Πολιτικός με βαθιά γνώση της ελληνικής διπλωματίας και των διεθνών σχέσεων, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος έχει πάντα γνώμη ιδιαίτερης σημασίας όσον αφορά τα Ελληνοτουρκικά, ιδίως δε στην κρίσιμη περίοδο που διέρχονται αυτή την εποχή. Ο πρώην επίτροπος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που έχει διατελέσει υπουργός Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας και ετοιμάζεται πλέον για την επιστροφή του στην ενεργό πολιτική, στη γνώριμη για τον ίδιο Α’ Αθηνών, τονίζει σε συνέντευξή του στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» και στον δημοσιογράφο Κώστα Παπαχλιμίντζο ότι στην Ευρώπη παρατηρήθηκαν «καθυστερήσεις, αργά ανακλαστικά, ανταγωνισμοί και έξαρση του εθνικισμού» κατά τη διαχείριση της πανδημίας του κορονοϊού.¨

Αναλυτικά, η συνέντευξη του Δημήτρη Αβραμόπουλου

Πώς κρίνετε τη νέα φάση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, με την επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών έπειτα από πέντε χρόνια και με την πρώτη δημόσια αντιπαράθεση των δύο υπουργών Εξωτερικών την περασμένη εβδομάδα στην Αγκυρα;

Θα έλεγα ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται αυτήν τη στιγμή σε μετέωρη φάση. Ακόμη δεν έχει ξεκαθαρίσει το νέο τοπίο στο οποίο θα κινηθούν. Μετά την έναρξη των διερευνητικών, θα περίμενε κανείς να περάσουμε σταδιακά σε ένα στάδιο αποκλιμάκωσης, κατ’ αρχήν, και προετοιμασίας για διάλογο επί της ουσίας των διαφορών μας, που, όπως εδώ και δεκαετίες έχει διευκρινισθεί με σαφήνεια από ελληνικής πλευράς, δεν είναι παρά οι θαλάσσιες ζώνες και η οριοθέτησή τους. Βέβαια, τις προάλλες ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών, αντιδρώντας σε προκλητική αναφορά του Τούρκου συναδέλφου του, άνοιξε τη βεντάλια όλων των τουρκικών αιτιάσεων, τονίζοντας, όμως, ότι μία είναι η διαφορά πάνω στην οποία η Ελλάδα αποδέχεται τον διάλογο. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα γυρίσουμε πίσω στην ένταση και δεν θα μπούμε σε συγκρουσιακή τροχιά. Πολύ ορθά επιλέγουμε τον δρόμο που μας δείχνει το Διεθνές Δίκαιο. Το ίδιο καλείται να πράξει και η Τουρκία. Οτιδήποτε άλλο μόνο ζημιά θα προκαλέσει και για τις δύο χώρες. Ο διπλωματικός δρόμος να παραμείνει ανοικτός και να μείνει ανοικτή η πόρτα για μια επικοινωνία κορυφής ανάμεσα στον πρωθυπουργό της Ελλάδος και τον πρόεδρο της Τουρκίας

Η χρονιά που πέρασε ήταν γεμάτη προκλήσεις από πλευράς της Τουρκίας, από τα γεγονότα στον Εβρο μέχρι το «Ορούτς Ρέις» νότια του Καστελλόριζου. Υπάρχει βάσιμη προοπτική βελτίωσης των διμερών σχέσεων και πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτή;

Είπα πρωτύτερα ότι, ακόμα και τώρα, οφείλουμε να επιμείνουμε στον δρόμο του διαλόγου, υιοθετώντας την αρχή της «έντιμης διπλωματίας», που έχει ως θεμέλιά της την ειλικρίνεια, την αμοιβαία κατανόηση και τον αμοιβαίο σεβασμό και να κοιτάξουμε μπροστά. Η Ελλάδα έχει το δίκιο με το μέρος της και, μέσα από τον διάλογο, τον οποίον δεν φοβάται, και με άξονα αναφοράς της το Διεθνές Δίκαιο, μπορεί να το κατοχυρώσει. Ωστόσο, αυτό που οφείλουμε να προσέξουμε είναι ότι τον τελευταίο καιρό έχουμε επιστροφή στο πολιτικό και διπλωματικό προσκήνιο του «βαθέος κράτους» της Τουρκίας, το οποίο έχει διαχρονικούς σχεδιασμούς, τους οποίους ενεργοποιεί, όταν κορυφώνονται εντάσεις και κρίσεις, εκτός αλλά και εντός της Τουρκίας. Το τι συνέβη στην Κύπρο το ’74 το επιβεβαιώνει. Η γειτονιά μας, στην καρδιά μιας ευρύτερης γεωπολιτικής ζώνης αστάθειας και «κινούμενης άμμου συμμαχιών», όπου διασταυρώνονται και εναλλάσσονται γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα μεγάλων και μικρών παικτών, μπορεί να γίνει μια γειτονιά ασφάλειας, ειρήνης και σταθερότητας. Και αυτό είναι θετικό για όλους.

Συμπληρώσαμε 14 μήνες μετά το πρώτο κρούσμα κορονοϊού στη χώρα μας. Είστε ικανοποιημένος από τη διαχείριση της πανδημίας στην Ελλάδα, αλλά και σε κεντρικό επίπεδο στην Ευρωπαϊκή Ενωση;

Γνωρίζω από πρώτο χέρι πώς λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ενωση μπροστά στις κρίσεις. Το βίωσα, άλλωστε, προσωπικά, ως επίτροπος αρμόδιος για τη Μετανάστευση και την Εσωτερική Ασφάλεια, όταν τότε, το 2015, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το Προσφυγικό και την τρομοκρατία, που δοκίμαζαν την ικανότητα των 28 τότε ευρωπαϊκών χωρών να συνεργάζονται στη βάση της αλληλεγγύης, η οποία, παρότι υπαρξιακός όρος της Ε.Ε., ερμηνευόταν κατά το δοκούν. Πρόκειται, λοιπόν, για μια πολύ δύσκολη εξίσωση για την Ευρώπη, από την ώρα που ακόμη ανθίσταται η κρατική-κυβερνητική γραμμή αρκετών κρατών-μελών απέναντι σε μια κοινή ευρωπαϊκή στάση.

Δεν σας κρύβω ότι µε προβληµάτισε και µε ανησύχησε η διαχείριση της πανδηµίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Καθυστερήσεις, αργά ανακλαστικά, ανταγωνισµοί και έξαρση του εθνικισµού, που στέρησαν τη δυνατότητα στην Ευρωπαϊκή Ενωση να κινηθεί άµεσα, οργανώνοντας νωρίτερα αυτό που τελικά έγινε, δηλαδή να υιοθετήσει µια ευρωπαϊκή πλατφόρµα και ένα ενιαίο ευρωπαϊκό πρόγραµµα για την αντιµετώπιση της κρίσης. Είναι, ωστόσο, θετικό ότι, έστω και µε καθυστέρηση, αυτό έγινε. Και πολύ ορθά η Ελλάδα συµµετέχει σε αυτό το ευρωπαϊκό πρόγραµµα, που έχει ως σκοπό την εξασφάλιση της απαραίτητης ποσότητας εµβολίων για τη σταδιακή κάλυψη του συνόλου του ευρωπαϊκού πληθυσµού. Ωστόσο, αρκετές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, παράλληλα µε τη συµµετοχή τους στο πρόγραµµα, ακολούθησαν και τον δικό τους δρόµο.

Η ασκούµενη κριτική εξηγείται από τα όσα είπαµε πριν, αλλά θα ήταν άδικο να µη σηµειώσουµε ότι η πολιτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τελικά έχει αρχίσει να δίνει αποτελέσµατα, ενώ συγχρόνως βάζει τα θεµέλια ενός µόνιµου µηχανισµού για την αντιµετώπιση παρόµοιων µελλοντικών κρίσεων. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, εκτιµώ ότι η συνολική δια χείριση, παρά τις αντικειµενικές δυσκολίες που εκδηλώνονται, είναι σωστή. Και αυτό αποτυπώνεται και στην άποψη του µεγαλύτερου µέρους της κοινής γνώµης. Εάν δεν είχαµε επανάληψη του γνώριµου στην Ελλάδα φαινοµένου, ακόµα και σε τέτοιες δύσκολες καταστάσεις η αντιπολίτευση να ασκεί σχεδόν πολεµική κριτική στην κυβέρνηση, θα υπήρχε ακόµα θετικότερο κλίµα και, βέβαια, βαθύτερη κατανόηση των πραγµατικών δεδοµένων της κρίσης και των συνολικών µας ευθυνών.

Σας ανησυχεί ενδεχόµενη αύξηση «λουκέτων» επιχειρήσεων και άνοδος της ανεργίας µετά το τέλος της πανδηµίας;

Εχει τις βάσεις και τα «εργαλεία» η ελληνική οικονοµία για να ανακάµψει; Είναι φυσικό όλοι να ανησυχούµε για την επόµενη µέρα µιας πρωτοφανούς παγκόσµιας υγειονοµικής κρίσης µε σοβαρότατες επιπτώσεις στην οικονοµία. Η ελληνική κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια της πανδηµίας, µε µια συντονισµένη πολιτική στο πλαίσιο της Ε.Ε., πέτυχε, µε εφαρµογή µιας σειράς µέτρων, να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας και να µη διακόψει τη λειτουργία του σηµαντικός αριθµός µεγάλων και µικρών επιχειρήσεων. Ο παραγωγικός ιστός της χώρας ενισχύθηκε και µεγάλο µέρος της απώλειας εισοδήµατος αναπληρώθηκε. Για την επόµενη ηµέρα έχουν ήδη αποφασιστεί η παράτα ση της δηµοσιονοµικής χαλάρωσης µέχρι και το 2022, η ρύθµιση του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες και το ελληνικό ∆ηµόσιο και ένα µεγάλο αναπτυξιακό πρόγραµµα, το οποίο θα χρηµατοδοτηθεί από το Ταµείο Ανάκαµψης. Ελπίζω και άλλα µέτρα να αποφασιστούν, ώστε να δοθεί χρόνος και ρευστότητα για την ανάκαµψη και τη µετάβαση στην ανάπτυξη, µε συµµετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων Ελλήνων από όλους τους τοµείς της οικονοµίας. Πιστεύω ότι η πολιτική αυτή, εξελισσόµενη στο πλαίσιο των συνθηκών που δηµιουργούνται, θα επιτύχει τελικά τους στόχους της άµεσα και µεσοπρόθεσµα. Είµαι αισιόδοξος για την επόµενη µέρα. Η ελληνική οικονοµία θα τα καταφέρει και, από κοινού µε τις µεταρρυθµίσεις που εφαρµόζονται, θα ανοίξει τον δρόµο για µια δυναµική ανάπτυξη.

Πώς κρίνετε το προσχέδιο του ευρωπαϊκού Συµφώνου για τη Μετανάστευση και το Ασυλο;

Σίγουρα δεν βοηθά τις χώρες πρώτης υποδοχής, ανάµεσά τους και την Ελλάδα. Εκτιµώ ότι δεν ανταποκρίνεται στα σηµερινά και τα µελλοντικά δεδοµένα της µετανάστευσης, που για πολλά χρόνια θα είναι στην προτεραιότητα της παγκόσµιας ατζέντας, αφού οι λόγοι που την προκαλούν όχι µόνο δεν εκλείπουν, αλλά αυξάνουν. Την εποµένη του COVID, η Ευρώπη θα είναι και πάλι επιθυµητός προορισµός ασφάλειας για µεγάλο αριθµό µεταναστών, κυρίως από την Αφρική, η οποία θα συνεχίζει να δοκιµάζεται από την πανδηµία, δεδοµένου και του πολύ µικρού ποσοστού εµβολιασθέντων. Μεγάλη η ευθύνη, αυτόν τον καιρό, του «πολιτισµένου» κόσµου απέναντι στις φτωχές χώρες της Αφρικής και της Ασίας µπροστά στην απειλή του COVID-19.

Βλέπετε στον ορίζοντα εκλογές;

Η κυβέρνηση είναι σταθερή και η πολιτική της επικροτείται από την κοινωνία. ∆εν τίθεται, λοιπόν, θέµα εκλογών.