμών, όπως του δικαστικού σώματος και της κεντρικής τράπεζας που, όπως τονίζει ο δημοσιογράφος των FT, δέχθηκε πίεση όσο βρισκόταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Επίσης, ο κ. Μητσοτάκης δεν πρέπει να χαλαρώσει τις προσπάθειές του να μεταρρυθμίσει τον δημόσιο τομέα, έναν τομέα που προκαλεί βαθύ προβληματισμό στους ξένους πιστωτές και επενδυτές, η υποστήριξη των οποίων είναι απαραίτητη για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Δυστυχώς, όπως επισημαίνεται, η ανάκαμψη αυτή ξεκινά σε μια δυσμενή περίοδο για την παγκόσμια οικονομία. Και πριν από αυτό όμως, η Ελλάδα δεν ανέκαμψε από την κρίση με τη δυναμική που επέδειξαν άλλες οικονομίες, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία.
Ένας από τους λόγους που συνέβη αυτό ήταν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκανε ελάχιστα για να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις και να ολοκληρώσει το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Ένας δεύτερος λόγος είναι η τρωτότητα των ελληνικών τραπεζών. Μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, οι ελληνικές τράπεζες βαρύνονταν από «κόκκινα» δάνεια περί τα 85 δισ. ευρώ.
Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, σε κάποιο βαθμό, οι συνθήκες ρευστότητας τώρα βελτιώνονται. Από τις αρχές του 2018, στις τράπεζες έχουν επιστρέψει περίπου 12,3 δισ. ευρώ καταθέσεις από ιδιώτες.
Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έκανε μια πολύ θετική αρχή ανακοινώνοντας ότι θα μειώσει τη φορολογία για τις επιχειρήσεις και άλλα μέτρα για τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, μεταξύ των οποίων είναι και η ανάπτυξη του Ελληνικού, αναφέρεται στο άρθρο των FT που συμπληρώνει:
«Αν ο κ. Μητσοτάκης μείνει πιστός στα μεταρρυθμιστικά σχέδιά του, οι Ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας θα πρέπει να τείνουν στη χώρα χείρα βοηθείας, μειώνοντας τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Είναι προς το συμφέρον όλων η Ελλάδα να μπει σε τροχιά υψηλότερης μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Και ο καλύτερος τρόπος για να συμβεί αυτό είναι ένας αμοιβαία επωφελής συνδυασμός ελληνικών μεταρρυθμίσεων και βοήθειας από τους πιστωτές.»
Όπως τονίζεται συγκεκριμένα, πριν από δέκα χρόνια η Ελλάδα βυθίστηκε σε μια κρίση χρέους που απειλούσε να σαρώσει ό,τι είχε καταφέρει να επιτύχει μεταπολιτευτικά. Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 25%, η ανεργία εκτοξεύθηκε και η Ελλάδα λίγο έλειψε να βρεθεί εκτός Ευρωζώνης. Η κρίση διέλυσε τον κοινωνικό ιστό, ενώ σήμανε το τέλος ενός εκ των δύο πολιτικών κομμάτων που εναλλάσσονταν στην εξουσία μετά την πτώση της χούντας.
Σήμερα, ο συναγερμός τελείωσε και οι προοπτικές δείχνουν να είναι λαμπρές.
Τα capital controls καταργήθηκαν, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε σε ιστορικό χαμηλό τον Ιούλιο και η καταναλωτική εμπιστοσύνη βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί για τη χώρα από το 2000 και μετά.
Οι εκλογές του Ιουλίου έδωσαν επίσης άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη Νέα Δημοκρατία, ένα συντηρητικό κόμμα που έχει δεσμευθεί να εφαρμόσει ένα καλοσχεδιασμένο πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων, δημοσιονομικής υπευθυνότητας και εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.
Όπως επισημαίνει ο Tony Barber, η νίκη της ΝΔ ήταν μια καθυστερημένη εκδίκηση της ελληνικής αστικής τάξης απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, και οι επικριτές ακόμη του Αλέξη Τσίπρα οφείλουν, όπως σημειώνει, να αναγνωρίσουν ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας οφείλεται εν μέρει και σε αυτόν, ο οποίος τελικά ήπιε το φάρμακο που του έδωσαν οι πιστωτές της χώρας.
Η εντυπωσιακότερη πτυχή της επιστροφής της Ελλάδας στη σταθερότητα είναι η ανθεκτικότητα της δημοκρατίας της. Πολλοί outsiders υποστήριζαν, στο απόγειο της κρίσης, ότι η Ελλάδα κινδύνευε να υποκύψει σε ακροδεξιές τάσεις, ακόμη και να αποκοπεί από τους δυτικούς συμμάχους της.
Κι όμως… το ακροδεξιό κόμμα της Χρυσής Αυγής δεν πήρε ούτε μία έδρα στις τελευταίες εκλογές. Επιπλέον, όχι μόνο δεν διαταράχθηκαν οι σχέσεις της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αλλά η χώρα θεωρείται -και δικαίως- πόλος σταθερότητας στις περιοχές των Βαλκανίων και της ανατολικής Μεσογείου.
Δεν είναι όλα όμως ρόδινα. Η επιστροφή της Ελλάδας στον δικομματισμό αποτελεί μια θετική εξέλιξη από την άποψη ότι ξεφεύγει από τον πολιτικό κατακερματισμό που παρατηρείται αλλού στην ΕΕ. Όμως, το παλιό δικομματικό σύστημα της Ελλάδας (ΝΔ – ΠΑΣΟΚ) ήταν γνωστό για τις πελατειακές του σχέσεις και τη διαφθορά που το χαρακτήριζαν. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν να μην αναβιώσουν οι ίδιες τάσεις με τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ποιότητα της δημοκρατίας στην Ελλάδα συνδέεται άρρηκτα με τις ελεύθερες εκλογές, αλλά εξ ίσου σημαντική είναι και η ανεξαρτησία των δημόσιων θεσμών, όπως του δικαστικού σώματος και της κεντρικής τράπεζας που, όπως τονίζει ο δημοσιογράφος των FT, δέχθηκε πίεση όσο βρισκόταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία.
Επίσης, ο κ. Μητσοτάκης δεν πρέπει να χαλαρώσει τις προσπάθειές του να μεταρρυθμίσει τον δημόσιο τομέα, έναν τομέα που προκαλεί βαθύ προβληματισμό στους ξένους πιστωτές και επενδυτές, η υποστήριξη των οποίων είναι απαραίτητη για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Δυστυχώς, όπως επισημαίνεται, η ανάκαμψη αυτή ξεκινά σε μια δυσμενή περίοδο για την παγκόσμια οικονομία. Και πριν από αυτό όμως, η Ελλάδα δεν ανέκαμψε από την κρίση με τη δυναμική που επέδειξαν άλλες οικονομίες, όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Ισπανία.
Ένας από τους λόγους που συνέβη αυτό ήταν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκανε ελάχιστα για να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις και να ολοκληρώσει το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Ένας δεύτερος λόγος είναι η τρωτότητα των ελληνικών τραπεζών. Μέχρι και το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, οι ελληνικές τράπεζες βαρύνονταν από «κόκκινα» δάνεια περί τα 85 δισ. ευρώ.
Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος, σε κάποιο βαθμό, οι συνθήκες ρευστότητας τώρα βελτιώνονται. Από τις αρχές του 2018, στις τράπεζες έχουν επιστρέψει περίπου 12,3 δισ. ευρώ καταθέσεις από ιδιώτες.
Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έκανε μια πολύ θετική αρχή ανακοινώνοντας ότι θα μειώσει τη φορολογία για τις επιχειρήσεις και άλλα μέτρα για τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος, μεταξύ των οποίων είναι και η ανάπτυξη του Ελληνικού, αναφέρεται στο άρθρο των FT που συμπληρώνει:
«Αν ο κ. Μητσοτάκης μείνει πιστός στα μεταρρυθμιστικά σχέδιά του, οι Ευρωπαίοι πιστωτές της Ελλάδας θα πρέπει να τείνουν στη χώρα χείρα βοηθείας, μειώνοντας τους στόχους για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Είναι προς το συμφέρον όλων η Ελλάδα να μπει σε τροχιά υψηλότερης μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Και ο καλύτερος τρόπος για να συμβεί αυτό είναι ένας αμοιβαία επωφελής συνδυασμός ελληνικών μεταρρυθμίσεων και βοήθειας από τους πιστωτές.»