Το πολιτικό αφήγηµα του Νίκου Ανδρουλάκη σύµφωνα µε το οποίο το ΠΑΣΟΚ θα πρωταγωνιστήσει την επόµενη ηµέρα της εκλογικής αναµέτρησης στη διαδικασία σχηµατισµού κυβέρνησης, αλλά µε επικεφαλής σε αυτήν τρίτο πρόσωπο και όχι κάποιον από τους ηγέτες των κυρίαρχων κοινοβουλευτικών δυνάµεων, δηλαδή της Ν.∆. και του ΣΥΡΙΖΑ, από τη µια έχει προκαλέσει αµηχανία στο εσωτερικό του κόµµατος, από την άλλη, όµως, η προσέγγιση αυτή έχει ανοίξει µια συζήτηση πως ο επικεφαλής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛ. θα προτείνει την πρωθυπουργία να αναλάβει εξωκοινοβουλευτικός παράγοντας του δηµόσιου βίου της χώρας. Το ότι ο ίδιος επέλεξε σε τηλεοπτική του συνέντευξη το βράδυ της Τετάρτης να διαψεύσει τα σενάρια για εξωκοινοβουλευτικό, µη πολιτικό πρωθυπουργό που θα βάλει στο τραπέζι δείχνει την ένταση των συζητήσεων στη Χαριλάου Τρικούπη, αλλά δεν αλλάζει τα δεδοµένα.

Το «Ούτε ο Μητσοτάκης ούτε ο Τσίπρας» αναπόφευκτα οδηγεί στο συµπέρασµα πως το σχέδιο είναι να επιχειρήσει να µπει από το «παράθυρο» στην πολιτική εξίσωση της διακυβέρνησης της χώρας, στον βαθµό που θα το επιτρέπουν οι εκλογικοί συσχετισµοί, κάποιος άγνωστος «Χ».

Οι αντιδράσεις από το εσωτερικό του κόµµατος αλλά και την Κ.Ο. και τα αναπάντητα ερωτήµατα για την επόµενη ηµέρα


Υπό το πρίσµα αυτό, τις τελευταίες ηµέρες έχει αναπτυχθεί έντονη φηµολογία αναφορικά µε τα πρόσωπα που µπορεί να έχει στο µυαλό του ο Ν. Ανδρουλάκης, ώστε την κρίσιµη ώρα των συζητήσεων για τον σχηµατισµό κυβέρνησης συνεργασίας, εφόσον η Ν.∆. δεν έχει καταφέρει να κατακτήσει την αυτοδυναµία, να τα προτείνει στους πολιτικούς του αντιπάλους προκειµένου αυτοί να τα αποδεχτούν. Στη λίστα των «πρωθυπουργήσιµων» που φέρεται να έχει εκπονήσει ο Ν. Ανδρουλάκης περιλαµβάνονται τα ονόµατα του κεντρικού τραπεζίτη της χώρας, Γιάννη Στουρνάρα, του καθηγητή Συνταγµατικού ∆ικαίου Νίκου Αλιβιζάτου, αλλά και ακόµα δύο περιπτώσεις, που, αν στο τέλος τις θέσει στο τραπέζι των διακοµµατικών συνεννοήσεων, θα είναι για την τιµή των εσωκοµµατικών όπλων και επειδή δεν θα έχει περιθώρια να επιβάλει την αποτροπή των επαναληπτικών εκλογών. Πρόκειται για τους πρώην αρχηγούς του ΠΑΣΟΚ Γιώργο Παπανδρέου και Ευάγγελο Βενιζέλο, οι οποίοι διατηρούν στο ακέραιο τις πολιτικές τους φιλοδοξίες, ο µεν πρώτος γιατί θέλει να δικαιωθεί ιστορικά για την «άτσαλη» εκπαραθύρωσή του από την πρωθυπουργία, ο δεύτερος γιατί ποτέ δεν δέχθηκε πως ο πολιτικός του κύκλος θα ολοκληρωνόταν µε την ιδιότητα του αντιπροέδρου στην κυβέρνηση του Αντώνη Σαµαρά.

Ο «µάνατζερ» ξένων προσώπων

Στο εσωτερικό, όµως, του κόµµατος, αλλά και της Κ.Ο., η θέση αυτή του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, που δηµιουργεί την εντύπωση πως ο ίδιος σκοπεύει να κινηθεί ως «µάνατζερ» ξένων προσώπων για την ανάληψη της πρωθυπουργίας της χώρας, δεν αντιµετωπίζεται µε θετικό τρόπο. Πολλοί βουλευτές αλλά και πολιτευτές του ΠΑΣΟΚ στις προεκλογικές τους περιοδείες γίνονται αποδέκτες ερωτήσεων σε σχέση µε το τι θα κάνει το ΠΑΣΟΚ την επόµενη ηµέρα των εθνικών εκλογών. Και αναρωτιούνται «πώς γίνεται να ψηφίσουµε ΠΑΣΟΚ και να µην ξέρουµε µε ποιον πρωθυπουργό ή ποιο κόµµα θα συνεργαστούµε την επόµενη ηµέρα».

Εξόχως αποκαλυπτικό είναι το άρθρο της βουλευτού του ΠΑΣΟΚ Ν. Γιαννακοπούλου στα «Π», που, µε έµµεσο πλην σαφή τρόπο, το θέµα της συνεννόησης για συνεργασία µεταξύ των πολιτικών δυνάµεων για τη διακυβέρνηση της χώρας δεν το επικεντρώνει στα πρόσωπα, αλλά στις προγραµµατικές συµφωνίες. ∆ηλαδή, δεν θέτει ως προαπαιτούµενο, όπως κάνει ο Ν. Ανδρουλάκης, τον αποκλεισµό του Κ. Μητσοτάκη ή του Αλ. Τσίπρα, για να µην ηγηθούν στον σχηµατισµό µιας κυβέρνησης συνεργασίας. «Οποιος πραγµατικά ενδιαφέρεται για τη σταθερότητα του τόπου, για την αποτελεσµατική διακυβέρνησή του, έχει χρέος να δεχτεί ότι, αν χρειαστεί συνεννόηση για συνεργασία, θα πρέπει να συζητηθούν όλα. Σε αυτές τις περιπτώσεις κανένα θέµα δεν είναι απαγορευµένο, κανένα θέµα δεν είναι ταµπού», σηµειώνει χαρακτηριστικά και, φυσικά, εννοεί και τα πρόσωπα.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 24/3/23