Όταν γνώρισα τον Δημήτρη Καραντζά, σε ένα μικρό καφέ της Ηπείρου δίπλα στο θέατρο Άρτι σκηνοθετούσε την παράσταση «Η γυναίκα που κάθεται». Ένα πολύ νέο παιδί, με όνειρα και φιλοδοξίες που ήδη είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος στο ελληνικό θέατρο. Έξι χρόνια μετά από τότε δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια πόσες φορές έχουμε συναντηθεί και σε πόσες παραστάσεις έχω παραδεχθεί το ταλέντο του. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ αυτή τη σπίθα που είχε στα μάτια του από τότε. Αυτή την αγάπη για την θέατρο αλλά κυρίως την αγάπη του για τα κείμενα. Ο Δήμητρης ήθελε πολύ να τα καταφέρει. Και τα κατάφερε. Έχει σκηνοθετήσει παραστάσεις που άφησαν το δικός τους στίγμα, έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και το Φεστιβάλ Αθηνών. Στο τελευταίο συμμετέχει και φέτος με την παράσταση «Μήδεια» που ανεβαίνει στο μικρό Θέατρο της Επιδαύρου από τις 30 Ιουνίου έως την 1 Ιουλίου, μόνο με άνδρες ηθοποιούς. Ο Δημήτρης δεν είναι πια ο «μικρός» του ελληνικού θεάτρου αλλά παραμένει πάντα ένας από τους πιο ταλαντούχους σκηνοθέτες που έχει αυτό να επιδείξει.

Πως αποφάσισες να ασχοληθεί με τη Μήδεια;

Ήταν μια ιδέα που είχε ξεκινήσει από τον Γιώργο Γάλλο και όταν ωρίμασε αποφάσισα να την υλοποιήσω, φέτος. Το ίδιο το κείμενο με συγκινούσε χρόνια, και δεν εννοώ ότι με συγκινούσε η παιδοκτονία και η ερωτική προδοσία, αυτά είναι οι προφάσεις για να υπάρξει η ιστορία. Με συγκινούσε βαθιά ότι ο Ευριπίδης βάζει μια «γυναίκα», ξένη, ιέρεια, πιστή και βάρβαρη να έρχεται αντιμέτωπη με μια στείρα ανδροκρατούμενη, λογοκρατούμενη και μικρόνοη. Βάζει δηλαδή δυο εκ διαμέτρου αντίθετους πόλους να έρθουν σε επαφή, δε μένει παρά να έρθει ο αφανισμός.


Πως προέκυψε η ιδέα να χρησιμοποιήσεις άνδρες ηθοποιούς για την παράσταση;

Από το ίδιο το έργο. Το έργο διαρκώς παίζει με το αρσενικό και το θηλυκό και δανείζει ιδιότητες αρσενικού στις γυναίκες και θηλυκού στους άνδρες (με το στερεοτυπικό τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα στοιχεία αυτά). Εκτός αυτού ήθελα να απομακρυνθούμε από την εικόνα μιας γυναίκας που προδίδεται και εκδικείται, και ήθελα να ακούσουμε την ιστορία ως μια σύγκρουση φύσεων. Η Μήδεια, από τον πρώτο κιόλας λόγο της ακυρώνει το φύλο της. Η Μήδεια για μένα είναι ένα επιχείρημα, είναι ένα σύμπτωμα, και ήθελα να ουδετεροποιηθούν τα φύλα για να μπορέσουμε να ειδύσουμε μόνο στο περιεχόμενο των λέξεων και των πράξεων.


Εκτός από το κείμενο του Ευρυπίδη τι άλλα αποσπάσματα ακούγονται στο έργο;

Ακούγονται οι υπέροχες σημειώσεις του Παζολίνι από το σενάριο του για τη «Μήδεια», αποσπάσματα του Μύλλερ από το «Μήδειας Υλικό| και από το έργο «Μήδεια» του Ζαν Ανούιγ.

Μπορούν οι θεατές σήμερα να κατανοήσουν τα εγκλήματα της Μήδειας; Υπάρχουν κομμάτια στο έργο που την δικαιολογούν;

Το έργο δεν είναι ρεαλιστικό. Υπάρχει διαρκώς μια υπερρεαλιστική συνομιλία και μια ανταλλαγή επιχειρημάτων. Σε ρεαλιστική βάση τα εγκλήματα της Μήδειας δεν δικαιολογούνται, όμως μιλάμε για έναν υπαρξιακό προβληματισμό, για μια πνευματική συνομιλία, όπου η παιδοκτονία, η αδελφοκτονία και όσα έχει πράξει έχουν γίνει χάριν ενός «ιερού σκοπού». Για μένα δεν είναι τυχαίο ότι η ηρωίδα στο τέλος γίνεται μόνη της ο από μηχανής θεός της. Η Μήδεια αθωώνεται και θεώνεται, δικαίως, αφού είναι σαν περαστική να χρησιμοποιεί μια ανθρώπινη κατάσταση, μέχρι να την καταστρέψει απολύτως και να γυρίσει στην καταγωγή της, στον ήλιο.


Μπορούν οι άνδρες να μπουν στη θέση αυτής της ηρωίδας;

Σαφώς. Εξάλλου η παράσταση δεν αντιμετωπίζει τη Μήδεια ως γυναίκα και τον Ιάσονα ως άνδρα, αλλά ως δυο διαφορετικές φύσεις που στην πραγματικότητα και οι δυο ενυπάρχουν στον κάθε άνθρωπο.

Με τι άλλο ασχολείσαι αυτόν τον καιρό;

Έκανα μια πρώτη περίοδο αναγνώσεων του έργου «Με δύναμη από την Κηφισιά» που θα ανέβει στο Θέατρο του Νέου Κόσμου τον Οκτώβριο με τις Λυδία Φωτοπούλου, Έμιλυ Κολιανδρή, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη και είμαι σε συζητήσεις και συναντήσεις με τον Ευθύμη Φιλίππου για το έργο του που θα ανεβάσω τον Ιανουάριο.

Στέγη, Εθνικό, Επίδαυρο, μοιάζει να τα έχεις κάνει όλα σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα. Τι ονειρεύεσαι για το μέλλον;

Να συνεχίσω να συγκινούμαι με την ίδια ορμή από έργα και συνεργάτες και ίσως να βρω έναν τρόπο να μπορέσει να υπάρξει ένας πυρήνας ανθρώπων σταθερός και μια στέγη σταθερή στην οποία θα μπορούμε να δουλεύουμε χωρίς αγωνίες και deadlines (αλλά αυτό είναι ρομαντικό, όμως ζητούμενο).

Τι μουσική ακούς;

Από βαριά ρεμπέτικα μέχρι Arvo Part, κι από Μητροπάνο μέχρι κλασική μουσική.

Ποιο έργο ταιριάζει καλύτερα στο τοπίο της Αθήνας;

«Η ζάλη των ζώων πριν τη Σφαγή» του Δημητριάδη.

Βρίσκεις τη δύναμη σαν άνθρωπος να συγχωρείς; αν όχι εγκλήματα σαν της Μήδειας, μικρά εγκλήματα ψυχής ή ηθικής;

Ναι, πάντα συγχωρώ , αλλά τις περισσότερες φορές σε "ηθικά" εγκλήματα, ενώ μπορεί να έχω συγχωρήσει, απομακρύνομαι.