Το διπλό γερμανικό παιχνίδι: Η επόμενη μέρα από το «συνοικέσιο» με Ερντογάν και η ελληνική απουσία από το Βερολίνο
Στην περίπλοκη κατάσταση που αντιμετωπίζει η Αθήνα εξαιτίας εξελίξεων τις οποίες τροφοδοτεί η απροκάλυπτα επεκτατική πολιτική της Τουρκίας στην περιοχή μας προστίθενται πλέον νέα στοιχεία που επηρεάζουν ευθέως την ελληνική εξωτερική πολιτική. Ένα από αυτά αφορά την επιλογή του Βερολίνου να ενισχύσει περαιτέρω τις σχέσεις του με τον Ταγίπ Ερντογάν, σε απόλυτη συμφωνία με την Κομισιόν, και να σταθεί πλέον «απέναντι» στην Ελλάδα στα πεδία των προβλημάτων της στη Μεσόγειο και χωρίς κα-μία διάθεση βεβαίως να «τα χαλάσει» με τη φίλη του Ερντογάν, Ρωσία. Ο κατηγορηματικός αποκλεισμός της Ελλάδας από την πρόσφατη Διάσκεψη του Βερολίνου με «απαίτηση» του Ερντογάν ήρθε ως συνέχεια συγκεκριμένων εξελίξεων, οι οποί-ες σημειώθηκαν τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου.
Τότε, ο εκπρόσωπος της (αόρατης) εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε., Ζοζέπ Μπορέλ, είχε, σύμφωνα με πληροφορίες από διπλωματικές πηγές, «εμπιστευτικές» συνομιλίες στην Άγκυρα. Εκεί, μετέφερε τυπικά για λογαριασμό της Κομισιόν, αλλά ουσιαστικά της Γερμανίας, ορισμένες προτάσεις. Με τη ρεαλιστική εκτίμηση ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να γίνει μέλος της Ε.Ε., η «ευρωπαϊκή» (βλ. γερμανική) πλευρά προτείνει στον Ταγίπ Ερντογάν να δώσει τέλος στην πίεση που ασκεί στους Ευρωπαίους με το Μεταναστευτικό και σε αντάλλαγμα να λάβει σοβαρές οικονομικές ενισχύσεις για την Τουρκία έως το 2030, με πόρους κατευθυνόμενους στον κατασκευαστικό κλάδο και τον τομέα της άμυνας, ειδικότερα σε υψηλής τεχνολογίας οπλικά συστήματα.
Η πρόταση είναι δελεαστική. Η Άγκυρα έχει κάθε λόγο να ανταποδώσει πολιτικά το γερμανικό επενδυτικό σχέδιο. Σήμερα, ο Ταγίπ Ερντογάν ενδιαφέρεται για τη χρηματοδότηση του σημαντικού έργου «ανοικοδόμησης» της λωρίδας εδάφους που εξασφάλισε για την Τουρκία στον βορρά της Συρίας, αλλά και για τη χρηματοδότηση του φιλόδοξου και άκρως δαπανηρού έργου κατασκευής παρακαμπτήριας θαλάσσιας διώρυγας 45 χιλιομέτρων στον Βόσπορο. Ας σημειωθεί ότι τη γη που θα φιλοξενήσει τη διάνοι-ξη της εν λόγω διώρυγας, ως «απάντηση» στο Μοντρέ, λέγεται πως έχει ήδη αγοράσει ο σύμμαχος και χρηματοδότης της Τουρκίας, το Κατάρ.
Η εξέλιξη αυτών των σχέσεων Γερμανίας-Τουρκίας εξηγεί την υποβάθμιση της Ελλάδας στα «στρατηγικά» ενδιαφέροντα του Βερολίνου και προσθέτει στην ελληνική διπλωματία έναν ακόμη αντίπαλο και μάλιστα προερχόμενο από τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην Αθήνα, στο υπουργείο Εξωτερικών, έχει γίνει σαφές πλέον ότι οποιαδήποτε «πρωτοβουλία» προτίθεται να αναπτύξει η Γερμανία στα καυτά ζητήματα των θαλάσσιων ζωνών στη Μεσόγειο, αυτή θα υποστηρίξει τουρκικά συμφέροντα. Γι’ αυτό και σήμερα η ελληνική διπλωματία ακούει με ανησυχία τη Γερμανίδα πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να δηλώνει ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι έτοιμη να υποστηρίξει τη διπλωματία της με στρατιωτική ισχύ», καθώς και τα διαδιδόμενα για ενδεχόμενη «στρατιωτική αποστολή» στη Λιβύη. Η ελληνική κυβέρνηση δεν αγνοεί ότι ως υπουργός Άμυνας της Γερμανίας η κυρία Λάιεν υποστήριζε θερμά τη δημιουργία γαλλο-γερμανικού «ευρωπαϊκού στρατού», που θα έδινε (επιτέλους...) στη μεταπολεμική Γερμανία έναν στρατιωτικό ρόλο για νέα «επιρροή» της εκτός των συνόρων της, με ρόλο σε διεθνή ζητήματα.
Το Βερολίνο (που «αντιπαθεί» τον Αιγύπτιο πρόεδρο Σίσι), βλέποντας σήμερα ότι η Γαλλία κινείται με το πολεμικό ναυτικό της στη Μεσόγειο, αναζητεί κι αυτό συμμετοχή στον στρατηγικό «έλεγχο» αυτών των θαλασσών, σε καλή συνεργασία με τον Ερντογάν
Τώρα, «μετά το Βερολίνο», η Αθήνα, παρακάμπτοντας τη γερμανική «απρέπεια», βλέπει τον Ταγίπ Ερντογάν να εκνευρίζεται εξαιρετικά με τις σχέσεις της ελληνικής πλευράς με τον Λίβυο στρατάρχη Χαφτάρ, και να αποδοκιμάζεται διπλωματικά από Ευρωπαίους και Αμερικανούς για τις εκτός διεθνούς έννομης τάξης κινήσεις του - πράγμα που ενισχύει την Αθήνα και τη Λευκωσία. Η Αθήνα βλέπει θετικά την πρακτικά εκδηλωμένη πρόθεση της Γαλλίας για στρατιωτική συνεργασία στη Μεσόγειο και προσφάτως η Ελλάδα άκουσε για πρώτη φορά την Ουάσινγκτον να τοποθετείται με σαφήνεια υπέρ της χώρας μας σε θέματα των θαλάσσιων ζωνών. Αλλά ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, παραμένει ανήσυχος και κρατάει τη χώρα σε διπλωματική και στρατιωτική ετοιμότητα, δεδομένου ότι και η φίλη της Αθήνας, Ουάσινγκτον, σε κάθε θετική αναφορά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του υπουργού Εξωτερικών, κ. Πομπέο, για την ασφάλεια και τα νόμιμα συμφέροντα της χώρας στην υφαλοκρηπίδα των νησιών και στην ΑΟΖ, επαναλαμβάνει και ότι χρειάζεται «ειρηνική επίλυση των διαφορών» μεταξύ «όλων» των μερών, καθώς και «ισότιμος καταμερισμός» των ενεργειακών πόρων μεταξύ των δύο κοινοτήτων της Κύπρου» - πράγμα που εμμέσως ενισχύει τον Ερντογάν.
Η ελληνική κυβέρνηση επισημαίνει, επί-σης, ότι την ώρα που η Τουρκία εντείνει τις πολεμικές προκλήσεις της προς την Ελλάδα, οι ΗΠΑ ναι μεν «φρενάρουν» τον Ερντογάν και προσφέρουν πολιτική στήριξη στην Αθήνα (επιστολή Πομπέο), αλλά διά στόματος Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν, συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τραμπ, διατυπώνουν την εκτίμηση (στην «Καθημερινή», 19/1) ότι: Η Ελλάδα πρέπει να «διαχειριστεί» τις σχέσεις με την Τουρκία «με τρόπο που δεν θα πλήξει το ΝΑΤΟ, διότι Αθήνα και Ουάσινγκτον μοιράζονται κοινά συμφέροντα σε σχέση με την Τουρκία». Η διατύπωση έχει ακριβή αιτιολόγηση: Οι κ. Κυρ. Μητσοτάκης και Ν. ∆ένδιας γνωρίζουν ότι ο πρόεδρος Τραμπ «τρέμει» στην ιδέα μίας στρατιωτικής εμπλοκής μεταξύ δύο χωρών της Συμμαχίας, την οποία έχει ήδη τραυματίσει σοβαρά η συνεργασία του Ερντογάν με τη Ρωσία. Η κυβέρνηση παίρνει λοιπόν αυτό το «μήνυμα», την ώρα που και στην Αθήνα οι προτροπές για «διάλογο» με την Τουρκία και αξιοποίηση της «Χάγης» πυκνώνουν σε πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους, με στόχο να δημιουργήσουν «ρεύμα» στο εσωτερικό μέτωπο. Η Αθήνα υπολογίζει βέβαια στις συμμαχίες της στη Μεσόγειο, αλλά όλα δείχνουν ότι πολύ σύντομα, ίσως, η κυβέρνηση θα βρεθεί αναγκασμένη να πάρει κρίσιμες αποφάσεις, υπό την πίεση σοβαρών εξελίξεων στη Μεσόγειο, τις οποίες προκαλεί ο «επιταχυντής» Ταγίπ Ερντογάν.
Στο μεταξύ μπορεί να συνεργάζεται με την κυρία Μέρκελ και να υποστηρίζεται από τον οικονομικό χορηγό του, το Κατάρ, αλλά ο Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει αυτή την ώρα τίποτε περισσότερο από αυτό στη διεθνή σκηνή. Αντιθέτως, ο ισλαμιστής Τούρκος πρόεδρος δέχεται «βροχή» τα κτυπήματα από τρίτες χώρες και πολυμερείς οργανισμούς που αποδοκιμάζουν τις πολιτικές αυθαιρεσίες του στις θαλάσσιες ζώνες της Μεσογείου. Αποδοκιμάζεται από την Ουάσινγκτον, ευθέως από το Παρίσι και από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας απέναντί του και Ισραήλ, Αίγυπτο, Σ. Αραβία και Ην. Εμιράτα, αλλά και τη Μόσχα στη Λιβύη. Ακόμη και η φιλότουρκη γερμανική διπλωματία αναγκάζεται επισήμως να αποδοκιμάζει τον Ερντογάν, έστω με κρύα καρδιά, για την παραβίαση των κανόνων του ∆ιεθνούς ∆ικαίου από μέρους του. Άλλωστε, η Επιστημονική Υπηρεσία του γερμανικού Κοινοβουλίου απεφάνθη ότι η συμφωνία Τουρκίας - Λιβύης (Σάρατζ) είναι παράνομη στη βάση του ∆ιεθνούς ∆ικαίου της Θάλασσας. Επιπλέον, προ ημερών, δέχθηκε δύο ηχηρές διαψεύσεις από τη Ρώμη και τη Μόσχα, σχετικά με «πληροφορίες» της Αγκύρας ότι η Ιταλία ετοιμάζεται να συνεργαστεί μαζί της για κοινές γεωτρήσεις και η Ρωσία προτίθεται να «αναγνωρίσει» το τουρκικό ψευδοκράτος της Β. Κύπρου, λαμβάνοντας «ανταλλάγματα» από την Τουρκία.
Οι αυτοσχεδιασμοί του Ερντογάν με «διαρροές», όπως οι παραπάνω, μαρτυρούν τον μεγάλο εκνευρισμό του εξαιτίας του ότι οι τυχοδιωκτικές πολιτικές του μπορεί να ασκούν ισχυρές πιέσεις στην Αθή-να και τη Λευκωσία, αλλά έχουν οδηγήσει σε ένα ισχυρό μέτωπο κοινών ανησυχιών και αντιδράσεων τρίτων δυνάμεων στη διεθνή σκηνή. Ο Τούρκος πρόεδρος αντιλαμβάνεται επίσης σήμερα ότι ακόμα και η φίλη του Ρωσία δεν προτίθεται να διακινδυνεύσει κάποιες σχέσεις και συμφέροντά της με τρίτες ισχυρές χώρες, καθώς και με τις ΗΠΑ για «λογαριασμό» της Τουρκίας. Η Άγκυρα γνωρίζει ότι η Μόσχα ασκεί τώρα δικές της πολιτικές σε «υψηλό επίπεδο», διεθνώς, αφού πέτυχε μέσω της Τουρκίας τον μείζονα ιστορικό στόχο της, την «κάθοδό» της στη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα, διατηρεί «ανοικτή γραμμή» με τη ∆ύση και τον πρόεδρο Τραμπ.
*** Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά
Τότε, ο εκπρόσωπος της (αόρατης) εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε., Ζοζέπ Μπορέλ, είχε, σύμφωνα με πληροφορίες από διπλωματικές πηγές, «εμπιστευτικές» συνομιλίες στην Άγκυρα. Εκεί, μετέφερε τυπικά για λογαριασμό της Κομισιόν, αλλά ουσιαστικά της Γερμανίας, ορισμένες προτάσεις. Με τη ρεαλιστική εκτίμηση ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να γίνει μέλος της Ε.Ε., η «ευρωπαϊκή» (βλ. γερμανική) πλευρά προτείνει στον Ταγίπ Ερντογάν να δώσει τέλος στην πίεση που ασκεί στους Ευρωπαίους με το Μεταναστευτικό και σε αντάλλαγμα να λάβει σοβαρές οικονομικές ενισχύσεις για την Τουρκία έως το 2030, με πόρους κατευθυνόμενους στον κατασκευαστικό κλάδο και τον τομέα της άμυνας, ειδικότερα σε υψηλής τεχνολογίας οπλικά συστήματα.
Ανταπόδοση
Η πρόταση είναι δελεαστική. Η Άγκυρα έχει κάθε λόγο να ανταποδώσει πολιτικά το γερμανικό επενδυτικό σχέδιο. Σήμερα, ο Ταγίπ Ερντογάν ενδιαφέρεται για τη χρηματοδότηση του σημαντικού έργου «ανοικοδόμησης» της λωρίδας εδάφους που εξασφάλισε για την Τουρκία στον βορρά της Συρίας, αλλά και για τη χρηματοδότηση του φιλόδοξου και άκρως δαπανηρού έργου κατασκευής παρακαμπτήριας θαλάσσιας διώρυγας 45 χιλιομέτρων στον Βόσπορο. Ας σημειωθεί ότι τη γη που θα φιλοξενήσει τη διάνοι-ξη της εν λόγω διώρυγας, ως «απάντηση» στο Μοντρέ, λέγεται πως έχει ήδη αγοράσει ο σύμμαχος και χρηματοδότης της Τουρκίας, το Κατάρ.
Η εξέλιξη αυτών των σχέσεων Γερμανίας-Τουρκίας εξηγεί την υποβάθμιση της Ελλάδας στα «στρατηγικά» ενδιαφέροντα του Βερολίνου και προσθέτει στην ελληνική διπλωματία έναν ακόμη αντίπαλο και μάλιστα προερχόμενο από τον σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην Αθήνα, στο υπουργείο Εξωτερικών, έχει γίνει σαφές πλέον ότι οποιαδήποτε «πρωτοβουλία» προτίθεται να αναπτύξει η Γερμανία στα καυτά ζητήματα των θαλάσσιων ζωνών στη Μεσόγειο, αυτή θα υποστηρίξει τουρκικά συμφέροντα. Γι’ αυτό και σήμερα η ελληνική διπλωματία ακούει με ανησυχία τη Γερμανίδα πρόεδρο της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, να δηλώνει ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να είναι έτοιμη να υποστηρίξει τη διπλωματία της με στρατιωτική ισχύ», καθώς και τα διαδιδόμενα για ενδεχόμενη «στρατιωτική αποστολή» στη Λιβύη. Η ελληνική κυβέρνηση δεν αγνοεί ότι ως υπουργός Άμυνας της Γερμανίας η κυρία Λάιεν υποστήριζε θερμά τη δημιουργία γαλλο-γερμανικού «ευρωπαϊκού στρατού», που θα έδινε (επιτέλους...) στη μεταπολεμική Γερμανία έναν στρατιωτικό ρόλο για νέα «επιρροή» της εκτός των συνόρων της, με ρόλο σε διεθνή ζητήματα.
Το Βερολίνο (που «αντιπαθεί» τον Αιγύπτιο πρόεδρο Σίσι), βλέποντας σήμερα ότι η Γαλλία κινείται με το πολεμικό ναυτικό της στη Μεσόγειο, αναζητεί κι αυτό συμμετοχή στον στρατηγικό «έλεγχο» αυτών των θαλασσών, σε καλή συνεργασία με τον Ερντογάν
Μετά την «απρέπεια»
Τώρα, «μετά το Βερολίνο», η Αθήνα, παρακάμπτοντας τη γερμανική «απρέπεια», βλέπει τον Ταγίπ Ερντογάν να εκνευρίζεται εξαιρετικά με τις σχέσεις της ελληνικής πλευράς με τον Λίβυο στρατάρχη Χαφτάρ, και να αποδοκιμάζεται διπλωματικά από Ευρωπαίους και Αμερικανούς για τις εκτός διεθνούς έννομης τάξης κινήσεις του - πράγμα που ενισχύει την Αθήνα και τη Λευκωσία. Η Αθήνα βλέπει θετικά την πρακτικά εκδηλωμένη πρόθεση της Γαλλίας για στρατιωτική συνεργασία στη Μεσόγειο και προσφάτως η Ελλάδα άκουσε για πρώτη φορά την Ουάσινγκτον να τοποθετείται με σαφήνεια υπέρ της χώρας μας σε θέματα των θαλάσσιων ζωνών. Αλλά ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, παραμένει ανήσυχος και κρατάει τη χώρα σε διπλωματική και στρατιωτική ετοιμότητα, δεδομένου ότι και η φίλη της Αθήνας, Ουάσινγκτον, σε κάθε θετική αναφορά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του υπουργού Εξωτερικών, κ. Πομπέο, για την ασφάλεια και τα νόμιμα συμφέροντα της χώρας στην υφαλοκρηπίδα των νησιών και στην ΑΟΖ, επαναλαμβάνει και ότι χρειάζεται «ειρηνική επίλυση των διαφορών» μεταξύ «όλων» των μερών, καθώς και «ισότιμος καταμερισμός» των ενεργειακών πόρων μεταξύ των δύο κοινοτήτων της Κύπρου» - πράγμα που εμμέσως ενισχύει τον Ερντογάν.
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ
Η ελληνική κυβέρνηση επισημαίνει, επί-σης, ότι την ώρα που η Τουρκία εντείνει τις πολεμικές προκλήσεις της προς την Ελλάδα, οι ΗΠΑ ναι μεν «φρενάρουν» τον Ερντογάν και προσφέρουν πολιτική στήριξη στην Αθήνα (επιστολή Πομπέο), αλλά διά στόματος Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν, συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τραμπ, διατυπώνουν την εκτίμηση (στην «Καθημερινή», 19/1) ότι: Η Ελλάδα πρέπει να «διαχειριστεί» τις σχέσεις με την Τουρκία «με τρόπο που δεν θα πλήξει το ΝΑΤΟ, διότι Αθήνα και Ουάσινγκτον μοιράζονται κοινά συμφέροντα σε σχέση με την Τουρκία». Η διατύπωση έχει ακριβή αιτιολόγηση: Οι κ. Κυρ. Μητσοτάκης και Ν. ∆ένδιας γνωρίζουν ότι ο πρόεδρος Τραμπ «τρέμει» στην ιδέα μίας στρατιωτικής εμπλοκής μεταξύ δύο χωρών της Συμμαχίας, την οποία έχει ήδη τραυματίσει σοβαρά η συνεργασία του Ερντογάν με τη Ρωσία. Η κυβέρνηση παίρνει λοιπόν αυτό το «μήνυμα», την ώρα που και στην Αθήνα οι προτροπές για «διάλογο» με την Τουρκία και αξιοποίηση της «Χάγης» πυκνώνουν σε πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους, με στόχο να δημιουργήσουν «ρεύμα» στο εσωτερικό μέτωπο. Η Αθήνα υπολογίζει βέβαια στις συμμαχίες της στη Μεσόγειο, αλλά όλα δείχνουν ότι πολύ σύντομα, ίσως, η κυβέρνηση θα βρεθεί αναγκασμένη να πάρει κρίσιμες αποφάσεις, υπό την πίεση σοβαρών εξελίξεων στη Μεσόγειο, τις οποίες προκαλεί ο «επιταχυντής» Ταγίπ Ερντογάν.
ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΨΕΥΣΕΙΣ
Στο μεταξύ μπορεί να συνεργάζεται με την κυρία Μέρκελ και να υποστηρίζεται από τον οικονομικό χορηγό του, το Κατάρ, αλλά ο Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει αυτή την ώρα τίποτε περισσότερο από αυτό στη διεθνή σκηνή. Αντιθέτως, ο ισλαμιστής Τούρκος πρόεδρος δέχεται «βροχή» τα κτυπήματα από τρίτες χώρες και πολυμερείς οργανισμούς που αποδοκιμάζουν τις πολιτικές αυθαιρεσίες του στις θαλάσσιες ζώνες της Μεσογείου. Αποδοκιμάζεται από την Ουάσινγκτον, ευθέως από το Παρίσι και από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας απέναντί του και Ισραήλ, Αίγυπτο, Σ. Αραβία και Ην. Εμιράτα, αλλά και τη Μόσχα στη Λιβύη. Ακόμη και η φιλότουρκη γερμανική διπλωματία αναγκάζεται επισήμως να αποδοκιμάζει τον Ερντογάν, έστω με κρύα καρδιά, για την παραβίαση των κανόνων του ∆ιεθνούς ∆ικαίου από μέρους του. Άλλωστε, η Επιστημονική Υπηρεσία του γερμανικού Κοινοβουλίου απεφάνθη ότι η συμφωνία Τουρκίας - Λιβύης (Σάρατζ) είναι παράνομη στη βάση του ∆ιεθνούς ∆ικαίου της Θάλασσας. Επιπλέον, προ ημερών, δέχθηκε δύο ηχηρές διαψεύσεις από τη Ρώμη και τη Μόσχα, σχετικά με «πληροφορίες» της Αγκύρας ότι η Ιταλία ετοιμάζεται να συνεργαστεί μαζί της για κοινές γεωτρήσεις και η Ρωσία προτίθεται να «αναγνωρίσει» το τουρκικό ψευδοκράτος της Β. Κύπρου, λαμβάνοντας «ανταλλάγματα» από την Τουρκία.
Οι αυτοσχεδιασμοί του Ερντογάν με «διαρροές», όπως οι παραπάνω, μαρτυρούν τον μεγάλο εκνευρισμό του εξαιτίας του ότι οι τυχοδιωκτικές πολιτικές του μπορεί να ασκούν ισχυρές πιέσεις στην Αθή-να και τη Λευκωσία, αλλά έχουν οδηγήσει σε ένα ισχυρό μέτωπο κοινών ανησυχιών και αντιδράσεων τρίτων δυνάμεων στη διεθνή σκηνή. Ο Τούρκος πρόεδρος αντιλαμβάνεται επίσης σήμερα ότι ακόμα και η φίλη του Ρωσία δεν προτίθεται να διακινδυνεύσει κάποιες σχέσεις και συμφέροντά της με τρίτες ισχυρές χώρες, καθώς και με τις ΗΠΑ για «λογαριασμό» της Τουρκίας. Η Άγκυρα γνωρίζει ότι η Μόσχα ασκεί τώρα δικές της πολιτικές σε «υψηλό επίπεδο», διεθνώς, αφού πέτυχε μέσω της Τουρκίας τον μείζονα ιστορικό στόχο της, την «κάθοδό» της στη Μεσόγειο. Ταυτόχρονα, διατηρεί «ανοικτή γραμμή» με τη ∆ύση και τον πρόεδρο Τραμπ.
*** Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά