Δυσαρεστημένοι φαίνεται ότι είναι στη Λαϊκή Ενότητα με τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων με αποτέλεσμα μέσα από το iskra.gr να έχει αναρτηθεί ολόκληρη ανάλυση γύρω από τις μεθόδους των δημοσκόπων, τα σφάλματά τους και τα μεθοδολογικά προβλήματά τους.

Η ανάρτηση στον επίσημο ιστότοπο της Αριστερής Πλατφόρμας δεν είναι τυχαία, αφού και το δεύτερο κύμα των δημοσκοπήσεων δεν δείχνει το κόμμα του Παναγιώτη Λαφαζάνη με ιδιαίτερα ψηλά ποσοστά όπως θα ήθελαν.

Διαβάστε το άρθρο που αναρτήθηκε στο iskra.gr:

Όπως και στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, έτσι και σ’ αυτήν, οι δημοσκοπήσεις δίνουν και παίρνουν. Το ερώτημα είναι αν είναι δυνατόν να βγάλουμε κάποιο νόημα από αυτές, με δυο λόγια: ποια η χρησιμότητά τους;

Καταρχήν, η ιδέα της πρόβλεψης του μέλλοντος πάντα προκαλεί τη φαντασία και, κακά τα ψέματα, ο περισσότερος κόσμος ως εργαλείο πρόβλεψης τις ερμηνεύει. Από αυτή τη σκοπιά, οι δημοσκοπήσεις θα βρίσκουν πάντα αναγνώστες, όπως και οι προγνώσεις των αστρολόγων ή οι προφητείες των "γερόντων". Ενίοτε μάλιστα, οι δημοσκοπήσεις πέφτουν και "μέσα" και τότε οι δημοσκόποι κορδώνονται στα κανάλια και αυτοθαυμάζονται· οι ίδιοι δημοσκόποι που κάνουν την πάπια όταν πέφτουν έξω 20 μονάδες στην πρόγνωση ενός δημοψηφίσματος.

Βεβαίως, ουδείς από αυτούς ποτέ ισχυρίστηκε ότι μια δημοσκόπηση «προβλέπει», όλοι θα σας πουν ότι η δημοσκόπηση «φωτογραφίζει την τρέχουσα πραγματικότητα». Ναι, αλλά αν είναι έτσι, τότε πώς γίνεται να αλλάζει τόσο δραματικά η πραγματικότητα μέσα σε λίγες μέρες ώστε οι δημοσκοπήσεις να πέφτουν τραγικά έξω, όπως—θα το ξαναπούμε—στο δημοψήφισμα; Στο ερώτημα αυτό, όσο αφορά όλες τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, όπου και πάλι οι δημοσκοπήσεις έπεσαν πολύ έξω, οι δημοσκόποι επιχείρησαν να αποδώσουν το σφάλμα σε μαζικές μετατοπίσεις των ψηφοφόρων της τελευταίας στιγμής, σε ρεύματα που εκδηλώθηκαν την τελευταία βδομάδα, κ.ο.κ. Όμως, δεν έχουμε δει κάποια εκ των υστέρων επιστημονική μελέτη που να αποδεικνύει την ύπαρξη τέτοιων φαινομένων μαζικών μετατοπίσεων της τελευταίας στιγμής, τα οποία να εμφανίζονται σταθερά σε κάθε εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων χρόνων.

Νομίζουμε ότι όταν παρουσιάζονται διαφορετικές εξηγήσεις του ίδιου φαινομένου, δηλαδή της σταθερής αδυναμίας των δημοσκοπήσεων να εντοπίσουν την πρόθεση ψήφου σε όλες τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις, τότε η απλούστερη εξήγηση είναι η καλύτερη. Και η απλούστερη εξήγηση, όταν οι δημοσκοπήσεις συστηματικά κάνουν λάθος, είναι ότι ή αυτές συστηματικά γίνονται με λάθος τρόπο ή ότι αυτές δεν επιδιώκουν να. «φωτογραφήσουν» την πραγματικότητα, αλλά να την «διαμορφώσουν» ή και τα δύο.

Βεβαίως, υπάρχει και μια τρίτη ένσταση που αρνείται την επιστημονική βάση της διαδικασίας μιας δημοσκόπησης, θεωρεί ότι από θεωρητική άποψη είναι αδύνατο να προκύψουν συμπεράσματα για ένα πληθυσμό μέσα από ένα δείγμα. Αυτό όμως το θέμα επιστημονικά είναι λυμένο και γνωρίζουμε ότι σαφώς μπορούν να βγουν συμπεράσματα, εφ’ όσον όμως τηρούνται οι επιστημονικές προϋποθέσεις. Τηρούνται όμως στις δημοσκοπήσεις που μας σερβίρουν; Αν πάρουμε την «καλή» ερμηνεία του σφάλματος σε αυτές, ότι δηλαδή δεν υπάρχει δόλος, τότε είναι φανερό ότι δεν τηρούνται.

Και μάλιστα, δεν τηρούνται με αύξοντα ρυθμό απόκλισης: Όσο πιο πρόσφατες οι εκλογικές αναμετρήσεις, τόσο περισσότερο έξω πέφτουν οι δημοσκοπήσεις, με αποκορύφωμα το πρόσφατο δημοψήφισμα. Το πράγμα καταντά σκανδαλώδες όταν επιπλέον θυμηθούμε ότι από επιστημονική άποψη είναι ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ευκολότερη η δημοσκοπική ανάλυση ενός δημοψηφίσματος, όπου ο ψηφοφόρος έχει μόνο δύο δυνατές επιλογές (ΝΑΙ ή ΟΧΙ), από τη δημοσκοπική ανάλυση μιας εκλογικής αναμέτρησης, όπου ο ψηφοφόρος έχει ΠΟΛΛΕΣ περισσότερες επιλογές. Με άλλα λόγια, αν οι εταιρείες δημοσκοπήσεων στάθηκαν ανίκανες να εντοπίσουν το ρεύμα του ΟΧΙ πριν δύο μήνες, που αποτελούσε εύκολο καθήκον, τι έχει αλλάξει από τότε στη μεθοδολογία τους ώστε σήμερα να μπορούν εντοπίσουν την πολύ πιο σύνθετη και δύσκολη στην εκτίμηση κατανομή της πρόθεσης ψήφου;

Προφανώς, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ας δούμε λοιπόν μερικές προβληματικές πλευρές στη μεθοδολογία των δημοσκοπήσεων. Οι πλευρές αυτές δέχονται όλο και περισσότερη σοβαρή κριτική τελευταία, π.χ. βλ. τη συζήτηση του καθηγητή Γ. Πλειού στο The Press Project (http://www.thepressproject.gr/article/80963/Giorgos-Pleios-Mi-akribeis-oi-dimoskopiseis). Πρώτον, ορισμένες εταιρείες της αρπαχτής καν δεν συλλέγουν δείγμα, αλλά μαγειρεύουν οι ίδιες τα αποτελέσματα. Δεύτερον, είναι αμφίβολο αν τηρούνται οι επιστημονικοί κανόνες όσο αφορά τη γεωγραφική διαστρωμάτωση του πληθυσμού ή αν παίρνονται υπόψη ως κριτήριο διαστρωμάτωσης κοινωνικές κατηγορίες με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά που επηρεάζουν το αποτέλεσμα (π.χ. άνεργοι, νεολαία). Ο λόγος για την επιφύλαξή μας αυτή είναι το μεγάλο κόστος που θα έχει μια δημοσκόπηση προσαρμοσμένη σε περισσότερα κριτήρια διαστρωμάτωσης, λόγω του αυξημένου μεγέθους δείγματος που θα απαιτήσει. Τρίτον, οι δημοσκοπήσεις γίνονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία μέσω τηλεφωνικού δείγματος και οι τηλεφωνικές συνεντεύξεις παρουσιάζουν ολοένα αυξανόμενο αριθμό επιλεγέντων μελών του δείγματος που αρνούνται να απαντήσουν ή/και δίνουν συνειδητά λάθος απαντήσεις, είτε επειδή δεν επιθυμούν να φανερώσουν τις προτιμήσεις τους είτε επειδή η αντιπάθεια προς τις εταιρείες δημοσκοπήσεων και τα τηλέφωνα στο σπίτι είναι πλέον διαδεδομένη. Αλλά το μέρος του δείγματος που αρνείται να απαντήσει, στη συνέχεια ανάγεται αναλογικά στα αποτελέσματα από τον δημοσκόπο. Έτσι, χάνεται η μεροληψία που υπάρχει προς τις δυνατές επιλογές από έναν που δεν απαντά, και αντικαθίσταται με αμεροληψία ή ακόμα καλύτερα, με την μεροληψία του μέρους του δείγματος που τελικά επιλέγει να απαντήσει. Στην καλύτερη περίπτωση, ο δημοσκόπος θα κάνει ετσιθελικές μπακαλίστικες διορθώσεις, χωρίς καμία επιστημονική βάση, εκ των υστέρων, προκειμένου να προσαρμόσει το αποτέλεσμα σε αυτό που αισθάνεται ότι είναι πιο στρογγυλό. Τέταρτον, ακόμα και η πρόσβαση στα τηλέφωνα έχει μεταβληθεί σε καιρούς έντονης οικονομικής κρίσης. Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε, αλλά νομίζουμε ότι τα παραπάνω είναι αρκετά. Άλλωστε θέλουμε να τραβήξουμε την προσοχή σε ένα άλλο σοβαρό ζήτημα, αυτό της χρήσης των δημοσκοπήσεων ως εργαλείου διαμόρφωσης της κοινής γνώμης.

Ότι οι δημοσκοπήσεις θέτουν στους ερωτώμενους διλήμματα τα οποία, στην καλύτερη περίπτωση, είναι εκείνα που απασχολούν αυτούς που παρήγγειλαν τη δημοσκόπηση (π.χ. παραμονή στην ευρωζώνη ή όχι κατά το πρόσφατο δημοψήφισμα) και στη χειρότερη, είναι εκείνα που επιλέγουν τα επιτελεία των κομμάτων ως άξονες της εκστρατείας τους (π.χ. το «καινούργιο» εναντίον του «παλιού» στις τωρινές εκλογές), αυτό είναι ολοφάνερο. Επομένως, οι δημοσκοπήσεις χρησιμοποιούνται συστηματικά για να τραβήξουν την προσοχή του εκλογικού σώματος σε διλήμματα στα οποία επιδιώκεται να κατευθυνθεί ο προβληματισμός και στα οποία η απάντηση είναι ευκολότερο να καθοδηγηθεί από τις τρέχουσες αφηγήσεις των ΜΜΕ, των κομμάτων που εκπροσωπούν το κυρίαρχο μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων, και από όλους τους άλλους ιδεολογικούς μηχανισμούς που επιστρατεύονται προκειμένου να διαμορφώσουν «ορθές» απόψεις στους πολίτες, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των εκλογών, αλλά και πριν και μετά από αυτές. Περιττό να πούμε ότι τα διλήμματα αυτά, όταν δεν είναι ψευτοδιλήμματα, οπωσδήποτε αντανακλούν την πραγματικότητα με τρόπο παραμορφωτικό. Κλασσικό παράδειγμα το δίλημμα επιλογής μεταξύ ευρώ ή δραχμής ως εθνικού νομίσματος. Άλλωστε, πόσες φορές δε σας έτυχε να μη μπορείτε να απαντήσετε σε ένα ερωτηματολόγιο επειδή διαφωνούσατε με τις ερωτήσεις που μπαίνανε ή θεωρούσατε ότι υπάρχουν και άλλες, μη προσφερόμενες εναλλακτικές;

Εδώ όμως βρίσκεται και μια σημαντικότατη διαφορά μεταξύ ενός τέτοιου στημένου σκηνικού σε μια δημοσκόπηση που αφορά Δημοψήφισμα από μια δημοσκόπηση που αφορά Εκλογές. Στο πρόσφατο Δημοψήφισμα, που πήρε άμεσα ταξικά χαρακτηριστικά, εισέβαλαν στη σκηνή μάζες απελπισμένων ή και εξαγριωμένων πολιτών που αγνόησαν μαζικά το σκηνικό που είχαν στήσει τα ΜΜΕ, τα καθεστωτικά κόμματα, οι διάφοροι ιδεολογικοί μηχανισμοί (ελεγχόμενα συνδικάτα, εκκλησία, κ.ο.κ.). Αυτό έφερε τις δημοσκοπικές εταιρείες, που συμμετείχαν με τον καθιερωμένο τρόπο στο στήσιμο του όλου σκηνικού, σε ευθεία αντίθεση με το εκλογικό σώμα. Οι κάθε είδους διαμορφωτές της κοινής γνώμης δεν μπόρεσαν να περιθωριοποιήσουν τις μάζες αυτές, κυρίως επειδή το δίλημμα ήταν πολύ απλό και γι΄ αυτό δύσκολο να το «χειριστούν»: ΝΑΙ ή ΟΧΙ. Η απόπειρα που έκαναν λυτοί και δεμένοι όλοι, από την Μέρκελ και τον Γιούνκερ μέχρι τα κανάλια, τα κόμματα, τους δημοσκόπους και κάθε λογής ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, προσανατολίζοντας το δίλημμα σε ΝΑΙ ή ΟΧΙ στην Ευρώπη, δεν μπόρεσε να σταθεί λόγω ακριβώς της απλής ερμηνείας που δεχόταν: ΝΑΙ στη συνέχιση της αφόρητης κατάστασης ή ΟΧΙ, να σταματήσει;

Το σκηνικό όμως που στήνεται στην εκλογική αναμέτρηση σπρώχνει ένα σημαντικό μέρος των μέχρι πρόσφατα περιθωριοποιημένων μαζών, τμημάτων συνθλιβομένων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, ξανά στο περιθώριο και στην αποχή. Δεν υπάρχει τώρα ένα απλό σημείο αναφοράς που να λειτουργήσει ως πόλος συσπείρωσης. Σε κανονικές συνθήκες, το ρόλο αυτό όφειλε να παίζει ένα πρωτοπόρο κόμμα ή ένα μέτωπο πολιτικών εκφραστών των θιγομένων τάξεων και στρωμάτων, που δυστυχώς δεν υπάρχει και η Ελληνική κοινωνία θα πληρώνει την έλλειψή του μέχρι να μπορέσει να σχηματιστεί.

Αλλά τι σχέση έχουν αυτά με το ρόλο των δημοσκοπήσεων ως μηχανισμών (συν)διαμόρφωσης της «κοινής γνώμης»; Πολύ απλά, αν στόχος των δημοσκοπήσεων είναι να εκτιμήσουν τις επιλογές του εκλογικού σώματος, αυτό επιτυγχάνεται πολύ ευκολότερα στην περίπτωση ενός δημοψηφίσματος από ότι στην περίπτωση μιας εκλογικής αναμέτρησης. Αλλά όμως, αν στόχος των δημοσκοπήσεων είναι ο επηρεασμός της κοινής γνώμης, τότε αυτό επιτυγχάνεται πολύ ευκολότερα στην περίπτωση μιας εκλογικής αναμέτρησης από ότι στην περίπτωση ενός δημοψηφίσματος.