του Γιώργου Κατσίγιαννη - Εφημερίδα Παραπολιτικά

Σαν πολιτικοί κομπάρσοι στο σκηνικό ενός ανερχόμενου δικομματισμού, με κεντρικούς πρωταγωνιστές τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη και τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, φαντάζουν πλέον οι ηγεσίες των κομμάτων του χώρου της Κεντροαριστεράς, μετά και τις αποτυχημένες συνεννοήσεις ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι για τη συγκρότηση του περίφημου τρίτου πόλου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης. Το παζάρι έχει ήδη ξεκινήσει και όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι τα «ιμάτια» της Κεντροαριστεράς διαμοιράζονται στους δύο κυρίαρχους πόλους του πολιτικού συστήματος, τη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα η «αποψίλωση» των κομμάτων του χώρου (ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΔΗΜ.ΑΡ., Ενωση Κεντρώων και ΚΙΔΗΣΟ) να καθίσταται μη αναστρέψιμη στην πορεία προς τις επόμενες εθνικές εκλογές. Μάλιστα, η προοπτική της περαιτέρω δημοσκοπικής συρρίκνωσης και σύνθλιψής τους στις μυλόπετρες του νέου δικομματισμού έχει ενεργοποιήσει το ένστικτο επιβίωσης σε πρόσωπα ή ομάδες που εσχάτως επιχειρούν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στα πολιτικά δρώμενα, με την ελπίδα να τύχουν της προσοχής της Συγγρού ή της Κουμουνδούρου.

Η διαδικασία της «τεχνητής επανασυγκόλλησης» της κατακερματισμένης Κεντροαριστεράς έκλεισε με άκομψο τρόπο τον κύκλο της το περασμένο Σαββατοκύριακο, όταν ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, αντί να παραβρεθεί στις εργασίες της Εθνικής Συνδιάσκεψης της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, προτίμησε να είναι κεντρικός ομιλητής στο συνέδριο της Δράσης, στέλνοντας στην εκδήλωση της Χ. Τρικούπη τον εκπρόσωπο Τύπου του κόμματος, Δημήτρη Τσιόδρα.

Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια να προκληθούν «βολικές παρεξηγήσεις» μεταξύ των δύο κομμάτων. Ακολούθησε ανταλλαγή φαρμακερών διαρροών αναφορικά με το ποιος έφερε την ευθύνη της λάθος συνεννόησης, που «οδήγησε» τον κ. Θεοδωράκη σε εκδήλωση άλλου κόμματος από αυτό με το οποίο, υποτίθεται, εδώ και μήνες έχει ανοίξει διάλογο, οργανώνοντας επιτροπές για την εκπόνηση κοινού σχεδίου δράσης και προγραμματικών θέσεων. Βεβαίως, όσοι παρακολουθούσαν επισταμένως τις εξελίξεις στον χώρο της Κεντροαριστεράς είχαν εγκαίρως επισημάνει ότι ο διάλογος που είχε ξεκινήσει ήταν προσχηματικός, υπονομευόταν συστηματικά από όλες τις ηγεσίες του χώρου και εντέλει ετεροκαθοριζόταν από τις μεγάλες δυνάμεις του πολιτικού σκηνικού - υπό την έννοια ότι οι «μικροί» της κεντρώας γης έπρεπε να καταστήσουν σαφή την κυβερνητική τους κατεύθυνση σε επίπεδο συνεργασιών.

Ταυτόχρονα, η ηγεσία τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και του Ποταμιού έπρεπε να «διαχειριστεί» τις επιμέρους εσωκομματικές κρίσεις, καθώς, πριν ακόμη ξεκινήσει το εγχείρημα για τη συγκρότηση του τρίτου πόλου, ήδη είχε αρχίσει να ξηλώνεται το εσωκομματικό πουλόβερ. Στο ΠΑΣΟΚ με τη διαγραφή του βουλευτή Λεωνίδα Γρηγοράκου από την Κ.Ο. και στο Ποτάμι με την ανεξαρτητοποίηση του Χάρη Θεοχάρη.

Την ίδια περίοδο, η μεν Φώφη Γεννηματά δεχόταν πιέσεις από τον Ευάγγελο Βενιζέλο να μην απευθύνει προσκλητήριο συνεργασίας στον Γιώργο Παπανδρέου και να μην ξεκινήσει «φλερτ» με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ο δε Στ. Θεοδωράκης έκανε τον «εσωκομματικό διαιτητή» ανάμεσα σε αυτούς που του έλεγαν να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ και τις άλλες δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, όπως οι Σπύρος Λυκούδης και Γρηγόρης Ψαριανός, μαζί με τον ευρωβουλευτή Σπύρο Δανέλλη, και τους άλλους που ψήφιζαν συνεργασία με τη Ν.Δ. - εκτός από τον Χ. Θεοχάρη, επρόκειτο για τους βουλευτές Ιάσονα Φωτήλα, Γιώργο Αμυρά και Αχμέτ Ιλχάν.

Με βάση τα παραπάνω, τα πρώτα σημάδια αποσύνθεσης ήταν εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθούν με τον «φερετζέ» του ρομαντικού αφηγήματος περί ενοποίησης του κεντροαριστερού χώρου. Ως αποτέλεσμα, και οι ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού εκτέθηκαν ανεπανόρθωτα από το ναυάγιο ενός σχεδίου που απλώς χρησιμοποίησαν για να κερδίσουν χρόνο και να υπερβούν περιστασιακά τα υπαρκτά εσωκομματικά τους προβλήματα, τα οποία τους άγγιζαν και σε προσωπικό επίπεδο - δεδομένου ότι αμφισβητήθηκαν και αμφισβητούνται οι ηγετικές τους ικανότητες από στελέχη των κομμάτων τους. Ηδη στο ΠΑΣΟΚ την επομένη του φιάσκου της Εθνικής Συνδιάσκεψης θέλησαν να κάνουν αισθητή την ηγετική τους ετοιμότητα δύο κορυφαία στελέχη του κόμματος, ο πρώην υπουργός Πολιτισμού Παύλος Γερουλάνος και ο ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης. Αμφότεροι χρέωσαν στην ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη λάθη σε στρατηγικό επίπεδο και έλλειψη ουσιαστικής πολιτικής πρότασης.

Αλλά ακόμη και στην Ενωση Κεντρώων, στην οποία υποτίθεται ότι ο Βασίλης Λεβέντης έχει δώσει σήμα για συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ και παρασκηνιακά το σενάριο αυτό μεγεθύνεται από κυβερνητικούς κύκλους πέριξ του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος, υπάρχουν διχογνωμίες για το εάν το κόμμα πρέπει να κινηθεί προς τον Αλέξη Τσίπρα ή τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο δε βουλευτής της Ενωσης Κεντρώων και γιος του προέδρου του κόμματος, Μάριος Γεωργιάδης, ανήκει στην κατηγορία εκείνων που θεωρούν εαυτούς εγγύτερα της «γαλάζιας» παράταξης.

Υπερέχουν οι «δεξιόφιλοι»

Με γνώμονα τη δυναμική των εξελίξεων, που προδιαγράφει ότι οι επόμενες εθνικές εκλογές θα διεξαχθούν στη βάση ενός ισχυρού πολιτικού διπόλου, με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Ν.Δ., σε όλα τα μικρότερα κόμματα, εντός και εκτός Κοινοβουλίου, σχηματοποιούνται ομάδες υπέρ της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης. Στο παρασκήνιο διαμορφώνονται οριζόντιες συμμαχίες μέσα από την υπόγεια κινητικότητα προσωπικοτήτων που επανακάμπτουν ως επικεφαλής κινήσεων με προμετωπίδα το μεταρρυθμιστικό και τεχνοκρατικό τους κεφάλαιο ή, από την άλλη, ως φορείς μιας προοδευτικής και ριζοσπαστικής κυβερνώσας Αριστεράς, με ευρωπαϊκό πρόσημο. Σε ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι, ΔΗΜ.ΑΡ., Ενωση Κεντρώων, ΚΙΔΗΣΟ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις υπάρχουν οι «αριστερόφιλες» και «δεξιόφιλες» ομάδες, που συνθέτουν το μεταπολιτευτικό μωσαϊκό του «υπαρκτού διχασμού» στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Κεντροδεξιών αποκλίσεων θεωρούνται οι εν ενεργεία βουλευτές Ευάγγελος Βενιζέλος, Ανδρέας Λοβέρδος, Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, Εύη Χριστοφιλοπούλου, καθώς και ο ανεξάρτητος βουλευτής Λεωνίδας Γρηγοράκος.

Επίσης, οι πρώην υπουργοί Αννα Διαμαντοπούλου, Αλέκος Παπαδόπουλος, Γιώργος Φλωρίδης, Γιάννης Ραγκούσης, Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, Θεόδωρος Πάγκαλος, Τάσος Γιαννίτσης, καθώς και ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Πολλοί εκ των προαναφερθέντων, κυρίως αυτοί που έχουν αποστασιοποιηθεί από το ΠΑΣΟΚ και δεν μετέχουν σε όργανα, βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή με το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, ο οποίος από το βήμα του συνεδρίου της Δράσης το προηγούμενο Σαββατοκύριακο έδειξε ότι υπάρχει πεδίο συνεννόησης με τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις του φιλελευθερισμού. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, οι κεντροδεξιών αποκλίσεων πρώην υπουργοί του ΠΑΣΟΚ θα «πέσουν να πιάσουν τον σταυρό» στον «ποταμό» του κ. Θεοδωράκη πριν φτάσουν στο σημείο των προχωρημένων συνομιλιών με τη Ν.Δ. Κάτι τέτοιο θα το ήθελε και ο επικεφαλής του Ποταμιού, ο οποίος σε συνεργασία με τη Δράση και πρώην υπουργούς του ΠΑΣΟΚ και με τις σιωπηρές ευλογίες του Κ. Σημίτη ελπίζει ότι μπορεί να έχει στήσει μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές τον τρίτο κεντρώο πόλο, δίχως «αριστερά» λογότυπα στην προβολή των θέσεών του. Δηλαδή, ένα άλλο συνεργατικό κίνημα.

«Αριστεροί» στα κάγκελα

Στον αντίποδα των «δεξιόφιλων» βρίσκεται το «κόμμα» των «αριστερόφιλων» του ΠΑΣΟΚ και του ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου, που υψώνει τείχη προς τη Δεξιά και πλέον βλέπει προς τον ΣΥΡΙΖΑ τη λύση των υπαρξιακών του προβλημάτων. Η ίδια η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, παρά το γεγονός ότι παλεύει να κρατήσει ανεπηρέαστη την εναπομείνασα οντότητά της, προκρίνει τον δρόμο της αριστερής στροφής. Εφόσον βεβαίως μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές η Φώφη Γεννηματά έχει διασφαλίσει την παραμονή της στην ηγεσία και δεν έχει βρεθεί αντιμέτωπη με επίδοξους διεκδικητές της -όπως είναι η γενιά των σαραντάρηδων, με τον Ν. Ανδρουλάκη και την Εύα Καϊλή, ή ο «κοινής αποδοχής» σε «παπανδρεϊκούς» και «βενιζελικούς» κύκλους Παύλος Γερουλάνος-, θα προβάλλει παντοιοτρόπως το στίγμα της προοδευτικής Αριστεράς.

Υποστηρικτές της λογικής το ΠΑΣΟΚ να επιστρέψει στα «νάματα» του σοσιαλισμού, ακόμη και αν χρειαστεί να αναγνωρίσει την πρωτοκαθεδρία του κ. Τσίπρα στον χώρο της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, είναι οι πρώην υπουργοί Κώστας Λαλιώτης, Κώστας Σκανδαλίδης, Δημήτρης Ρέππας, Μιχάλης Καρχιμάκης, Φίλιππος Σαχινίδης και πολλοί ακόμη που κινούνται μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΚΙΔΗΣΟ, παρά το γεγονός ότι ο κ. Παπανδρέου καταλογίζει στην κ. Γεννηματά σοβαρές ευθύνες για τον τρόπο που χειρίστηκε το θέμα της συνεργασίας των κεντροαριστερών δυνάμεων.