Σε µια κίνηση υψηλού ρίσκου, που διχάζει ακόµα και το ίδιο το κυβερνητικό στρατόπεδο, αποφασίστηκε τελικά η συγκρότηση της Προκαταρκτικής Επιτροπής για τη διερεύνηση των ευθυνών που έχουν τα πολιτικά στελέχη που εµφανίζονται στη δικογραφία για την υπόθεση της Novartis.

Το έντονο άρωµα ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής και η αναταραχή στο πολιτικό σκηνικό προκαλούν προβληµατισµό και τη γενικότερη αίσθηση ολοκληρωτικού «πολέµου» µεταξύ των κοµµάτων, σε µια στιγµή που η χώρα χρειάζεται πολιτική συναίνεση, καθώς τόσο τα εθνικά όσο και τα οικονοµικά θέµατα βρίσκονται σε κρίσιµη καµπή.

Αρκετά κυβερνητικά στελέχη εµφανίζονται προβληµατισµένα από την πολιτική επένδυση της κυβέρνησης στο σκάνδαλο της Novartis, καθώς αντιλαµβάνονται ότι το επόµενο διάστηµα θα πρέπει να υπάρξουν συγκεκριµένα στοιχεία που να αποδεικνύουν, µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την εµπλοκή των πολιτικών στελεχών, αλλιώς αυτό που θα επικρατήσει στην κοινή γνώµη θα είναι το σενάριο της σκευωρίας.

Εξ αρχής, ο πρόεδρος της Βουλής, Νίκος Βούτσης, ο υπουργός Εσωτερικών, Πάνος Σκουρλέτης, ο πρώην υπουργός ∆ικαιοσύνης, Νίκος Παρασκευόπουλος, και οι βουλευτές Νίκος Φίλης και Νίκος Ξυδάκης είχαν εκφράσει την άποψη ότι, για να προχωρήσει κοινοβουλευτικά αλλά και δικαστικά η υπόθεση, θα πρέπει να είναι καλά «δεµένη», προκειµένου να µη δοθεί η εντύπωση στην κοινωνία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προχωράει σε κινήσεις εκδικητικού χαρακτήρα, προκειµένου να αντιµετωπίσει τους πολιτικούς του αντιπάλους.

Από την άλλη πλευρά, οι παροικούντες το Μέγαρο Μαξίµου, δηλαδή ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο στενός του συνεργάτης του Νίκος Παππάς, ο ∆ηµήτρης Τζανακόπουλος, ο Σταύρος Κοντονής, ο ∆ηµήτρης Παπαγγελόπουλος και ο Παύλος Πολάκης έλεγαν ότι, µε βάση τα στοιχεία του FBI και τη δικογραφία η οποία έχει σχηµατιστεί, µπορεί να προχωρήσει η διαδικασία της Προκαταρκτικής Επιτροπής. Βασικό επιχείρηµα στις αλλεπάλληλες συσκέψεις που έγιναν για το θέµα αυτό ήταν ότι η ιστορία ήταν «δεµένη» από τις αµερικανικές υπηρεσίες και, άρα, τα περιθώρια λάθους ήταν µηδαµινά.  

ΠΟΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

 Ο προβληµατισµός βρισκόταν κυρίως στον µεγάλο αριθµό των πολιτικών προσώπων που συµπεριλαµβάνονται στη δικογραφία, καθώς κάποιοι θεωρούσαν ότι, εάν ήταν λιγότερα, τότε και οι αντιδράσεις των κοµµάτων τους θα ήταν περιορισµένες και η ιστορία πιο βατή. Μάλιστα, υπενθύµιζαν την παραποµπή του Ανδρέα Παπανδρέου το 1989, όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε στο πλευρό του και τον Χαρίλαο Φλωράκη και τον Λεωνίδα Κύρκο, αλλά ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ στη συνέχεια δικαιώθηκε, κερδίζοντας τις εκλογές.

Ωστόσο, το επιχείρηµα που κυριάρχησε ήταν ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να κάνει το αναγκαίο βήµα προκειµένου να διερευνηθεί σε βάθος µια υπόθεση που αποδεδειγµένα και σε διεθνές επίπεδο αναγνωρίζεται ως «µέγα σκάνδαλο», αλλιώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχανε το βασικό του αφήγηµα, που αφορά την κάθαρση της πολιτικής ζωής. Είναι, πάντως, χαρακτηριστικό ότι ο Νίκος Βούτσης εκ της θέσεώς του προσπάθησε να κατεβάσει τους τόνους, λέγοντας όλες τις τελευταίες ηµέρες ότι τα πολιτικά πρόσωπα δεν είναι κατηγορούµενοι, αλλά απλώς εµπλεκόµενοι στην υπόθεση, ενώ και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επεσήµαιναν, ακόµα και δηµοσίως, ότι σύντοµα θα πρέπει να υπάρξουν σηµαντικά στοιχεία προκειµένου ο ΣΥΡΙΖΑ να µη χρεωθεί πολιτικές διώξεις.

Μετρώντας τις αντιδράσεις που υπήρχαν -ακόµα και για κάποια πρόσωπα που εµφανίζονται στην υπόθεση-, το Μέγαρο Μαξίµου αποφάσισε να «δεσµεύσει» τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ στην ψηφοφορία, ωστόσο υιοθέτησε την τακτική των χαµηλών τόνων και της πολιτικής αντιπαράθεσης, αφήνοντας τα δικαστικά θέµατα για τις αρµόδιες Αρχές. Αντίθετα, δηλαδή, µε ό,τι πίστευαν κάποιοι, επί της ουσίας της υπόθεσης επιλέχθηκαν να µιλήσουν οι αρµόδιοι υπουργοί ∆ικαιοσύνης και Υγείας, ενώ όλα τα άλλα στελέχη έδωσαν το πολιτικό περίγραµµα της υπόθεσης αυτής, όπως, άλλωστε, έκανε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός.  

ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ

Στόχος αυτής της τακτικής ήταν στην πραγµατικότητα να αποδοµηθεί στην πράξη το επιχείρηµα της αντιπολίτευσης περί συνωµοσίας. Ταυτόχρονα, οι πληροφορίες λένε ότι έγιναν αποδεκτές και κάποιες από τις σκέψεις του Νίκου Βούτση, ο οποίος επέµενε ότι η διαδικασία αυτή δεν θα πρέπει να φέρει τα πράγµατα στα άκρα, καθώς θα τραυµατιζόταν ανεπανόρθωτα η κοινοβουλευτική διαδικασία. Στελέχη της κυβέρνησης έλεγαν, πάντως, ότι ο Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε, µέσα από την οµιλία του, να φέρει σε δύσκολη θέση τον πρόεδρο της Ν.∆., βάζοντάς τον στην πραγµατικότητα να επιλέξει εάν θα συστρατευθεί µε τον Αντ. Σαµαρά ή θα προχωρήσει σε κάθαρση στο κόµµα του.

«Η ανάληψη πολιτικής ευθύνης για το οµολογηµένο πλέον σκάνδαλο Novartis ήταν το ελάχιστο που µπορούσε να κάνει ο κ. Μητσοτάκης. Αντί αυτού, έµεινε να ακούγεται ως παράφωνη ηχώ του κ. Σαµαρά», σηµείωναν χαρακτηριστικά κυβερνητικά στελέχη.

Οι ίδιοι άνθρωποι επεσήµαιναν, ακόµα, πως «σε σχέση µε τις τυχόν ποινικές ευθύνες, για τις οποίες έσπευσε η Ν.∆. να κάνει λόγο για “παραδοχή σαθρού υποβάθρου”, τη συµβουλεύουµε να µην προτρέχει. Οσο πιο πολλή φόρα παίρνει, τόσο πιο σφοδρή θα είναι η πρόσκρουση όταν η Προκαταρκτική επιτελέσει το έργο της. Και τότε ίσως να µην αρκεί για τη Ν.∆. η ετεροχρονισµένη ανάληψη της πολιτικής ευθύνης», σχολίαζαν οι ίδιοι κύκλοι. Ακόµα, έλεγαν ότι διόλου τυχαίο ήταν το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός στην οµιλία του έκανε σύγκριση των χειρισµών του Κυριάκου Μητσοτάκη µε ό,τι είχε πράξει ο Ανδρέας Παπανδρέου για το σκάνδαλο Κοσκωτά και ο Κώστας Καραµανλής για την υπόθεση του Βατοπαιδίου, οι οποίοι, όπως σηµείωσε, σήκωσαν το πολιτικό βάρος.

«Αντί µε θάρρος και παρρησία να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη που τους αναλογεί και να δηλώσουν την εµπιστοσύνη τους στην ελληνική ∆ικαιοσύνη για τη διερεύνηση της υπόθεσης, έχουν εξαπολύσει µια πρωτοφανή επίθεση κατατροµοκράτησης, εκφοβισµού και λυσσαλέας παρέµβασης στο έργο των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών», επεσήµανε ο Αλέξης Τσίπρας, δίνοντας το στίγµα της κριτικής που ασκεί στο κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης.    

Το δίλημμα και τα τερτίπια για την παραγραφή

Ενηµερωµένες πηγές στα νοµικά ζητήµατα τόνιζαν πως θεωρείται δεδοµένο ότι η Προκαταρκτική Επιτροπή θα καταλήξει στο συµπέρασµα της παραγραφής για το αδίκηµα της απιστίας. Οσον αφορά τη δωροδοκία και τη δωροληψία, αναµένεται να εξετάσει πολύ σοβαρά το ενδεχόµενο να µην έχει παραγραφεί, καθώς, όπως έχει τονίσει επανειληµµένα ο ∆ηµήτρης Παπαγγελόπουλος, είναι ένα αδίκηµα που δεν τελείται κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπουργού.

Σε αυτή την περίπτωση, ο φάκελος θα σταλεί πίσω στη ∆ικαιοσύνη. Τον δρόµο της ∆ικαιοσύνης έδειξε, πάντως, και ο εισηγητής -επί της υπόθεσηςτου ΣΥΡΙΖΑ και πρώην υπουργός ∆ικαιοσύνης Νίκος Παρασκευόπουλος, λέγοντας ότι «χρειάζεται Προκαταρκτική γιατί η αρµοδιότητα της Βουλής προκύπτει µόνο αν οι πράξεις τελέστηκαν κατά την άσκηση καθηκόντων. Αυτό πρέπει να εξετάσει η Βουλή.

Εκεί είτε θα προκύψει εξάλειψη του αξιοποίνου είτε θα προκύψει ότι δεν έχουν τελεστεί κατά την άσκηση καθηκόντων και, ως εκ τούτου, ο φάκελος θα πρέπει να επιστραφεί στη ∆ικαιοσύνη. Αυτό είναι το δίληµµα. Το δίληµµα δεν είναι ευπρόσδεκτο. Εµείς θα θέλαµε να ασχοληθούµε», κατέληξε.  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018