Το «επαναλαμβανόμενο έγκλημα» που γίνεται στην Υγεία εδώ και δεκαετίες κατήγγειλε ο επικεφαλής του Ποταμιού στην τοποθέτησή του από το βήμα της Βουλής στη συζήτηση για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για την Υγεία.

«Ο κ. Κουρουμπλής που φαίνεται να σας χωρίζει είναι αυτός που σας ενώνει. Υπήρξε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Υγείας επί ΠΑΣΟΚ, για 3 χρόνια ήταν ο πρώτος υπουργός υγείας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ! 93 – 2016, 23 χρόνια ενός επαναλαμβανόμενου εγκλήματος», τόνισε ο Σταύρος Θεοδωράκης ενώ μιλώντας για το πόσο πρέπει να προχωρήσει η έρευνα της εξεταστικής είπε ότι πρέπει να γίνει «χωρίς χρονικούς περιορισμούς». Πρόσθεσε ότι δεν πρέπει να «μετατραπεί και αυτή η εξεταστική επιτροπή σε μια αρένα για επικοινωνιακά σόου».

Αναφερόμενος στο πρόσφατο ταξίδι στη Ρόδο και την Κω περιέγραψε την εμπειρία του από τα νησιά του νοτίου Αιγαίου και τα σοβαρά προβλήματα που του περιέγραψαν οι πολίτες των νησιών. Μίλησε επίσης για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία των νησιών με τις ελλείψεις προσωπικού και ιατρικών ειδικοτήτων. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά «δεκαεπτά μικρά νησιά στο Αιγαίο δεν είχαν το καλοκαίρι αγροτικό ιατρό. Αλλά δεν είναι μόνο στα σύνορα. Τα περισσότερα Κέντρα Υγείας δεν έχουν καρδιολόγους, παιδιάτρους, ορθοπεδικούς, μικροβιολόγους».

«Στις δεκαετίες των μεγάλων πάρτι κάποιοι θησαύριζαν και παντού είχε χαθεί το μέτρο. Η υγεία κατακλείστηκε από πιράνχας και ασπόνδυλα», είπε χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του Ποταμιού στην ομιλία του και συνέχισε λέγοντας ότι «όλοι μιλούν για τον φόνο αλλά κανείς δεν είδε το δολοφόνο».

Υποβάλλοντας συγκεκριμένες προτάσεις για το σύστημα υγείας είπε ότι «πρέπει ο κάθε πολίτης να έχει το ιατρικό του φαρμακευτικό ηλεκτρονικό μητρώο. Πρέπει επιτέλους να υπάρξει υγειονομικός και νοσοκομειακός χάρτης. Δεν μπορεί να υπάρχουν νομοί με 3 λειψά νοσοκομεία και όλοι να έρχονται στην πρωτεύουσα για να βρουν γιατρό».

Ο επικεφαλής του Ποταμιού αναφέρθηκε και στην περίοδο της κρίσης στη διάρκεια της οποίας «18.000 Έλληνες γιατροί έφυγαν στο εξωτερικό. Το 2015 έφυγαν 1.500 γιατροί για να εργαστούν και 500 για να αποκτήσουν ειδικότητα».