Όταν τον Ιανουάριο του 2016 ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδιζε τη μάχη για την προεδρία της Νέας Δημοκρατίας, οι περισσότεροι περίμεναν ότι στις πρώτες του δηλώσεις θα σηματοδοτούσε το άνοιγμα στο χώρο του κέντρου. Ο ίδιος προτίμησε να εκφραστεί – συμβολικά και πολιτικά – διαφορετικά, μιλώντας για ένα «μέτωπο λογικής».

Περνώντας για πρώτη φορά την είσοδο των κεντρικών γραφείων της ΝΔ ως αρχηγός του κόμματος, τόνισε πως στόχος του είναι η εκλογική διεύρυνση της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης κι έκανε λόγο για «τον κόσμο της λογικής» που θα «έχει στήριγμα, πλέον, στη Νέα Δημοκρατία». Όπως υπογράμμισε χαρακτηριστικά, «χρέος όλων μας είναι, πολύ σύντομα, η Νέα Δημοκρατία να γίνει πάλι η μεγάλη κεντροδεξιά παράταξη, που θα εκφράσει όλους τους πολίτες της κοινής λογικής, που αντιπαλεύονται το λαϊκισμό και επενδύουν στον ορθό λόγο».

Το αφήγημα αυτό, του κόμματος δηλαδή του μέτρου, του ρεαλισμού και της λογικής, αναπτύχθηκε έντονα τα επόμενα χρόνια και ήταν ένας από τους βασικούς πυλώνες της στρατηγικής που οδήγησε τη Νέα Δημοκρατία στην τριπλή εκλογική νίκη του 2019. Χθες, από το βήμα της Βουλής, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έφερε και πάλι στο προσκήνιο το «μέτωπο της λογικής» και με τρόπο μάλιστα εμφατικό.

«Σήμερα πρέπει όλοι σε αυτή την αίθουσα -παρά τις επιμέρους διαφωνίες, επιφυλάξεις, κριτικές οι οποίες νομίζω ότι είναι καλοδεχούμενες όσο στηρίζονται σε επιστημονικά και τεκμηριωμένα δεδομένα- πρέπει όλοι εμείς να ορθώσουμε πάνω από όλα ένα μέτωπο λογικής», είπε ο πρωθυπουργός στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση, θυμίζοντας και πάλι ένα κομμάτι της στρατηγικής που εδραίωσε τη ΝΔ ως κόμμα της πλειοψηφίας.

Ανάλογη ρητορική είχε χρησιμοποιήσει και πριν από δύο μήνες ακριβώς, πάλι από το βήμα της Βουλής, στη συζήτηση του νομοσχεδίου για τις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και τον περιορισμό της ελεύθερης κατάληψης οδοστρώματος για πορείες και διαδηλώσεις.

Η εδραίωση αυτού ακριβώς του μετώπου της λογικής και του μέτρου, με κυρίαρχη τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη, οδηγεί, όπως εκτιμούν στο πρωθυπουργικό επιτελείο, στην εδραίωση της πολιτικής κυριαρχίας του και στη διατήρηση των υψηλών ποσοστών αποδοχής της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού σε κρίσιμα τμήματα του εκλογικού σώματος. Η στρατηγική αυτή θα έχει και συνέχεια.