Στο Παρίσι των αρχών του 19ου αιώνα, όταν ακόμα ο Εζέν Λαμπίς ήταν νεαρός απόφοιτος της Νομικής, είχε ενδιαφερθεί για το θέατρο – τον είχε κερδίσει, μάλιστα, ο ρομαντισμός. Ομως, ο πατέρας του, γνωρίζοντας τον εύθυμο χαρακτήρα του, τον προσγείωσε: «Εσύ δεν είσαι για δάκρυα». Πράγματι, ήταν για γέλια. Για πολλά γέλια. Τα επόμενα χρόνια έγινε πολύ δημοφιλής γράφοντας, σε συνεργασία με άλλους, όπως συνηθιζόταν τότε στο βοντβίλ, όχι δυο, ούτε τρία, αλλά 175 έργα. Σήμερα, ο Λαμπίς θεωρείται, μαζί με τον Φεντό, ο κορυφαίος της φάρσας. Ομως, ποιας φάρσας;

«Να ξεχωρίσουμε την κλασική φάρσα, που, κάτω από τη γυαλιστερή της επιφάνεια, είναι γραμμένη με στόχευση την κοινωνική κριτική, από τη χοντροκομμένη φαρσοκωμωδία. Οι κωμωδίες του Φεντό και του Λαμπίς είναι θεατρικά και, έως ένα σημείο, λογοτεχνικά διαμάντια», διευκρινίζει ο Γιάννης Χουβαρδάς, που ανεβάζει απόψε στο θέατρο «Πορεία» το έργο του Λαμπίς «Οι Τρειςευτυχισμένοι», με πέντε πολύ καλούς ηθοποιούς: τους Δημήτρη Τάρλοου, Λαέρτη Μαλκότση, Αγγελο Παπαδημητρίου, Χρήστο Λούλη, Αλκηστι Πουλοπούλου, Ιωάννα Κολλιοπούλου και Λένα Παπαληγούρα.

«Το έργο αυτό», συνεχίζει ο καταξιωμένος σκηνοθέτης, «ενώ πραγματεύεται επιφανειακά το ζήτημα της απιστίας στον γάμο, εμφανίζει σταδιακά τα πραγματικά του θέματα, που είναι το υπαρξιακό κενό που υπάρχει στον αστικό γάμο, καθώς και η ψυχολογική, διανοητική και πολλές φορές σωματική βία, που υποβόσκει εδώ, μα κουκουλώνεται, διότι ο γάμος είναι ο θεμέλιος λίθος της αστικής κοινωνίας. Ο θεατής απολαμβάνει από τη μία πλευρά την αστεία εκδοχή, με τα αλλεπάλληλα απρόοπτα, όμως από την άλλη παρακολουθεί μια σοβαρή πλευρά, που είναι ανατριχιαστικά κοντά του».

Προφανώς, ο στόχος του συγγραφέα είναι ευρύτερος – η υποκρισία της ίδιας της αστικής κοινωνίας. «Εχω αποκλειστικά επιδοθεί στη μελέτη του αστού, του αμόρφωτου αστού. Αυτό το ζώο προσφέρει άπειρο υλικό σε όσους ξέρουν να το δουν, είναι ανεξάντλητο», έγραψε το 1880 σε επιστολή του.

«Την εποχή που γράφτηκε το έργο», εξηγεί ο Γ. Χουβαρδάς, «ο αστός αναδεικνυόταν ως η νέα μεγάλη δύναμη, ο παντοδύναμος κυρίαρχος της κοινωνικής ζωής, ο οποίος δεν πιστεύει σε τίποτα παρά μόνον σε ό,τι μπορεί να δει, να αγγίξει και να αγοράσει. Αυτή η αντίληψη στιγματίζεται με έναν πολύ εύσχημο και διασκεδαστικό τρόπο».

Φαίνεται πως, αν δεν υπήρχε το χιούμορ, θα ήταν ένα πολύ «αναρχικό» έργο.
Ναι, τα πάντα φαίνεται να συμβαίνουν σε μια κατάσταση χάους και η τύχη να έχει τον απόλυτο πρωταγωνιστικό ρόλο. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για ένα έργο μαθηματικής συμμετρίας. Βλέπουμε παρόμοιες καταστάσεις που συμβαίνουν στο υπηρετικό προσωπικό να αντανακλούν ό,τι συμβαίνει στα αφεντικά τους. Υπάρχει ένα καθρέφτισμα των γεγονότων που τα γελοιοποιεί, αλλά και τους δίνει μια σκιά. Είναι μια ανατρεπτική ματιά απέναντι σε κάθε καθωσπρεπισμό.

Το άγριο, ανελέητο χιούμορ που χαρακτηρίζει την κλασική φάρσα του 19ου αιώνα μοιάζει να επιστρέφει στην εποχή μας. Χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, όχι μόνο το θέατρο, αλλά και τον τρόπο που επικοινωνούμε. Ή όχι;
Εγώ έχω την αίσθηση ότι το χιούμορ έχει γίνει πιο ψυχρό και ο τρόπος με τον οποίο γελάμε πιο αποστασιοποιημένος. Δεν γελάμε πια με την καρδιά μας. Εχει απλωθεί σε όλη την κοινωνία η αίσθηση μιας μεγάλης ενοχής και συνενοχής για την κατάντια μας. Ισως για αυτό μας έχει κοπεί αυτό το αυθόρμητο, πηγαίο γέλιο, που ξεχείλιζε στις ελληνικές ταινίες του ’50 και του ’60. Ενα γέλιο που τις έκανε σαφώς λιγότερο επικίνδυνες, διότι απευθυνόταν σε ένα κοινό που ήταν χρήσιμο να εκτονωθεί, αλλά ταυτόχρονα είχε και μια αυθεντική αθωότητα. Σήμερα υπάρχει αυτό το πάγωμα, η σκληράδα, η αγριότητα που υπάρχει και μέσα στον Λαμπίς. Και αυτό κάνει το έργο πολύ σύγχρονο.

Η «ψυχρότητα» στην οποία αναφέρεστε πιστεύετε ότι σηματοδοτεί και λιγότερη ελπίδα;
Ελπίδα πάντα υπάρχει. Δίχως αυτή δεν έχει νόημα ούτε να ανεβάζουμε έργα, ούτε τίποτα. Αφήνουμε αυτή την ελπίδα να καθρεφτιστεί στην παράσταση, αν και στο τέλος κανείς δεν έχει πλέον ψευδαισθήσεις για τον άλλον.

Μιλώντας, συχνά, για πολιτικές εξελίξεις που μας καταπλήσσουν, λέμε ότι «ζούμε μια φάρσα». Είναι δίκαιο αυτό για τη φάρσα;
Αν εννοούμε ότι η κατάσταση έχει φτάσει στα όρια του γελοίου, είναι άδικο, αν και η φάρσα χρησιμοποιεί τη γελοιότητα. Από την άλλη, η φάρσα έχει και τη διάσταση του απόλυτου παραλογισμού: Οσο περισσότερη τάξη προσπαθούμε να βάλουμε στη ζωή μας, τόσο πιο άναρχη γίνεται. Οι ήρωες προσπαθούν, μα δεν μπορούν να συνεννοηθούν πάνω στα πιο απλά πράγματα.
Προφανώς, κάθε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα δεν είναι συμπτωματική.

Ο ευτυχής απατημένος

Πώς γράφτηκε το έργο «Οι Τρειςευτυχισμένοι»; Το 1860, ένας διάσημος θεατρικός κριτικός εξέφρασε την έκπληξή του που κανείς συγγραφέας δεν είχε αξιοποιήσει το θέμα της μοιχείας για μια κωμωδία – μόνο για δράματα. Ο Λαμπίς σήκωσε το γάντι. Βάλθηκε, μάλιστα, να δείξει ότι πιο ευτυχής σε ένα τέτοιο «τρίο» δεν είναι ο εραστής, αλλά ο απατημένος, τον οποίο ο εραστής και η σύζυγος έχουν «στα όπα-όπα».

Υπόσχεση που δεν τηρήθηκε

Αντίθετα από ό,τι φαντάζεται κανείς βλέποντας το «Οι Τρειςευτυχισμένοι», ο ίδιος ο Λαμπίς είχε ευτυχισμένο γάμο. Βεβαίως, προκειμένου να νυμφευθεί μια πλούσια κληρονόμο, την Αντέλ Ιμπέρ, αναγκάστηκε να υποσχεθεί ότι θα εγκατέλειπε τη συγγραφή. Και, πράγματι, για έναν χρόνο δεν έγραψε τίποτα. Ομως (όπως διαβάζουμε στο πολύ προσεγμένο πρόγραμμα της παράστασης, που επιμελήθηκε η Ερι Κύργια), η γυναίκα του, διαπιστώνοντας πόσο δυστυχισμένος ήταν πια, του έβαλε μια μέρα την πένα στο χέρι και τον παρότρυνε να επιστρέψει στο θέατρο.

Ακαδημαϊκός μετά δείπνου

Το 1880, ο Λαμπίς έγινε δεκτός στη Γαλλική Ακαδημία. Στην αρχή, πολλοί αρνούνταν να υποδεχθούν έναν απλό συγγραφέα φάρσας μεταξύ των «Αθανάτων» του γαλλικού πνεύματος. Ούτε καν ο Μολιέρος δεν είχε καταφέρει κάτι τέτοιο. Μετά την εκλογή του, όμως, οι διαθέσεις άλλαξαν. Ο Λαμπίς προσκαλούνταν πλέον τόσο συχνά σε δείπνα, ώστε σχολίασε: «Πού να φανταστώ ότι θα μας τάιζαν κιόλας…».

Το διαβάσαμε στο ependisinews.gr