Γίνεται μουσείο το κτήριο της Βιοτεχνίας Ελληνικών Μαντηλιών στο Μεταξουργείο
Πρόκειται, για ένα κτήριο που κουβαλά ιστορία 130 ετών, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μοναδική τέχνη του σταμπωτού υφάσματος
Το ιστορικό κτήριο του Τυποβαφικού Εργαστηρίου με την επωνυμία «Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών (ΒΕΜ)» στην οδό Πλαταιών στο Μεταξουργείο, επισκέφθηκε χτες η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη συνοδευόμενη από κλιμάκιο στελεχών του ΥΠΠΟΑ.
Πρόκειται, για ένα κτήριο που κουβαλά ιστορία 130 και πλέον ετών, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μοναδική τέχνη του σταμπωτού υφάσματος. Οι μηχανές του εργαστηρίου δούλευαν ασταμάτητα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄90, και παρήγαγαν, με τη μοναδική τεχνική, σταμπωτά μαντήλια κεφαλής.
Το 2003 το ΥΠΠΟΑ ενέκρινε την απ΄ ευθείας εξαγορά του μηχανολογικού και κινητού εξοπλισμού του εργαστηρίου και ακολούθησε η καταγραφή και φύλαξη του πολύτιμου υλικού. Το κτήριο, ιδιοκτησίας της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, παραχωρήθηκε για χρήση στο ΥΠΠΟΑ το 1999. Είχε προηγηθεί, το 1995 η κήρυξή του ως διατηρητέου μνημείου μαζί με τον μοναδικό εξοπλισμό του και τα λοιπά κινητά αντικείμενα, διότι αποτελούσε μοναδικό δείγμα τυποβαφικού εργαστηρίου σταμπωτών παραδοσιακών μαντηλιών στην Ελλάδα, με συνεχή λειτουργία επί 100 χρόνια. Η «Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών ΒΕΜ Ο.Ε.», κατασκεύαζε τα παραδοσιακά μαντήλια κεφαλής για όλες τις περιοχές της Ηπειρωτικής και Νησιωτικής Ελλάδας, αλλά και για τα μοναστήρια της χώρας.
Το τελευταίο Καλεμκερείον άρχισε τη λειτουργία του στη Σύρο, από τον Ηρακλή Οικονομόπουλο και τα τέσσερα αδέλφια του. Η λέξη καλεμκερί είναι τουρκικής προέλευσης και σύνθετη (καλέμ=κάλαμος και κιαρ=εργασία) και σήμαινε το γυναικείο και ζωγραφισμένο στο χέρι μαντήλι.
Το 1895 το Καλεμκερείον μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στην οδό Πλαταιών 38. Επέλεξαν το χώρο γιατί διέθετε πηγάδι, και το νερό αποτελούσε κύριο συστατικό για τη βαφή. Εκεί λειτούργησε μέχρι το 1997, διατηρώντας την παραδοσιακή διαδικασία, με μόνη αλλαγή, το πέρασμα από τα ξύλινα καλούπια και τις σφραγίδες -φτιαγμένες από ξύλο φλαμουριάς- στη μεταξοτυπία. Την περίοδο 1935-1940 με προτροπή της Δόρας Στράτου, ο Γιάννης Τσαρούχης δημιούργησε σχέδια με ελληνική θεματολογία, με εξαίρετα αποτελέσματα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Η κατάσταση του κτηρίου σήμερα δεν είναι καλή. Η ευτελής στέγαση του προαύλιου χώρου (με στέγαστρα από λαμαρίνες και λοιπά πρόχειρα υλικά), είναι υπό κατάρρευση, εκθέτοντας το χώρο στις καιρικές συνθήκες και επιτρέποντας περαιτέρω φθορές στους φέροντες τοίχους, στα φύλλα επικάλυψης των διαδρομών, καθώς και στα λοιπά μεταλλικά στοιχεία (δοκούς, πόρτες κλπ).
Η Υπουργός ζήτησε από την Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων να φροντίσει άμεσα τον καθαρισμό του χώρου, προκειμένου να ξεκινήσουν οι αναγκαίες μελέτες συντήρησης, αποκατάστασης και αξιοποίησης του μοναδικού, για την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, εργαστηρίου. Τα βαφεία, τυπωτήρια, στεγνωτήρια, εκθετήρια, οι πάγκοι εργασίας, οι χτιστές λεκάνες βαφείων, τα καλούπια, οι γαζωτικές μηχανές και όλος ο βοηθητικός μηχανολογικός εξοπλισμός (εργαλεία, κλειδιά) χρήζουν άμεσης συντήρησης. Από τη Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς η Λίνα Μενδώνη ζήτησε να συγκεντρωθεί και να καταγραφεί ο αρχειακός πλούτος του εργαστηρίου (σχέδια, δειγματολόγια, στάμπες).
Όπως δήλωσε η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, «στόχος μας είναι, εκτός από την μουσειακή χρήση του παραδοσιακού εργαστηρίου, να αναβιώσει η τέχνη και η τεχνική του σταμπωτού μαντηλιού, η οποία κάποτε ταξίδεψε την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου. Οφείλουμε να προστατεύσουμε και να αναδείξομε με σύγχρονη ματιά αυτό τον μοναδικό θησαυρό».
Τα μοτίβα ήταν αντίγραφα από κεντήματα διαφόρων περιοχών της χώρας, με σκοπό να είναι αναγνωρίσιμα από τις γυναίκες που τα φορούσαν. Το μαντήλι αυτού του τύπου ήταν το τελευταίο στοιχείο του ελληνικού κεφαλόδεσμου. Πρόκειται για μοναδικό παραδοσιακό τεχνικό εξοπλισμό, με λεπτοκαμωμένες μήτρες, σπουδαία σχέδια, πατροπαράδοτες συνταγές και με το μαύρο, ανεξίτηλο χρώμα, της ανιλίνης. Είναι το χρώμα που χαρακτήριζε τα ελληνικά μαντήλια, αφού παρέμενε ανεξίτηλο ακόμη και στη χλωρίνη! Τα σχέδια και οι μήτρες των ξυλότυπων αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο, ενώ η συνταγή της βαφής ήταν επτασφράγιστο μυστικό, που το παρέδιδαν από γενιά σε γενιά. Τα υφάσματα των μαντηλιών ήταν από μαλακό βαμβάκι και από ελαφρύ μεταξωτό τύπου «πονζέ», με αζούρ μονό, διπλό ή και τριπλό στο τελείωμα. Οι ξυλόγλυπτες σφραγίδες, τα καλούπια σκαλίζονταν από τεχνίτες μερακλήδες – καλλιτέχνες του ξύλου, στην εύπλαστη φλαμουριά, την ελιά ή, για μεγαλύτερη διάρκεια, στην αγριογκοριτσά, οι οποίοι εμπνέονταν από την βυζαντινή λαϊκή παράδοση, με μοτίβα, κυρίως, λουλούδια.
Στην σημερινή αυτοψία στον χώρο του ΒΕΜ, στο Μεταξουργείο, παρευρέθη –μετά από πρόσκληση της Υπουργού- η Μαρέβα Γκραμπόφκσι-Μητσοτάκη, δεδομένου του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός της για την παραδοσιακή υφαντική και την τέχνη της χειροτεχνίας.
Τη Λίνα Μενδώνη συνόδευαν η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων Γιάννα Καράνη, η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς Βίλλυ Φωτοπούλου, ο Γιάννης Δρίνης, Προϊστάμενος του Τμήματος της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η Πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος του ICOM Σταματία Χατζηνικολάου.
Πρόκειται, για ένα κτήριο που κουβαλά ιστορία 130 και πλέον ετών, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μοναδική τέχνη του σταμπωτού υφάσματος. Οι μηχανές του εργαστηρίου δούλευαν ασταμάτητα, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄90, και παρήγαγαν, με τη μοναδική τεχνική, σταμπωτά μαντήλια κεφαλής.
Το 2003 το ΥΠΠΟΑ ενέκρινε την απ΄ ευθείας εξαγορά του μηχανολογικού και κινητού εξοπλισμού του εργαστηρίου και ακολούθησε η καταγραφή και φύλαξη του πολύτιμου υλικού. Το κτήριο, ιδιοκτησίας της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, παραχωρήθηκε για χρήση στο ΥΠΠΟΑ το 1999. Είχε προηγηθεί, το 1995 η κήρυξή του ως διατηρητέου μνημείου μαζί με τον μοναδικό εξοπλισμό του και τα λοιπά κινητά αντικείμενα, διότι αποτελούσε μοναδικό δείγμα τυποβαφικού εργαστηρίου σταμπωτών παραδοσιακών μαντηλιών στην Ελλάδα, με συνεχή λειτουργία επί 100 χρόνια. Η «Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών ΒΕΜ Ο.Ε.», κατασκεύαζε τα παραδοσιακά μαντήλια κεφαλής για όλες τις περιοχές της Ηπειρωτικής και Νησιωτικής Ελλάδας, αλλά και για τα μοναστήρια της χώρας.
Το τελευταίο Καλεμκερείον άρχισε τη λειτουργία του στη Σύρο, από τον Ηρακλή Οικονομόπουλο και τα τέσσερα αδέλφια του. Η λέξη καλεμκερί είναι τουρκικής προέλευσης και σύνθετη (καλέμ=κάλαμος και κιαρ=εργασία) και σήμαινε το γυναικείο και ζωγραφισμένο στο χέρι μαντήλι.
Το 1895 το Καλεμκερείον μεταφέρθηκε στην Αθήνα, στην οδό Πλαταιών 38. Επέλεξαν το χώρο γιατί διέθετε πηγάδι, και το νερό αποτελούσε κύριο συστατικό για τη βαφή. Εκεί λειτούργησε μέχρι το 1997, διατηρώντας την παραδοσιακή διαδικασία, με μόνη αλλαγή, το πέρασμα από τα ξύλινα καλούπια και τις σφραγίδες -φτιαγμένες από ξύλο φλαμουριάς- στη μεταξοτυπία. Την περίοδο 1935-1940 με προτροπή της Δόρας Στράτου, ο Γιάννης Τσαρούχης δημιούργησε σχέδια με ελληνική θεματολογία, με εξαίρετα αποτελέσματα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Η κατάσταση του κτηρίου σήμερα δεν είναι καλή. Η ευτελής στέγαση του προαύλιου χώρου (με στέγαστρα από λαμαρίνες και λοιπά πρόχειρα υλικά), είναι υπό κατάρρευση, εκθέτοντας το χώρο στις καιρικές συνθήκες και επιτρέποντας περαιτέρω φθορές στους φέροντες τοίχους, στα φύλλα επικάλυψης των διαδρομών, καθώς και στα λοιπά μεταλλικά στοιχεία (δοκούς, πόρτες κλπ).
Η Υπουργός ζήτησε από την Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων να φροντίσει άμεσα τον καθαρισμό του χώρου, προκειμένου να ξεκινήσουν οι αναγκαίες μελέτες συντήρησης, αποκατάστασης και αξιοποίησης του μοναδικού, για την Ελλάδα και την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, εργαστηρίου. Τα βαφεία, τυπωτήρια, στεγνωτήρια, εκθετήρια, οι πάγκοι εργασίας, οι χτιστές λεκάνες βαφείων, τα καλούπια, οι γαζωτικές μηχανές και όλος ο βοηθητικός μηχανολογικός εξοπλισμός (εργαλεία, κλειδιά) χρήζουν άμεσης συντήρησης. Από τη Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς η Λίνα Μενδώνη ζήτησε να συγκεντρωθεί και να καταγραφεί ο αρχειακός πλούτος του εργαστηρίου (σχέδια, δειγματολόγια, στάμπες).
Όπως δήλωσε η Υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνα Μενδώνη, «στόχος μας είναι, εκτός από την μουσειακή χρήση του παραδοσιακού εργαστηρίου, να αναβιώσει η τέχνη και η τεχνική του σταμπωτού μαντηλιού, η οποία κάποτε ταξίδεψε την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου. Οφείλουμε να προστατεύσουμε και να αναδείξομε με σύγχρονη ματιά αυτό τον μοναδικό θησαυρό».
Τα μοτίβα ήταν αντίγραφα από κεντήματα διαφόρων περιοχών της χώρας, με σκοπό να είναι αναγνωρίσιμα από τις γυναίκες που τα φορούσαν. Το μαντήλι αυτού του τύπου ήταν το τελευταίο στοιχείο του ελληνικού κεφαλόδεσμου. Πρόκειται για μοναδικό παραδοσιακό τεχνικό εξοπλισμό, με λεπτοκαμωμένες μήτρες, σπουδαία σχέδια, πατροπαράδοτες συνταγές και με το μαύρο, ανεξίτηλο χρώμα, της ανιλίνης. Είναι το χρώμα που χαρακτήριζε τα ελληνικά μαντήλια, αφού παρέμενε ανεξίτηλο ακόμη και στη χλωρίνη! Τα σχέδια και οι μήτρες των ξυλότυπων αποτελούσαν περιουσιακό στοιχείο, ενώ η συνταγή της βαφής ήταν επτασφράγιστο μυστικό, που το παρέδιδαν από γενιά σε γενιά. Τα υφάσματα των μαντηλιών ήταν από μαλακό βαμβάκι και από ελαφρύ μεταξωτό τύπου «πονζέ», με αζούρ μονό, διπλό ή και τριπλό στο τελείωμα. Οι ξυλόγλυπτες σφραγίδες, τα καλούπια σκαλίζονταν από τεχνίτες μερακλήδες – καλλιτέχνες του ξύλου, στην εύπλαστη φλαμουριά, την ελιά ή, για μεγαλύτερη διάρκεια, στην αγριογκοριτσά, οι οποίοι εμπνέονταν από την βυζαντινή λαϊκή παράδοση, με μοτίβα, κυρίως, λουλούδια.
Στην σημερινή αυτοψία στον χώρο του ΒΕΜ, στο Μεταξουργείο, παρευρέθη –μετά από πρόσκληση της Υπουργού- η Μαρέβα Γκραμπόφκσι-Μητσοτάκη, δεδομένου του ιδιαίτερου ενδιαφέροντός της για την παραδοσιακή υφαντική και την τέχνη της χειροτεχνίας.
Τη Λίνα Μενδώνη συνόδευαν η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων Γιάννα Καράνη, η Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς Βίλλυ Φωτοπούλου, ο Γιάννης Δρίνης, Προϊστάμενος του Τμήματος της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, η Πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος του ICOM Σταματία Χατζηνικολάου.