«Ως υπουργός Δικαιοσύνης σέβομαι απολύτως τις αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης και πρέπει να στεκόμαστε με πολύ μεγάλο σεβασμό απέναντι στις αποφάσεις της», δήλωσε στα Παραπολιτικά 90,1 και στην εκπομπή «Μπρα ντε φερ» με τους δημοσιογράφους Δημήτρη Τάκη και Χριστίνα Κοραή, ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας αναφορικά με την δίκη του Δημήτρη Λιγνάδη.

«Πολιτικά προσωπικά και η κυβέρνηση της ΝΔ με τον νόμο 4855 που ψηφίστηκε τον περασμένο Νοέμβριο θέσαμε για πρώτη φορά πλαίσιο ποινής για τον βιασμό ανηλίκων, τον τυποποιήσαμε ως αδίκημα-έγκλημα και θέσαμε τη ανώτερη ποινή, τα ισόβια, ενώ δεν υπάρχει δυνατότητα ανασταλτικού χαρακτήρα στην εκτέλεση της ποινής», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός Δικαιοσύνης.

«Όλοι γνωρίζουμε ότι υπάρχει ο ευμενέστερος νόμος ανάλογα με τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος», πρόσθεσε ο ίδιος.

«Αν το αδίκημα είχε τελεστεί μετά την ψήφιση του νόμου 4855, θα τιμωρούνταν με ισόβια χωρίς τη δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης ποινής. Γιατί ο βιασμός ανηλίκων δεν υπήρχε ως ξεχωριστό αδίκημα στον προηγούμενο Ποινικό Κώδικα», διευκρίνισε ο Κώστας Τσιάρας.

«Αν υπάρχει πολιτικός ή συνδικαλιστικός δάκτυλος πίσω από τα λαϊκά δικαστήρια είναι κάτι που πρέπει να συζητηθεί. Δε θα έπρεπε φαινόμενα εντάσεων να τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται», υπογράμμισε ο υπουργός.

«Το κοινό περί δικαίου αίσθημα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τη νομοθέτηση», δήλωσε επιπρόσθετα ενώ επισήμανε ότι «ο Ποινικός Κώδικας του ΣΥΡΙΖΑ απομείωσε όλες τις ποινές».

«Με τον νόμο μας η ποινή θα ήταν δις ισόβια και θα βρισκόταν εντός φυλακής μέχρι το Εφετείο», είπε στη συνέχεια ο κ. Τσιάρας.

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Κώστα Τσιάρα στα Παραπολιτικά 90,1

Αναφορικά με την υπόθεση Λιγνάδη, ο υπουργός Δικαιοσύνης σημείωσε: «Ως υπουργός Δικαιοσύνης έχω μια πάγια θέση την οποία σταθερά επαναλαμβάνω, σέβομαι απολύτως τις αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης και νομίζω ότι απέναντι σε μια θεσμική λειτουργία θα πρέπει να στεκόμαστε με μεγάλη προσοχή και πολύ μεγάλο σεβασμό σε ότι αφορά την έκδοση ή την τελική κατάληξη των όποιων δικών της αποφάσεων. Πάντα όμως έχοντας φυσικά τη δυνατότητα της όποιας αν θέλετε κριτικής με ένα σεβασμό που πρέπει να υπαγορεύεται από την ίδια τη θεσμική της λειτουργία και την ίδια τη θεσμική της άξια στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Από εκεί και πέρα αν θα έπρεπε κανείς να σχολιάσει όλα αυτά τα όποια μόλις με ρωτήσατε θα σας έλεγα οτι πολιτικά, γιατί πολιτικά πρέπει να το κρίνει αυτό κανείς, εγώ προσωπικά και η κυβέρνηση της ΝΔ με τον 4855 δηλαδή τον προηγούμενο Νοέμβριο ουσιαστικά θέσαμε για πρώτη φόρα πλαίσιο ποινής για τον βιασμό ανηλίκου, το τυποποιήσαμε ως αδίκημα-έγκλημα και θέσαμε ουσιαστικά την ανωτάτη των ποινών, δηλαδή ισόβια. Στη συγκεκριμενη περίπτωση μάλιστα δεν υπάρχει η δυνατότητα του ανασταλτικού χαρακτήρα στην εκτέλεση ποινής».

ΔΗΜ: Αυτό όμως έγινε μετά τις κατηγορίες Λιγνάδη άρα δεν μπορούσε να δικαστεί ο Λιγνάδης με αυτή τη διάταξη

«Βεβαίως έγινε μετά. Όλοι το γνωρίζουμε οτι υπάρχει ο ευμενέστερος νομός που είναι μια θα έλεγα κατοχυρωμένη ''παραδοχή'' όχι μόνο στο ελληνικό δικαϊκό σύστημα αλλά και όλο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα της Δικαιοσύνης, δεν υπάρχει αδίκημα το οποίο δε δικάζεται με ένα συγκεκριμένο νόμο που ήδη υπάρχει και ήδη είναι εν ισχύ άρα λοιπον πάντα ανατρέχει κανείς στον ευμενέστερο νόμο ανάλογα με τον χρόνο τέλεσης του αδικήματος. Αν όμως το συγκεκριμένο αδίκημα είχε τελεστεί στο χρόνο μετά τη ψήφιση του 4855, που αυτή είναι η πολιτική θέση την οποία θέλω να την κάνω πολύ καθαρή σε αυτή μας τη συζήτηση, το συγκεκριμένο αδίκημα θα τιμωρούνταν με ισόβια κάθειρξη χωρίς τη δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης της ποινής, μιας και στην ισόβια κάθειρξη δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Το είχαμε τυποποιήσει ως αδίκημα, ο βιασμός ανηλίκου δεν υπήρχε ως ξεχωριστό αδίκημα στον προηγούμενο ποινικό κώδικα κι αντιλαμβάνεστε ότι μέσα από τους φόβους, τις ανησυχίες και τα προβλήματα που είχαν προκύψει ακριβώς γιατί υπήρχε ένα χαμηλότερο πλαίσιο ποινών με τον ποινικό κώδικα που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ στις 11 Ιουλίου 2019 μια μέρα πριν κλείσει η Βουλή προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί σε εθνικές εκλογές μάλιστα με μια αδικαιολόγητη σπουδή την οποία κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει εκείνη τη χρονική στιγμή, αντιλαμβάνεστε ότι τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά», ανέφερε χαρακτηριστικά.

«Δείχνει ότι υπάρχει μια σταθερή βούληση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει όλα αυτά τα ζητήματα τα οποία όχι μόνο δημιουργούν ένταση ή διχάζουν την κοινή γνώμη αλλά πολύ περισσότερο προσβάλουν την ίδια την ανθρωπινή αξιοπρέπεια. Η αυστηροποίηση των ποινών για την οποία κατηγορήθηκα κι εγώ προσωπικά και η κυβέρνηση μετά τον 4855, δεν έχει καμία τιμωρητική διάθεση, έχει απλά ως βασικό λόγο το να προστατεύσουμε την ανθρωπινή αξιοπρέπεια και να κάνουμε τους ανθρώπους να αισθανθούν ασφαλείς και να ξαναδείξουν εμπιστοσύνη απέναντι στη λειτουργία της Δικαιοσύνης», υπογράμμισε ο κ. Τσιάρας.

Ερωτηθείς αν φοβάται ότι ανάλογες αποφάσεις μπορεί να οδηγήσουν σε λαϊκά δικαστήρια και αν βλέπει δάκτυλο ΣΥΡΙΖΑ στα λαϊκά δικαστήρια, ο υπουργός απάντησε: «Πρέπει κανείς να ξεκαθαρίσει ότι η θεσμική προσέγγιση και η θεσμική αποδοχή των αποφάσεων ης Δικαιοσύνης δεν ειναι απλά και μόνο επιθυμία ενός υπουργού ή μιας κυβέρνησης αλλά είναι μια πραγματική ανάγκη και για τα πολιτικά κόμματα και για την ίδια την κοινωνία. Αν δεν διαφυλάξουμε τη θεσμικότητα της Δικαιοσύνης μέσα από την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία που διέπει το ρόλο των δικαστών προφανώς θα βρεθούμε μπροστά σε πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις. Και ούτε φαντάζομαι ότι κανείς μας μπορεί να υιοθετεί μια άποψή ότι στον 21ο αιώνα μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας τα λαϊκά δικαστήρια μπορεί να έχουν ρόλο ή θέση. Το αν υπάρχει πολιτικός ή ενδεχομένως συνδικαλιστικός δάκτυλος είναι μια συζήτηση η οποία παραμένει ανοιχτή γιατί βλέπει κανείς πως λειτουργούν κάποιοι συγκεκριμένοι χώροι, ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι φροντίζουν με κάθε τρόπο είτε να αποδομήσουν το θεσμικό ρόλο της Δικαιοσύνης είτε να υποβαθμίσουν τη γενικότερη λειτουργία της Δικαιοσύνης μέσα από την κριτική των αποφάσεων και μάλιστα με μια λογική του ανάλογα του τι μας βολεύει όχι με το ποια είναι η δικαστική αποφαση. A la cart αποδοχή ή ad hoc αποδοχή των δικαστικών αποφάσεων».

«Δεν είναι σοβαρό, δεν είναι πραγματικά σωστό το παιδαγωγικό μήνυμα που εκπέμπεται στην κοινωνία. Και επειδή τα ζήσαμε όλα αυτά σε μια προηγούμενη περίοδο νομίζω ότι έχουμε μάθει αρκετά και δεν θα έπρεπε για κανένα λόγο φαινόμενα εντάσεων, κριτικής ή διαδηλώσεων που είδαμε στο παρελθόν και μιλάω για την αρχή της περιόδου της οικονομικής κρίσης να τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται απλά και μόνο επειδή κάποιοι έχουν πίσω από αυτά το δικό τους συνδικαλιστικό ή πολιτικό ενδιαφέρον», δήλωσε επιπρόσθετα.

Ερωτηθείς αν πρέπει στις δικαστικές αποφάσεις να λαμβάνεται υπόψη το κοινό περί δικαίου αίσθημα, απάντησε: «Η Δικαιοσύνη αποφασίζει με βάση τους κανόνες και τους νόμους που ψηφίζει η ελληνική πολιτεία. Δεν είναι δυνατόν να μπαίνει κανείς σε μια λογική ότι το περί κοινού δικαίου αίσθημα ότι είναι αυτό που τελικά αποφασίζει. Και το λεω γιατί πάρα πολλές φορές το περί κοινού δικαίου αίσθημα έχει οδηγηθεί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση όπου η δικαστική διαδικασία απέδειξε μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα άρα θέλει πολύ μεγάλη προσοχή στο πως χειρίζεται κανείς κάποια ζητήματα. Προφανώς λαμβάνει κανείς υπόψη του το περί κοινού δικαίου αίσθημα όταν νομοθετεί αλλά η Δικαιοσύνη δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να λειτουργήσει έξω από τους κανόνες και έξω από τους νόμους που η ίδια η πολιτεία θεσπίζει με δική της ευθύνη».

Ερωτηθείς αν εκτιμά ότι σωστά αποχώρησε η κα Μενδώνη από την παράσταση, ανέφερε: «Δεν μπορώ να το κρίνω με βάση το τι μπορεί να συνέβαινε εκείνη τη στιγμή εκεί, προφανώς η κα Μενδώνη θα ενοχλήθηκε για κάποια συγκεκριμένα γεγονότα και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο έλαβε αυτή την απόφαση. Όμως η λογική του να στήνονται λαϊκά δικαστήρια σε οποιοδήποτε χώρο ή σε οποιαδήποτε εκδήλωση είναι μια λογική που δεν ταιριάζει σε καμιά περίπτωση με μια ευρωπαϊκή κοινωνία του 21ου αιώνα. Είναι κρίμα, υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τρόποι να δείξει κανείς την αντίθεσή του ή να εκφράσει τη δική του άποψη».

Αναφορικά με τη δήλωση του κ. Πέτσα, ο υπουργός Δικαιοσύνης τοποθετήθηκε λέγοντας: «Οι προσωπικές απόψεις εκφράζονται πάντα με έναν τρόπο που ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να τη προσεγγίσει, δεν νομίζω ότι πρέπει να μπει κανείς σε μια λογική του αν έκανε κάποιος σωστά ή λάθος. Εγώ δεν μπορώ να μπω στη μέση μιας τέτοιας συζήτησης και νομίζω ότι δεν χρειάζεται να δίνει κανείς συνέχεια σε μια τέτοια συζήτηση».

«Ο ποινικός κώδικας του ΣΥΡΙΖΑ απομείωσε κατά κάποιο τρόπο όλες τις ποινές, η δυνατότητα της αναστολής εκτέλεσης ποινής έρχεται από παλιότερο νόμο. Το ζήτημα όμως είναι ότι όταν απομειώνεται η ποινή η συζήτηση από μόνη της δημιουργεί εντελώς διαφορετικά δεδομένα και προφανώς έχει να κάνει και με μια διαφορετική φιλοσοφία. Δηλαδή με την ίδια λογική θα μπορούσα να επεκταθώ σε πολλά άλλα ζητήματα που αφορούν την απόλυτη αντίθεση στη φιλοσοφία που υπάρχει μεταξύ ημών και ΣΥΡΙΖΑ σε ότι αφορά την επιβολή των ποινών», διευκρίνισε ο κ. Τσιάρας.

«Το ουσιαστικό θέμα της συζήτησης είναι ότι εμείς αυστηροποιήσαμε την ποινή, εμείς βάλαμε ισόβια για το βιασμό ανηλίκου, δεν υπάρχει δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης ποινής σε μια τέτοια περίπτωση άρα αυτό είναι που πρέπει να κρατήσει κανείς», πρόσθεσε.

Ερωτηθείς ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της δίκης σε περίπτωση που ο κ. Λιγνάδης καταδικαζόταν με το νόμο της ΝΔ, απάντησε: «Θα ήταν δις ισόβια, δεν θα μπορούσε να είναι εκτός φυλακής μέχρι τη εκδίκαση στο Εφετείο».

Για την υπόθεση Novartis, ανέφερε: «Δεν κρίνονται οι δικαστικές αποφάσεις, οι δικαστικές αποφάσεις είναι πάντα σεβαστές και πρέπει κανείς να το κρατήσει πολύ ψηλά ως θέση και ως άποψη αν όντως θέλουμε ο θεσμός της Δικαιοσύνης να λειτουργεί μέσα από το ρόλο του με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη υπόστασή του. Αυτή είναι η δική μου άποψη και νομίζω ότι και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός από το βήμα της Βουλής έδωσε συγκεκριμένες απαντήσεις με απόλυτο σεβασμό στην ετυμηγορία της Δικαιοσύνης και βεβαίως με την αποδοχή ότι από τη στιγμή που υπάρχει μια δικαστική απόφαση εμείς μένουμε σε αυτή. Αυτή η θέση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτό που συνηθίζαμε να ακούμε ή να βλέπουμε επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης. Όταν προσπαθούσε να ελέγξει τους αρμούς της εξουσίας και όταν με ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο προσπαθούσε να επηρεάσει τη Δικαιοσύνη ή ακόμη και τις δικαστικές αποφάσεις».

«Αλλά ακόμη και αν πάμε στην ουσία αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο κορυφαίοι υπουργοί της προηγούμενης κυβέρνησης οι οποίοι έχουν παραπεμφθεί στο ειδικό δικαστήριο, αυτό δεν είναι ένα πραγματικό ζήτημα πολιτικό; Δεν αγγίζει την παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διάρκεια της δικής της διακυβέρνησης; Ο κ. Παπαγγελόπουλος όταν παραπέμπεται αυτή τη στιγμή στο ειδικό δικαστήριο και ειδικά για την περίπτωση της προσπάθειας να πείσει την εισαγγελέα την κα Ράϊκου να στείλει μια δικογραφία χωρίς αποδείξεις στη Βουλή για την υπόθεση Novartis δεν παραπέμπεται τελικά για την υπόθεση Novartis;», συμπλήρωσε.

«Δεν θέλω να μπω στην κρίση των λεπτομερειών των δικαστικών αποφάσεων πολιτικά όμως δεν μπορεί κανείς να μην κρίνει ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος αυτή τη στιγμή παραπέμπεται σε ειδικό δικαστήριο με κατηγορίες ή με λόγους που αφορούν και στον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε κατά κάποιο τρόπο να επηρεάσει την υπόθεση Novartis», επισήμανε ο υπουργός.

«Η πολιτική αντιπαράθεση έχει τους δικούς της κανόνες και ενδεχομένως το δικό της πλαίσιο όμως το να εργαλειοποιεί κανείς τη Δικαιοσύνη είναι κάτι το οποίο δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι είναι μέσα στους γνωστούς κανόνες ή στις γνωστές διαδικασίες της πολιτικής αντιπαράθεσης. Παρακολουθώντας τη μετεξέλιξη που υπήρξε από την μεταπολίτευση και μετά των πραγματικών σχέσεων πολιτικού συστήματος και δικαιοσύνης έβλεπε κανείς, παρά τα προβλήματα που υπήρχαν ή οι παθογένειες που δημιουργήθηκαν προϊόντος του χρόνου στο χώρο της Δικαιοσύνης, έβλεπε κανείς ότι η Δικαιοσύνη ακολουθούσε έναν απολύτως παράλληλο δρόμο χωρίς να εμπλέκεται στην πολιτική αντιπαράθεση. Η πρώτη φορά που έγινε προσπάθεια εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης ήταν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης διακυβέρνησης, της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ», τόνισε ο υπουργός Δικαιοσύνης.

«Η Δικαιοσύνη πρέπει πάντα να λειτουργεί χωρίς την πίεση της πολιτικής. Η Δικαιοσύνη πρέπει να ακολουθεί ανεξάρτητη απολύτως το δικό της δρόμο μέσα από το δικαιοδοτικό της έργο χωρίς να υπάρχει καμία δυνατότητα ή κανένας λόγος οι πολιτικοί ή η πολιτική να επηρεάζουν την κατεύθυνση στην οποία κινείται», είπε στη συνέχεια.

«Θα ήθελα όλοι οι βουλευτές και όλα τα πολιτικά κόμματα να σέβονται την ίδια τη Δικαιοσύνη. Μόνο με το σεβασμό απέναντι στη θεσμική λειτουργία της Δικαιοσύνης θα μπορέσουμε πραγματικά να την αφήσουμε να λειτουργεί απερίσπαστη στο έργο της και να έχει το συνταγματικό ρόλο που όλοι επιθυμούμε. Όταν προσπαθούμε είτε με δηλώσεις είτε με κριτική είτε πολλές φορές ακόμη και με επιλογές οι οποίες είναι έξω από το πλαίσιο δηλαδή η ονομαστική αναφορά συγκεκριμένων δικαστικών λειτουργών δημόσια είναι ένα από τα πλέον αρνητικά στοιχεία τα οποία θα μπορούσε κανείς να καταγράψει σε αυτή τη δημόσια αντιπαράθεση. Και το λεω γιατί αντιλαμβάνεστε που μπορεί να φτάνουν τέτοιου είδους επιλογές και ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες. Αν μπορέσουμε να αποφύγουμε γενικότερες τέτοιες τοποθετήσεις απέναντι στη λειτουργία ή στα αποτελέσματα της Δικαιοσύνης νομίζω ότι σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό θα έχουμε καταφέρει να την αφήσουμε απερίσπαστή στο δικαιοδοτικό της έργο. Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο όλα τα άλλα νομίζω ότι σε ένα μεγάλο βαθμό δημιουργούν θέματα και ζητήματα τα οποία τελικά πληρώνουν τη δικαιοσύνη, δημιουργούν θέματα και ζητήματα τα οποία τελικά πληγώνουν τη Δικαιοσύνη, δημιουργούν αμφιβολία στους πολίτες και βεβαίως αυξάνουν την αναξιοπιστία της κοινωνίας απέναντι στη λειτουργία της Δικαιοσύνης», υπογράμμισε ο ίδιος.

Αναφορικά με τη δήλωση του κ. Τσίπρα «Θα σας πάμε μέχρι τέλους», δήλωσε: «Είναι η φιλοσοφία γενικότερα του ΣΥΡΙΖΑ περί ελέγχου των αρμών της εξουσίας αλλά εγώ δεν μπορώ να καταλάβω πως ένας πρώην πρωθυπουργός και αρχηγός του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης μπορεί με τέτοιου είδους φράσεις στην πραγματικότητα να προοιωνίζει το δικό του έλεγχο στο χώρο της Δικαιοσύνης γιατί περί αυτού πρόκειται τελικά. Είναι κρίμα και για τη δημοκρατία μας και για το πολιτικό σύστημα να συντηρείται μια τέτοια αντίληψη και μια τέτοια λογική η οποία υποβαθμίζει και την ίδια τη Δικαιοσύνη αλλά δημιουργεί και ένα τεράστιο ζήτημα μεταξύ της ίδιας της πολιτικής αντιπαράθεσης».

Για την υπόθεση Πισπιρίγκου, ανέφερε: «Σε ότι αφορά τη δική μου θέση έχω ζητήσει μέσω της ιατροδικαστικής υπηρεσίας να υπάρξει έρευνα, έλεγχος και να δούμε αν υπήρξαν παραλείψεις ή λάθη. Αυτό αφορά σε πρώτο χρόνο το υπουργειο Δικαιοσύνης και εμένα προσωπικά. Εγώ δεν μπορώ να πω αυτή τη στιγμή ότι μπορεί όντως να υπήρξαν παραλήψεις ή λάθη αλλά παρόλα αυτά όταν έχουμε ζητήματα όπως αυτό που φέρεται και φαίνεται ότι μια μητέρα μπορεί να έχει θανατώσει τα τρία της παιδιά προφανώς είναι ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί με τον πλέον υπεύθυνο τρόπο. Αν πρέπει να σχολιάσω αυτό ως γεγονός, αν και εφόσον έχει συμβεί, για μένα είναι αδιανόητο, δεν το χωράει το δικό μου μυαλό».

«Στο υπουργείο Δικαιοσύνης έχουμε ψηφίσει ένα πολύ μεγάλο αριθμό νομοσχεδίων. Από το 2000 μέχρι το 2019 για το υπουργείο Δικαιοσύνης ψηφιστήκανε 31 νομοσχέδια και λογικά μέχρι και την άλλη εβδομάδα αυτά τα τρία χρόνια θα έχουμε ψηφίσει 16 νομοσχέδια. Αντιλαμβάνεστε ότι έχει γίνει μια πολύ μεγάλη προσπάθεια αναμόρφωσης των κωδίκων, προσπάθειες να ανασυγκροτήσουμε και να αναμορφώσουμε την εθνική σχολή δικαστών σε ένα μοντέλο που ταιριάζει στην σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και βεβαίως στην προώθηση εναλλακτικών της επίλυσης διαφορών όπως είναι η διαμεσολάβηση για να αποφορτίσουμε τα δικαστήρια. Μέσα σε αυτό τον προγραμματισμό ήδη είναι το νομοσχέδιο που αφορά στην αναμόρφωση της ιατροδικαστικής υπηρεσίας έτοιμο και μάλιστα είναι από την αρχή του χρόνου. Θέλω να πιστεύω ότι μέσα στο χρόνο θα το ψηφίσουμε προσπαθώντας αφενός μεν να αλλάξουμε ένα παρωχημένο μοντέλο που έρχεται από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και επικαιροποιώντας το ρόλο, την παρουσία και την πραγματική συμβολή της ιατροδικαστικής υπηρεσίας σε θέματα ή ζητήματα τα οποία όχι απλά και μόνο δημιουργούν τεράστια ένταση συζήτησης στην κοινή γνώμη αλλά αφορούν και στην καθημερινότητα καθενός από εμάς», δήλωσε ο υπουργός.

«Όλοι έχουμε βρεθεί αντιμέτωποι με μια αδυναμία άμεσης ιατροδικαστικής εξέτασης και είναι θέματα τα οποία έχουν ένα τεράστιο κοινωνικό ενδιαφέρον και τα οποία πρόκειται σε μικρό χρονικό διάστημα από σήμερα να τα φέρουμε στο ελληνικό κοινοβούλιο. Όπως και το νομοσχέδιο που αφορά την αναμόρφωση των εταιριών προστασίας ανηλίκων. Είναι θέματα με τεράστιο κοινωνικό αποτύπωμα, με μεγάλο κοινωνικό ενδιαφέρον τα οποία θα φροντίσουμε πολύ σύντομα μιας και τα νομοσχέδια ήδη είναι επεξεργασμένα, ήδη είναι έτοιμα να τα φέρουμε στο ελληνικό κοινοβούλιο», πρόσθσε.

Αναφορικά με τα δημοσιεύματα του Μακελειό και την προσφυγή στη Δικαιοσύνη των κ. Πατέλη και Γιατρομανωλάκη, τόνισε: «Είναι αδιανόητο να γράφονται όλα αυτά και εκτιμώ ότι η Δικαιοσύνη μπορεί να έχει το ρόλο και το λόγο της και κάποια στιγμή πρέπει να προστατευτεί η ίδια η κοινωνία από τέτοιου είδους συμπεριφορές και από τέτοιου είδους κατά κάποιο τρόπο ειδήσεις».