Τις παρεμβάσεις που σχεδιάζει η κυβέρνηση, όπως αυτές παρουσιάστηκαν κατά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της Δευτέρας, ανακοίνωσε η κυβερνητική εκπρόσωπος Αριστοτελία Πελώνη

Ανάμεσα στις προωθούμενες νομοθετικές αλλαγές που φέρνει η κυβέρνηση το αμέσως επόμενο είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από 1ης Ιανουαρίου 2022, την οποία ενέκρινε το υπουργικό συμβούλιο. 

Η Αριστοτελία Πελώνη, εξηγεί γιατί η κυβέρνηση προχώρησε τώρα στην αύξηση του κατώτατου μισθού, παρά το γεγονός ότι η παρατεταμένη οικονομική ύφεση θα συνηγορούσε στη διατήρηση του υφιστάμενου πλαισίου. Μάλιστα, στο υπουργικό συμβούλιο συμφώνησαν στην εκτίμηση πως με δεδομένες τις θετικές προβλέψεις για σημαντική οικονομική ανάκαμψη το 2022, στην επόμενη διαδικασία αναθεώρησης, που θα ολοκληρωθεί τον ερχόμενο Ιούνιο, θα υπάρχουν περιθώρια για μεγαλύτερη αύξηση του νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.

Γιατί η κυβέρνηση προχώρησε τώρα στην αύξηση του κατώτατου μισθού

Το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Κωστή Χατζηδάκη, συμφώνησε στην έκδοση απόφασης για την αύξηση του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου.  

Βάσει του άρθρου 103 του ν.4172/2013 ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, μετά από σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου.

Για τον σκοπό αυτό, προβλέπεται  διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και της Κυβέρνησης, με την τεχνική και επιστημονική υποστήριξη εξειδικευμένων επιστημονικών, ερευνητικών φορέων και εμπειρογνωμόνων. Στο πλαίσιο της διαβούλευσης, οι εργοδοτικές οργανώσεις μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων (ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΣΒΕ) τάχθηκαν υπέρ της διατήρησης του κατώτατου μισθού στα σημερινά επίπεδα, εστιάζοντας κυρίως στις αρνητικές συνέπειες της πανδημίας και τις επιπτώσεις ενδεχόμενης αύξησής του στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και την ανεργία. Υπέρ του παγώματος του κατώτατου μισθού τάχθηκαν επίσης η Τράπεζα της Ελλάδος, το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και το ΚΕΠΕ.

Το Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού πρότεινε δύο επιλογές: είτε διατήρηση του μισθού στα 650 ευρώ, με παράλληλα μέτρα αύξησης της αγοραστικής δύναμης είτε αύξησή του κατά 1,53%. Από τους φορείς που συμμετείχαν στη διαβούλευση, μόνο η ΓΣΕΕ έχει ταχθεί ανοικτά υπέρ μιας άμεσης αύξησης του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ μηνιαίως (+15,5%) με την προοπτική περαιτέρω αύξησης στα 809 ευρώ.

Υπογραμμίζεται ότι σε σύγκριση με τα άλλα 21 κράτη-μέλη της Ε.Ε. που έχουν νομοθετημένο κατώτατο μισθό, η Ελλάδα κατατάσσεται στη 11η θέση όσον αφορά το ονομαστικό ύψος του κατώτατου μισθού και ότι οι 18 χώρες από τις χώρες αυτές  προχώρησαν σε ονομαστική αύξηση το διάστημα Ιαν. 2020-Μαρ. 2021, με τη μέση τιμή σε ευρώ να ανέρχεται στο 1,9%. Η μέση πραγματική αύξηση ήταν 1,5%, δηλαδή μόλις 0,2 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από την αύξηση που επήλθε στον ελληνικό κατώτατο μισθό λόγω του αποπληθωρισμού. 

Συμπερασματικά: Η βαθιά ύφεση που σημειώθηκε την περίοδο της πανδημίας θα συνηγορούσε υπέρ της διατήρησης του υφιστάμενου κατωτάτου μισθού (όπως ζητούν οι εργοδοτικές οργανώσεις και ορισμένοι ερευνητικοί φορείς). Ωστόσο οι θετικές προοπτικές για το άμεσο μέλλον αφήνουν περιθώρια για μια λελογισμένη αύξηση, η οποία θα δίνει στους εργαζόμενους ένα εύλογο μέρισμα χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την αναπτυξιακή τροχιά στην οποία μπαίνει η οικονομία. 

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι ο κατώτατος μισθός δεν θα αποκλίνει από το σημείο ισορροπίας, και συνεπώς δεν θα πλήξει την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη, θα πρέπει η αύξηση να μην ξεπερνά το άθροισμα της αύξησης της παραγωγικότητας και του πληθωρισμού. Με βάση τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εξέλιξη του Α.Ε.Π., της απασχόλησης, του πληθωρισμού και της παραγωγικότητας μια αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% ικανοποιεί την ανωτέρω συνθήκη.

Στην επιλογή της λελογισμένης αύξησης του κατώτατου μισθού συνηγορούν επίσης τα ακόλουθα: 

-Η μείωση των εργοδοτικών εισφορών κατά 2,27% και η μείωση του φόρου στα επιχειρηματικά κέρδη από 29% σε 22% αμβλύνουν την αρνητική επίδραση στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και, κατ’ επέκταση, την απασχόληση.  
-Δεν αναμένεται να δημιουργήσει έντονες πληθωριστικές πιέσεις καθώς το παραγωγικό δυναμικό της χώρας  υποχρησιμοποιείται. Αντίστροφα, θα μπορούσε να συμβάλει σε ταχύτερη κάλυψη αυτού του παραγωγικού κενού (το οποίο με τρέχουσες εκτιμήσεις υπολογίζεται σε -7,5% για το 2021 και -4,4% για το 2022). 

-Από πλευράς σηματοδότησης (signaling) είναι συμβατή με τη στοχοθέτηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για ρυθμό πληθωρισμού 2% μεσοπρόθεσμα.

-Συμβαδίζει με την πρακτική που εφάρμοσαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, της παροχής δηλαδή συνετών αυξήσεων, οι οποίες έλαβαν υπόψη την ιδιαίτερη οικονομική συγκυρία που δημιούργησε η πανδημία.   

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω το Υπουργικό Συμβούλιο συμφώνησε στην έκδοση απόφασης για τον καθορισμό του νόμιμου κατώτατου μισθού για πλήρη απασχόληση, για τους υπαλλήλους όλης της χώρας στα 663 ευρώ και του νόμιμου κατώτατου ημερομισθίου για τους εργατοτεχνίτες όλης της χώρας στα 29,62 ευρώ. Οι αυξήσεις αυτές θα ισχύσουν από 1/1/2022, προκειμένου να έχει αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία της οικονομίας και να μην επιβαρυνθούν οι επιχειρήσεις που βρίσκονται στο στάδιο της επανεκκίνησης. 

Δεδομένου ότι υπάρχουν θετικές προβλέψεις για σημαντική οικονομική ανάκαμψη το 2022, εκτιμάται ότι στην επόμενη διαδικασία αναθεώρησης που θα ολοκληρωθεί τον ερχόμενο Ιούνιο, θα υπάρχουν περιθώρια για μεγαλύτερη αύξηση του νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου.