Ο Δημήτρης Γούτας ανήκει πλέον στο έμψυχο δυναμικό του Ολυμπιακού και γίνεται ο 11ος ποδοσφαιριστής που φοράει τα ερυθρόλευκα μετά από τη θητεία του στη θρακιώτικη ομάδα. Ο 21χρονος θα αποτελέσει μια επιπλέον λύση για την αμυντική γραμμή των νταμπλούχων Ελλάδος, έπειτα και από τις καλές εμφανίσεις που πραγματοποίησε στο προηγούμενο πρωτάθλημα, με τη Ξάνθη να καρπώνεται 850.000 ευρώ για την παραχώρηση του, συν ένα ποσοστό μεταπώλησης της τάξης του 15%.

Δείτε τη λίστα των παικτών που "αγκυροβόλησαν" στο Μεγάλο Λιμάνι από την ακριτική πόλη:

Γιάννης Γκαϊτατζής (1963-1964)

Τη λίστα άνοιξε ο Γιάννης Γκαϊτατζής. Συγκεκριμένα η Σκόντα Ξάνθη, όπως είναι το επίσημο όνομα του συλλόγου σήμερα, εκείνη την εποχή είχε διαφορετική δομή και επωνυμία. Λεγόταν Ορφέα Ξάνθης, ο οποίος το 1967 συγχωνεύτηκε με την Ασπίδα Ξάνθης (όπου έκανε τα πρώτα του βήματα ο Αντώνης Ατνωνιάδης), για να δημιουργηθεί η τωρινή Ξάνθη. 

Γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1944 στη Κρωβύλη του Νομού Ροδόπης, ανάμεσα στην Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη, κοντά στις Σάππες. Σε ηλικία 4 ετών έμεινε ορφανός από πατέρα, μαζί με δύο ακόμη αδελφούς. Η φτώχεια και οι ανάγκες της εποχής υποχρέωσαν τη μητέρα του να τον δώσει μαζί με τον μεγάλο αδελφό του, Τριαντάφυλλο, σε ιδρύματα. Έτσι ο Γιάννης Γκαϊτατζής πήγε σε Ορφανοτροφείο των Ιωαννίνων και ο αδελφός του στη Κεφαλλονιά. Στο Γυμνάσιο βρέθηκε σε ίδρυμα του Βόλου, όπου καθημερινά έκανε 7 χιλιόμετρα ποδαρόδρομο για να πηγαίνει σχολείο. 

Αγωνιζόταν στη θέση του δεξιού μπακ και σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1977, έχοντας κατακτήσει 5 Πρωταθλήματα (1966, 1967, 1973, 1974 και 1975) και 5 Κύπελλα Ελλάδος (1965, 1968, 1971, 1973 και 1975) στα 15 χρόνια παρουσίας του στον "δαφνοστεφανωμένο έφηβο"! 

Συνολικά αγωνίστηκε σε 697 παιχνίδια, ρεκόρ ακατάρριπτο μέχρι σήμερα! Πιο αναλυτικά, μετράει 346 παιχνίδια Πρωταθλήματος, 173 φιλικά αγώνες, 96 διεθνή, 52 αγώνες Κυπέλλου και 30 ευρωπαϊκών Πρωταθλημάτων. Επιπλέον, έπαιξε 15 φορές με τη φανέλα της Εθνικής, από το 1967 έως το 1972. 

Ηλίας Ταληκριάδης (1987-1988)

Γεννημένος στις 10/07/1965, το όνομα του πρωτοακούστηκε το 1987, όταν η Ξάνθη (αγωνιζόμενη στη Β' Εθνική τότε) προκρίθηκε στο Κύπελλο επί του Πανιωνίου. Την ίδια χρονιά τον έφεραν στον Πειραιά ως ρεζέρβα του έμπειρου Γιώργου Πλίτση. Πολύ γρήγορα όμως, μετά από λίγες αγωνιστικές, ήταν ο Πλίτσης που μετατράπηκε σε ρεζέρβα του Ταληκριάδη. Στη συνέχεια πέρασε από Άρη, Καστοριά και Ξάνθη, όπου έκλεισε τη καριέρα του. Με τον Ολυμπιακό κατέκτησε 2 Κύπελλα Ελλάδος (1990, 1992) και είχε 4 διεθνείς συμμετοχές.

Νίκος Κριεζής (1987-1988)

Επιθετικός, μετά τη Ξάνθη και τον Ολυμπιακό αγωνίστηκε στον Ηρακλή, στη Δόξα Δράμας και τον Απόλλωνα Καλαμαριάς.

Λουτσιάνο Νούνιες Ντε Σόουζα (1998-1999)

Ένας από τους πιο αγαπητούς ξένους ποδοσφαιριστές που έχουν περάσει από τα ελληνικά γήπεδα, λατρεύτηκε από όποια ομάδα και αν πέρασε, δεξιοτέχνης στις εκτελέσεις στημένων φάσεων και με σουτ "φαρμάκι" για τους αντίπαλους τερματοφύλακες!

Ήρθε στην Ελλάδα από τη Σάντος για λογαριασμό της Ξάνθης το 1995, όπου και έμεινε για τρία χρόνια, μέχρι που ντύθηκε στα ερυθρόλευκα (προηγήθηκε ο σύντομος δανεισμός του στη Καστοριά βοηθώντας τη να ανέβει στην Α' Εθνική). Στα τρία χρόνια παρουσίας του με τον Ολυμπιακό κατέκτησε 3 Πρωταθλήματα (1999, 2000, 2001) και ένα Κύπελλο (1999).

Ακολούθησε ο Π.Α.Ο.Κ. (2001-2002), η ΑΕΛ Λεμεσού (2002-2004), η Πορτουγκέζα (2004), η Ξάνθη (2004-2006), ο Πανιώνιος (2006), ο Ατρόμητος Αθηνών (2006-2008), ο Π.Α.Σ. Γιάννινα (2008-2009), η τρίτη και τελευταία του θητεία στη Ξάνθη (2009-2010), η Παναχαϊκή (2010-2011) και η Α.Ε.Λ. Καλλονής (2011). Αγωνίστηκε σε περισσότερους από 300 επίσημους αγώνες, από τους οποίους οι 280 περίπου ήταν σε Α΄ και Β΄ Εθνική και πέτυχε περισσότερα από 70 γκολ.

Παρασκευάς Άντζας (1998-1999, 2007)

Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στον Πανδραμαϊκό. Δυνατός αμυντικός, νικητής στις προσωπικές μονομαχίες και καλός στο ψηλό παιχνίδι. Αποχώρησε αιφνίδια από τον Ολυμπιακό στα μέσα της σεζόν 2003-2004, ανακοινώνοντας ότι θα αποσυρθεί από την ενεργό δράση, λόγω σοβαρών προσωπικών και οικογενειακών προβλημάτων. Τελικά, πέρασε το υπόλοιπο της αγωνιστικής περιόδου αγωνιζόμενος στη Γ' Εθνική με τη Δόξα Δράμας. Επιλογή που έκανε τον, τότε, ομοσπονδιακό τεχνικό, Όττο Ρεχάγκελ, να μην τον συμπεριλάβει στην αποστολή της Εθνικής στο Γιούρο 2004 της Πορτογαλίας, που μόλις είχε προκριθεί. Μάλιστα ο Άντζας λογιζόταν ως βασικός για την 11άδα.

Την επόμενη χρονιά επέστρεψε στη Ξάνθη όπου έμεινα για τρία χρόνια, μέχρι που κατηφόρησε εκ νέου στον Πειραιά. Κατά τη δεύτερη θητεία του στον Ολυμπιακό, αποτέλεσε τον πυλώνα στην άμυνα κάνοντας δίδυμο με τον Ζούλιο Σέζαρ και τον Αβράαμ Παπαδόπουλο, όπως επίσης και στην αντίστοιχη της Εθνικής. 

Κατέκτησε 7 Πρωταθλήματα Ελλάδας (1998, 1999, 2000, 2001, 2002, 2008, 2009), 3 Κύπελλα Ελλάδος (1999, 2008, 2009) και ένα Σούπερ Καπ Ελλάδας (2007).

Χρήστος Πατσατζόγλου (2000-2001)

Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο το 1995 στην Αγία Ελεούσα, στη Δ' Εθνική. Το 1996 εντάχθηκε στις ακαδημίες της Ξάνθης και αγωνίστηκε στη πρώτη ομάδα για τέσσερα χρόνια. Πολυσύνθετος αμυντικός με εξαιρετικά προσόντα, προσαρμοζόταν σε πολλές θέσεις (δεξί μπακ, αμυντικό χαφ, δεξί χαφ) και από τα 17 του προοριζόταν για μεγάλα πράγματα, βάσει του ταλέντου του.

Στον Ολυμπιακό προσαρμόστηκε αμέσως και η καριέρα του είχε ανοδική πορεία. Ο σοβαρός τραυματισμός του όμως στον αχίλλειο τένοντα το 2003 σε ντέρμπυ με την Α.Ε.Κ., τον άφησε εκτός αγωνιστικής δράσης για σχεδόν τρία ολόκληρα χρόνια! Μεγάλη ατυχία για τον "Πάτσα", δεδομένου ότι είχε κερδίσει θέση βασικού τόσο στον Ολυμπιακό, όσο και στην Εθνική Ομάδα, και με τους Ευρωπαίους σκάουτερ να τον παρακολουθούν. Η διοίκηση του Ολυμπιακού στάθηκε στο πλευρό του και κατάφερε να επιστρέψει στα γήπεδα. Το 2009, έπειτα από εννέα χρόνια στον Ολυμπιακό, αναζήτησε νέα ποδοσφαιρική στέγη στη Κύπρο και συγκεκριμένα στην Ομόνοια Λευκωσίας. Έναν χρόνο αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα για λογαριασμό της ΑΕΚ, ενώ τον Ιανουάριο του 2011 εντάχθηκε στο δυναμικό του Π.Α.Σ. Γιάννινα. Τον Ιούλιο του 2013 υπέγραψε στον Ηρακλή Ψαχνών, όπου αγωνίζεται μέχρι σήμερα. Πανηγύρισε 8 Πρωταθλήματα Ελλάδας (2001, 2002, 2003, 2005, 2006, 2007, 2008, 2009), 4 Κύπελλα Ελλάδας (2005, 2006, 2008, 2009) και ένα Σούπερ Καπ Ελλάδας (2007).

Γιουράι Μπούτσεκ (2003-2004)

Ο πανύψηλος Σλοβάκος τερματοφύλακας (2,04 μ.) ήρθε από τη Χέμλον στη Ξάνθη το 1997. Για μια εξαετία αποτελούσε εγγύηση κάτω απ'τα δοκάρια της Ξάνθης, πραγματοποιώντας εκπληκτικές εμφανίσεις. Ο Μπούτσεκ άρχισε να ταλαιπωρείται από τραυματισμούς, ειδικά στα γόνατα. Το καλοκαίρι του 2003, ο Πανόπουλος έχει πάρει την απόφαση να μην ανανεώσει το συμβόλαιο του 29χρονου πλέον Μπούτσεκ, όταν εμφανίζεται ο Ολυμπιακός που έψαχνε άλλον έναν γκολκίπερ για να πλαισιώσει τους Ελευθερόπουλο και Κατεργιαννάκη, μιας και ο Άγγελος Γεωργίου είχε φύγει. Δεδομένου ότι ο Δημήτρης Ελευθερόπουλος ταλαιπωρούταν από μικροτραυματισμούς, ο Προτάσοφ έδωσε την ευκαιρία στους Κατεργιαννάκη και Μπούτσεκ να διεκδικήσουν επί ίσοις όροις τη φανέλα του βασικού. Ο Σλοβάκος έδειξε φανερά πιο βαρύς στην προετοιμασία, αλλά τα σωματικά του προσόντα και οι καλές του σεζόν με την Ξάνθη έδιναν την εντύπωση, ότι επρόκειτο για προσωρινό πρόβλημα προσαρμογής. Αγωνίστηκε μόλις σε 4 παιχνίδια με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Ζει μόνιμα στη Ξάνθη και διατηρεί φροντιστήριο ξένων γλωσσών μαζί με τη γυναίκα του.

Σπύρος Βάλλας (2003-2004)

Προερχόταν από τις ακαδημίες της Ξάνθης με το ταλέντο του να προμηνύει λαμπρή καριέρα. Πραγματοποίησε εξαιρετικές εμφανίσεις με την ακριτική ομάδα, ενώ παράλληλα ήταν ηγέτης των κλιμακίων της Εθνικής Ομάδας. Ήρθε στον Ολυμπιακό "πακέτο" με τον Μπούτσεκ το καλοκαίρι του 2003 και σε αντίθεση με τον Σλοβάκο έδειξε καλά στοιχεία. Η συνέχεια όμως δεν ήταν ανάλογη. Τρία χρόνια αργότερα τον απέκτησε η Α.Ε. Λάρισα, με την οποία πανηγύρισε την κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας το 2007. 

Το ίδιο καλοκαίρι επέστρεψε στη Σκόντα Ξάνθη, όπου παρέμεινε μέχρι το 2014, όταν σε ηλικία 33 ετών αποφάσισε να εγκαταλείψει την ενεργό δράση. Κατέκτησε δύο Πρωτάθλημα Ελλάδας (2005, 2006) και τρία Κύπελλα Ελλάδος (2005, 2006, 2007)

Βασίλης Τοροσίδης (2006-2007)

Ήρθε στον Ολυμπιακό τον Ιανουάριο του 2007 και στα 6 χρόνια του στον Πειραιά η καριέρα του είχε ραγδαία ανοδική πορεία. Πολυθεσίτης (δεξί μπακ, αριστερό μπακ, αμυντικό χαφ, δεξί χαφ), με εξαιρετικά προσόντα και ενίοτε επαφή με τα δίχτυα. 

Πραγματοποίησε εξαιρετικές εμφανίσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη, παίρνοντας φανέλα βασικού, όπως και το περιβραχιόνιο του αρχηγού. Το ίδιο συνέβη και με την Εθνική Ομάδα. Έτσι η Ρώμα κινήθηκε για την απόκτησή του τον Γενάρη του 2013. Έχει κατακτήσει 5 Πρωταθλήματα Ελλάδας (2007, 2008, 2009, 2011, 2012), 3 Κύπελλα Ελλάδας (2008, 2009, 2012) και ένα Σούπερ Καπ Ελλάδας (2007).

Παναγιώτης Βλαχοδήμος (2012-2013)

Παιδί Ελλήνων μεταναστών από τη Στουτγκάρδη, ξεκίνησε τα ποδοσφαιρικά του βήματα στις ακαδημίες της τοπικής ομάδας και το 2011 τον ανακάλυψε η Ξάνθη. Στη θρακιώτικη ομάδα έμεινε έναν χρόνο και αμέσως εντυπωσίασε με τη τεχνική του και την επιθετική του δεινότητα. Έστρεψε τα φώτα πάνω του με τον ελληνικό και διεθνή Τύπο να τον εγκωμιάζει, παραλληλίζοντάς τον με τον Κριστιάνο Ρονάλντο.

Το καλοκαίρι του 2012 αποκτήθηκε από τον Ολυμπιακό, χωρίς όμως να πείσει και να καταφέρει να μείνει σταθερά στο ρόστερ του συλλόγου. Έτσι, από τότε μέχρι σήμερα, περιπλανήθηκε ως δανεικός σε Άουγκσμπουργκ, Πλατανιά, Εργοτέλη και Νιμ Ολυμπίκ. Κατά τη φετινή θερινή προετοιμασία του Ολυμπιακού, του ξεκαθαρίστηκε ότι ο Μάρκο Σίλβα δεν τον υπολογίζει. Πιθανόν να επιστρέψει στη Γαλλία.

Δημήτρης Γούτας (2015-2016)

Γιάννης Κούζηλος