Πέθανε ο πιονέρος της δισκογραφίας Τάκης Λαμπρόπουλος
«Έσβησε» ο Τάκης Λαμπρόπουλος, η πλέον εμβληματική μορφή της ελληνικής δισκογραφίας. Ο επικεφαλής της Columbia, που στα 28 ανέλαβε το πηδάλιο της εταιρείας φέρνοντας επανάσταση στα της εγχώριας δισκογραφίας, προχθές άφησε την τελευταία του πνοή στα 91. Ζώντας παλιότερα μεταξύ Kέρκυρας-Λονδίνου-Ελβετίας (τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί οριστικά στο Λονδίνο), γεννημένος το ’30, μέλος της επιχειρηματικής οικογένειας των αδελφών Λαμπρόπουλων, τόλμησε μια σειρά από επαναστατικά καλλιτεχνικά κι επιχειρηματικά βήματα.
Με πρωτοβουλίες όπως την πρόσκληση Ρίτσου, Ελύτη, Σεφέρη, Γκάτσου, αναδεικνύοντας τους νέους εκείνη την εποχή μουσικούς Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, έγραψε «χρυσό» κεφάλαιο στο χάρτη της δισκογραφίας. Μεταξύ άλλων, ο «άρχων» της δισκογραφίας, όπως τον αποκαλούσαν, διόρισε τον Μανώλη Χιώτη συντονιστή και διευθυντή των ηχογραφήσεων, ενώ στα ταλέντα που ανακάλυψε ήταν οι Ξυλούρης, Γαλάνη, Φαραντούρη, Μοσχολιού, Διονυσίου κ.ά.
Παράλληλα, έκανε και «άνοιγμα» στη δισκογραφία σε κορυφαία ονόματα της υποκριτικής, όπως σε Λαμπέτη, Χορν, Μερκούρη, αλλά και Βουγιουκλάκη.
Πολυάριθμες αλλαγές με τη σφραγίδα του
Το εύρος της δυναμικής του δεν περιοριζόταν μόνο στο ν’ ανακαλύπτει ταλέντα: Ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη και αναφορικά με την αισθητική των εξωφύλλων των δίσκων καθιερώνοντας τα εικαστικά εξώφυλλα, με έργα απαράμιλλων ζωγράφων, όπως Τσαρούχης, Μόραλης, Εγγονόπουλος, Μποστ. Εισήγαγε επίσης τα ημίωρα των δισκογραφικών εταιρειών στο ραδιόφωνο κι επέβαλε ως σήμα της Columbia την εισαγωγή της «Συννεφιασμένης Κυριακής» του Τσιτσάνη. Επίσης, καθιέρωσε τη λεγόμενη «πρώτη εκτέλεση», διαφυλάσσοντας το κύρος των πρώτων εκτελέσεων κι επανέφερε στο προσκήνιο το ρεμπέτικο τραγούδι, με τους Μπιθικώτση, Π. Πάνου, Γαβαλά. Πολιτικοποιημένος και καθ’ έξιν αντικομφορμιστής, στήριξε τους δημιουργούς που τον εμπιστεύθηκαν απέναντι στο συντηρητισμό της τότε Ραδιοφωνίας, αλλά και στη λογοκρισία των συνταγματαρχών, ενώ έπαιξε ρόλο καταλύτη και στην άνθηση του έντεχνου κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Από τις τελευταίες του συνεντεύξεις ήταν τον Ιανουάριο του 2018 στο Δεύτερο, όπου και εξήγησε πώς αντιμετώπιζε τη λογοκρισία, τι ένιωσε όταν είδε γκρεμισμένο το εργοστάσιο όπου ηχογραφήθηκαν ιστορικοί δίσκοι του ελληνικού τραγουδιού… Αξίζει ν’ αναφέρουμε ένα σημείο απ’ το χειμαρρώδες κείμενο του Μανώλη Μητσιά για την απώλειά του: «Εάν υπάρχει κάτι παρήγορο, είναι ότι σε ανθρώπους με τέτοιο ειδικό βάρος, το μόνο που μπορεί να λείψει είναι η φυσική παρουσία. Γιατί κατά τα άλλα, πάντα θα παρίστανται μέσω της κολοσσιαίας χωρίς υπερβολή προσφοράς τους. Καλό ταξίδι Κύριε Τάκη».
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα ΟΝΤΙΜΕ το Σάββατο 30/1
Με πρωτοβουλίες όπως την πρόσκληση Ρίτσου, Ελύτη, Σεφέρη, Γκάτσου, αναδεικνύοντας τους νέους εκείνη την εποχή μουσικούς Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, έγραψε «χρυσό» κεφάλαιο στο χάρτη της δισκογραφίας. Μεταξύ άλλων, ο «άρχων» της δισκογραφίας, όπως τον αποκαλούσαν, διόρισε τον Μανώλη Χιώτη συντονιστή και διευθυντή των ηχογραφήσεων, ενώ στα ταλέντα που ανακάλυψε ήταν οι Ξυλούρης, Γαλάνη, Φαραντούρη, Μοσχολιού, Διονυσίου κ.ά.
Παράλληλα, έκανε και «άνοιγμα» στη δισκογραφία σε κορυφαία ονόματα της υποκριτικής, όπως σε Λαμπέτη, Χορν, Μερκούρη, αλλά και Βουγιουκλάκη.
Πολυάριθμες αλλαγές με τη σφραγίδα του
Το εύρος της δυναμικής του δεν περιοριζόταν μόνο στο ν’ ανακαλύπτει ταλέντα: Ανέβασε πολύ ψηλά τον πήχη και αναφορικά με την αισθητική των εξωφύλλων των δίσκων καθιερώνοντας τα εικαστικά εξώφυλλα, με έργα απαράμιλλων ζωγράφων, όπως Τσαρούχης, Μόραλης, Εγγονόπουλος, Μποστ. Εισήγαγε επίσης τα ημίωρα των δισκογραφικών εταιρειών στο ραδιόφωνο κι επέβαλε ως σήμα της Columbia την εισαγωγή της «Συννεφιασμένης Κυριακής» του Τσιτσάνη. Επίσης, καθιέρωσε τη λεγόμενη «πρώτη εκτέλεση», διαφυλάσσοντας το κύρος των πρώτων εκτελέσεων κι επανέφερε στο προσκήνιο το ρεμπέτικο τραγούδι, με τους Μπιθικώτση, Π. Πάνου, Γαβαλά. Πολιτικοποιημένος και καθ’ έξιν αντικομφορμιστής, στήριξε τους δημιουργούς που τον εμπιστεύθηκαν απέναντι στο συντηρητισμό της τότε Ραδιοφωνίας, αλλά και στη λογοκρισία των συνταγματαρχών, ενώ έπαιξε ρόλο καταλύτη και στην άνθηση του έντεχνου κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70.
Από τις τελευταίες του συνεντεύξεις ήταν τον Ιανουάριο του 2018 στο Δεύτερο, όπου και εξήγησε πώς αντιμετώπιζε τη λογοκρισία, τι ένιωσε όταν είδε γκρεμισμένο το εργοστάσιο όπου ηχογραφήθηκαν ιστορικοί δίσκοι του ελληνικού τραγουδιού… Αξίζει ν’ αναφέρουμε ένα σημείο απ’ το χειμαρρώδες κείμενο του Μανώλη Μητσιά για την απώλειά του: «Εάν υπάρχει κάτι παρήγορο, είναι ότι σε ανθρώπους με τέτοιο ειδικό βάρος, το μόνο που μπορεί να λείψει είναι η φυσική παρουσία. Γιατί κατά τα άλλα, πάντα θα παρίστανται μέσω της κολοσσιαίας χωρίς υπερβολή προσφοράς τους. Καλό ταξίδι Κύριε Τάκη».
Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα ΟΝΤΙΜΕ το Σάββατο 30/1