Τον στόχο το 50% της παραγόμενης ενέργειας στην Ελλάδα να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030 επανέλαβε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στο Παρίσι, όπου ταξίδεψε για να λάβει μέρος στην Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για το κλίμα.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός υποστήριξε ότι η χώρα μας είναι σε μία τοποθεσία στον πλανήτη που έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, αφού υπάρχει η δυνατότητα να αξιοποιήσει τον ήλιο, το νερό, τον αέρα για την παραγωγή ενέργειας και να συμβάλει με αυτό τον τρόπο, στο πλαίσιο που της αναλογεί, στη μεγάλη προσπάθεια για τερματισμό του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής.

Όπως ανέφερε ο πρωθυπουργός, «η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει προχωρήσει αργοπορημένα σε σχέση με το ότι θα έπρεπε να είχε συνειδητοποιήσει πολύ νωρίτερα τις αναγκαίες αλλαγές για την κλιματική αλλαγή, αλλά έχει προχωρήσει το τελευταίο διάστημα με γοργούς ρυθμούς. Πιάνουμε τους στόχους του 2020 σε σχέση με τις δεσμεύσεις μας και είμαστε απολύτως αισιόδοξοι ότι θα πιάσουμε και τον στόχο του 2030».

Με δεδομένη την ανατροπή από τις αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ για αποχώρηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τις συμφωνηθείσες δεσμεύσεις για την αλλαγή του κλίματος στον πλανήτη, ο κ. Τσίπρας υποστήριξε ότι η Ε.Ε. είναι η ατμομηχανή για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να προστατέψουν τον πλανήτη και τις επόμενες γενιές από την κλιματική αλλαγή, ενώ έκανε αναφορά και στις αποφάσεις Τραμπ, αναφέροντας χαρακτηριστικά:

«Δυστυχώς δεν ακολούθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ομως, πιστεύω ότι σ' αυτή την κοινή προσπάθεια που αφορά τη δέσμευσή μας απέναντι στις επόμενες γενιές δεν περισσεύει κανείς και δεν είναι ποτέ αργά για να αναθεωρήσουν όλοι τις θέσεις τους και τις πράξεις τους, προκειμένου όλοι μαζί να δεσμευτούμε ότι θα προστατεύσουμε το μέλλον αυτού του πλανήτη, ότι θα προστατεύσουμε το μέλλον των επόμενων γενεών».

Στη σύνοδο, ηγέτες χωρών και επικεφαλής κυβερνήσεων από χώρες όλου του κόσμου επαναβεβαίωσαν τις δεσμεύσεις για την προστασία του πλανήτη στο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής. Οι δεσμεύσεις αυτές είχαν αναληφθεί και πάλι στο Παρίσι πριν από δύο χρόνια, ωστόσο δεν ακολούθησαν όλες οι χώρες τα συμφωνηθέντα.

*Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθερία του Τύπου», 13/12/2017