O γερμανικός «λιμός» για την Ευρώπη
Απρίλιος του ’41 και οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα. Το Πάσχα εορτάζεται με τις εκκλησίες κλειστές και τις γερμανικές φρουρές στους δρόμους. Η γερμανική πανδημία σφραγίζει όλη την Ευρώπη με λιμό!
Απρίλιος του 2020. Η Γερμανία, και πάλι ηνίοχος, οδηγεί το οικονομικό άρμα της Ε.Ε. σπέρνοντας, αντί για εμβόλια, φάρμακα και αρωγή, και πάλι λιμό.
Ας οδοιπορήσουμε, λοιπόν, το φαινόμενο «λιμός» και ας βγάλουμε τα ασφαλή συμπεράσματά μας, ιδιαίτερα οι Ολλανδοί, το alter ego τους, που έχουν λίαν αδύνατη μνήμη.
Ενα από τα λίγα πράγματα που ένωναν την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πολέμου ήταν η πανταχού παρούσα πείνα. Το διεθνές εμπόριο τροφίμων είχε εξασθενήσει σχεδόν αμέσως μόλις ξέσπασε ο Πόλεμος και έπαψε τελείως όταν άρχισαν να υφίστανται οι διάφοροι στρατιωτικοί αποκλεισμοί γύρω από την ήπειρο. Τα πρώτα τρόφιμα που εξαφανίστηκαν ήταν τα εισαγόμενα φρούτα. Στη Βρετανία, το κοινό επιχείρησε να το εκλάβει αυτό με καλό χιούμορ. Αρχισαν να εμφανίζονται πινακίδες στα παράθυρα των μανάβικων που έγραφαν «Ναι, δεν έχουμε μπανάνες» και το 1943 η ταινία «Εκατομμύρια σαν εμάς» άρχιζε με τον ειρωνικό ορισμό ενός πορτοκαλιού, υποτίθεται για εκείνους που δεν μπορούσαν να θυμηθούν ούτε πώς έμοιαζε. Στην ήπειρο, μια από τις ελλείψεις που έγινε σχεδόν αμέσως αισθητή ήταν εκείνη του καφέ, που έγινε τόσο σπάνιος, ώστε ο πληθυσμός αναγκάστηκε να πίνει μια ποικιλία υποκατάστατων φτιαγμένων από ραδίκια, από ρίζες πικραλίδας ή από βελανίδια.
Σύντομα ακολούθησαν κι άλλες, πιο σοβαρές ελλείψεις. Η ζάχαρη ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που σπάνισαν, καθώς και τα αγαθά μικρής διάρκειας διατήρησης, όπως το γάλα, η κρέμα, τα αυγά και το φρέσκο κρέας. Σε απάντηση σε τέτοιες ελλείψεις, εισήχθη στη Βρετανία η χορήγηση με το δελτίο, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης, ακόμα και στις ΗΠΑ. Ούτε οι ουδέτερες χώρες απέφυγαν τις ελλείψεις: στην Ισπανία, για παράδειγμα, ακόμα και τρόφιμα του βασικού διαιτολογίου, όπως οι πατάτες και το ελαιόλαδο, χορηγούνταν αυστηρά με δελτίο και η τεράστια πτώση σε εισαγόμενα αγαθά υποχρέωσε τους Ελβετούς να τα βγάζουν πέρα με 2.846 λιγότερες θερμίδες το 1944 απ’ ό,τι πριν από τον Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια των επόμενων πέντε ετών τα αυγά ήταν σχεδόν παντού σε μορφή σκόνης προκειμένου να συντηρηθούν, το βούτυρο είχε αντικατασταθεί με τη μαργαρίνη, το γάλα φυλασσόταν για τα μικρά παιδιά και τα παραδοσιακά κρέατα, όπως το αρνί, το χοιρινό ή το βοδινό, έγιναν τόσο σπάνια, ώστε οι άνθρωποι άρχισαν να εκτρέφουν κουνέλια στους κήπους και στα κτήματά τους ως υποκατάστατο. Ο αγώνας για την αντιμετώπιση του λιμού ήταν εξίσου σημαντικός με τον στρατιωτικό αγώνα και εκλαμβανόταν εξίσου σοβαρά.
Η πρώτη χώρα που έπεσε στον γκρεμό ήταν η Ελλάδα. Τον χειμώνα του 19411942, μόλις έξι μήνες αφότου υπέστη την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων, περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι πέθαναν από την πείνα. Η έλευση του Πολέμου είχε ρίξει τη χώρα σε διοικητική αναρχία και, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στην κίνηση των ανθρώπων, προκλήθηκε κατάρρευση στο σύστημα διανομής τροφίμων. Οι αγρότες άρχισαν να αποκρύπτουν τα τρόφιμά τους, ο πληθωρισμός ανέβηκε ανεξέλεγκτα και η ανεργία έφτασε στα ύψη. Υπήρχε, επίσης, ισχυρή κατάρρευση του νόμου και της τάξης. Πολλοί ιστορικοί κατηγόρησαν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής ότι έδωσαν το έναυσμα για τον λιμό, επιτάσσοντας αποθέματα τροφίμων, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτές οι αποθήκες τροφίμων συχνά λεηλατούνταν από ντόπιους, αντάρτες ή μεμονωμένους στρατιώτες.
Ασχετα με το τι προκάλεσε τον λιμό, τα αποτελέσματα υπήρξαν καταστροφικά. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη η θνησιμότητα τριπλασιάστηκε. Σε μερικά από τα νησιά, όπως στη Μύκονο, η θνησιμότητα έφτασε μέχρι και εννέα φορές πάνω από το συνηθισμένο της επίπεδο. Από τους 410.000 θανάτους Ελλή νων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια ολόκληρου του Πολέμου πιθανώς 250.000 οφείλονταν στην πείνα και σε προβλήματα που σχετίζονταν με αυτήν. Η κατάσταση έγινε τόσο επικίνδυνη, ώστε το φθινόπωρο του 1942 οι Βρετανοί έλαβαν το προφανές μέτρο της άρσης του αποκλεισμού τους, προκειμένου να επιτρέψουν σε πλοία που μετέφεραν τρόφιμα να έρθουν στη χώρα. Με μια συμφωνία μεταξύ Γερμανών και Βρετανών, η βοήθεια έρρεε στην Ελλάδα καθ’ όλη την υπόλοιπη διάρκεια του Πολέμου και αυτό συνεχίστηκε σχεδόν για ολόκληρη τη χαοτική περίοδο που ακολούθησε την απελευθέρωση, στα τέλη του 1944.
Αν οι συνέπειες του Πολέμου στο ελληνικό σύστημα διανομής τροφίμων ήταν σχετικά άμεσες, στη ∆υτική Ευρώπη ο πλήρης αντίκτυπος των ελλείψεων πήρε αρκετά περισσότερο καιρό για να γίνει αισθητός.
Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, δεν ένιωσαν τις χειρότερες συνέπειες του λιμού παρά τον χειμώνα του 19441945. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν ήταν το διοικητικό χάος εκείνο που προκάλεσε τον «Χειμώνα της Πείνας» της Ολλανδίας, αλλά η μακροπρόθεσμη πολιτική των ναζί να στερούν τη χώρα από αυτά που χρειαζόταν για να επιβιώσει. Σχεδόν από τη στιγμή που οι Γερμανοί κατέφθασαν, τον Μάιο του 1940, είχαν αρχίσει να επιτάσσουν τα πάντα: μέταλλα, ρούχα, υφάσματα, ποδήλατα, τρόφιμα και ζώα. Ολόκληρα εργοστάσια αποσυναρμολογήθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Γερμανία. Η Ολλανδία ανέκαθεν βασιζόταν στα εισαγόμενα τρόφιμα και στις ζωοτροφές για τα ζώα της, αλλά αυτές οι εισαγωγές έπαψαν το 1940, αφήνοντας τη χώρα να παλεύει να τα βγάλει πέρα με ό,τι απέμεινε έπειτα από τις γερμανικές επιτάξεις. Οι πατάτες και το ψωμί χορηγούνταν αυστηρά με δελτίο καθ’ όλη τη διάρκεια του Πολέμου και οι άνθρωποι αναγκάζονταν να συμπληρώνουν το διαιτολόγιό τους με παντζάρια, ακόμα και με βολβούς από τουλίπες.
Τον Μάιο του 1944 η κατάσταση ήταν πια απελπιστική. Αναφορές που κατέφθαναν από το εσωτερικό της Ολλανδίας προειδοποιούσαν για επικείμενη συμφορά, εκτός αν η χώρα απελευθερωνόταν σύντομα. Για ακόμα μία φορά, οι Βρετανοί ήραν τον αποκλεισμό τους, προκειμένου να επιτρέψουν να περάσει η βοήθεια, αλλά μόνο σε έναν πολύ περιορισμένο βαθμό. Ο Τσώρτσιλ ανησυχούσε μήπως η τακτική βοήθεια σε τρόφιμα καταλήξει σε γερμανικά χέρια και οι Βρετανοί αρχηγοί επιτελείων φοβούνταν ότι το γερμανικό Ναυτικό θα χρησιμοποιούσε τα πλοία της βοήθειας ως οδηγούς για να περάσει μέσα από τα ναρκοθετημένα ύδατα προς την ολλανδική ακτή. Ετσι, ο λαός της Ολλανδίας υποχρεώθηκε να περιμένει την απελευθέρωση και να λιμοκτονεί.
Εως ότου οι Σύμμαχοι μπουν τελικά στην Ολλανδία, τον Μάιο του 1945, μεταξύ 100.000 και 150.000 Ολλανδοί υπέφεραν από οίδημα πείνας («υδρωπικία»). Η χώρα γλύτωσε μια καταστροφή της κλίμακας του ελληνικού λιμού μόνο διότι ο Πόλεμος τελείωσε και επιτράπηκε να καταφθάσουν τεράστιες ποσότητες βοήθειας. Για χιλιάδες άτομα, όμως, ήταν ήδη πολύ αργά. ∆ημοσιογράφοι που μπήκαν στο Αμστερνταμ περιέγραψαν την πόλη ως «ένα αχανές στρατόπεδο συγκέντρωσης» που φανέρωνε «φρίκη συγκρίσιμη με εκείνη του Μπέλσεν και του Μπούχενβαλντ». Περισσότεροι από 5.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει από πείνα ή σχετιζόμενες ασθένειες μόνο σε εκείνη την πόλη. Ο απολογισμός θανάτων από λιμό για ολόκληρη τη χώρα συνολικά ήταν μεταξύ 16.000 και 20.000.
Απρίλιος του 2020. Η Γερμανία, και πάλι ηνίοχος, οδηγεί το οικονομικό άρμα της Ε.Ε. σπέρνοντας, αντί για εμβόλια, φάρμακα και αρωγή, και πάλι λιμό.
Ας οδοιπορήσουμε, λοιπόν, το φαινόμενο «λιμός» και ας βγάλουμε τα ασφαλή συμπεράσματά μας, ιδιαίτερα οι Ολλανδοί, το alter ego τους, που έχουν λίαν αδύνατη μνήμη.
Ενα από τα λίγα πράγματα που ένωναν την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πολέμου ήταν η πανταχού παρούσα πείνα. Το διεθνές εμπόριο τροφίμων είχε εξασθενήσει σχεδόν αμέσως μόλις ξέσπασε ο Πόλεμος και έπαψε τελείως όταν άρχισαν να υφίστανται οι διάφοροι στρατιωτικοί αποκλεισμοί γύρω από την ήπειρο. Τα πρώτα τρόφιμα που εξαφανίστηκαν ήταν τα εισαγόμενα φρούτα. Στη Βρετανία, το κοινό επιχείρησε να το εκλάβει αυτό με καλό χιούμορ. Αρχισαν να εμφανίζονται πινακίδες στα παράθυρα των μανάβικων που έγραφαν «Ναι, δεν έχουμε μπανάνες» και το 1943 η ταινία «Εκατομμύρια σαν εμάς» άρχιζε με τον ειρωνικό ορισμό ενός πορτοκαλιού, υποτίθεται για εκείνους που δεν μπορούσαν να θυμηθούν ούτε πώς έμοιαζε. Στην ήπειρο, μια από τις ελλείψεις που έγινε σχεδόν αμέσως αισθητή ήταν εκείνη του καφέ, που έγινε τόσο σπάνιος, ώστε ο πληθυσμός αναγκάστηκε να πίνει μια ποικιλία υποκατάστατων φτιαγμένων από ραδίκια, από ρίζες πικραλίδας ή από βελανίδια.
Σύντομα ακολούθησαν κι άλλες, πιο σοβαρές ελλείψεις. Η ζάχαρη ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που σπάνισαν, καθώς και τα αγαθά μικρής διάρκειας διατήρησης, όπως το γάλα, η κρέμα, τα αυγά και το φρέσκο κρέας. Σε απάντηση σε τέτοιες ελλείψεις, εισήχθη στη Βρετανία η χορήγηση με το δελτίο, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης, ακόμα και στις ΗΠΑ. Ούτε οι ουδέτερες χώρες απέφυγαν τις ελλείψεις: στην Ισπανία, για παράδειγμα, ακόμα και τρόφιμα του βασικού διαιτολογίου, όπως οι πατάτες και το ελαιόλαδο, χορηγούνταν αυστηρά με δελτίο και η τεράστια πτώση σε εισαγόμενα αγαθά υποχρέωσε τους Ελβετούς να τα βγάζουν πέρα με 2.846 λιγότερες θερμίδες το 1944 απ’ ό,τι πριν από τον Πόλεμο. Κατά τη διάρκεια των επόμενων πέντε ετών τα αυγά ήταν σχεδόν παντού σε μορφή σκόνης προκειμένου να συντηρηθούν, το βούτυρο είχε αντικατασταθεί με τη μαργαρίνη, το γάλα φυλασσόταν για τα μικρά παιδιά και τα παραδοσιακά κρέατα, όπως το αρνί, το χοιρινό ή το βοδινό, έγιναν τόσο σπάνια, ώστε οι άνθρωποι άρχισαν να εκτρέφουν κουνέλια στους κήπους και στα κτήματά τους ως υποκατάστατο. Ο αγώνας για την αντιμετώπιση του λιμού ήταν εξίσου σημαντικός με τον στρατιωτικό αγώνα και εκλαμβανόταν εξίσου σοβαρά.
Η πρώτη χώρα που έπεσε στον γκρεμό ήταν η Ελλάδα. Τον χειμώνα του 19411942, μόλις έξι μήνες αφότου υπέστη την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων, περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι πέθαναν από την πείνα. Η έλευση του Πολέμου είχε ρίξει τη χώρα σε διοικητική αναρχία και, σε συνδυασμό με τους περιορισμούς στην κίνηση των ανθρώπων, προκλήθηκε κατάρρευση στο σύστημα διανομής τροφίμων. Οι αγρότες άρχισαν να αποκρύπτουν τα τρόφιμά τους, ο πληθωρισμός ανέβηκε ανεξέλεγκτα και η ανεργία έφτασε στα ύψη. Υπήρχε, επίσης, ισχυρή κατάρρευση του νόμου και της τάξης. Πολλοί ιστορικοί κατηγόρησαν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής ότι έδωσαν το έναυσμα για τον λιμό, επιτάσσοντας αποθέματα τροφίμων, αλλά η αλήθεια είναι ότι αυτές οι αποθήκες τροφίμων συχνά λεηλατούνταν από ντόπιους, αντάρτες ή μεμονωμένους στρατιώτες.
Ασχετα με το τι προκάλεσε τον λιμό, τα αποτελέσματα υπήρξαν καταστροφικά. Στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη η θνησιμότητα τριπλασιάστηκε. Σε μερικά από τα νησιά, όπως στη Μύκονο, η θνησιμότητα έφτασε μέχρι και εννέα φορές πάνω από το συνηθισμένο της επίπεδο. Από τους 410.000 θανάτους Ελλή νων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια ολόκληρου του Πολέμου πιθανώς 250.000 οφείλονταν στην πείνα και σε προβλήματα που σχετίζονταν με αυτήν. Η κατάσταση έγινε τόσο επικίνδυνη, ώστε το φθινόπωρο του 1942 οι Βρετανοί έλαβαν το προφανές μέτρο της άρσης του αποκλεισμού τους, προκειμένου να επιτρέψουν σε πλοία που μετέφεραν τρόφιμα να έρθουν στη χώρα. Με μια συμφωνία μεταξύ Γερμανών και Βρετανών, η βοήθεια έρρεε στην Ελλάδα καθ’ όλη την υπόλοιπη διάρκεια του Πολέμου και αυτό συνεχίστηκε σχεδόν για ολόκληρη τη χαοτική περίοδο που ακολούθησε την απελευθέρωση, στα τέλη του 1944.
Αν οι συνέπειες του Πολέμου στο ελληνικό σύστημα διανομής τροφίμων ήταν σχετικά άμεσες, στη ∆υτική Ευρώπη ο πλήρης αντίκτυπος των ελλείψεων πήρε αρκετά περισσότερο καιρό για να γίνει αισθητός.
Στην Ολλανδία, για παράδειγμα, δεν ένιωσαν τις χειρότερες συνέπειες του λιμού παρά τον χειμώνα του 19441945. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, δεν ήταν το διοικητικό χάος εκείνο που προκάλεσε τον «Χειμώνα της Πείνας» της Ολλανδίας, αλλά η μακροπρόθεσμη πολιτική των ναζί να στερούν τη χώρα από αυτά που χρειαζόταν για να επιβιώσει. Σχεδόν από τη στιγμή που οι Γερμανοί κατέφθασαν, τον Μάιο του 1940, είχαν αρχίσει να επιτάσσουν τα πάντα: μέταλλα, ρούχα, υφάσματα, ποδήλατα, τρόφιμα και ζώα. Ολόκληρα εργοστάσια αποσυναρμολογήθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Γερμανία. Η Ολλανδία ανέκαθεν βασιζόταν στα εισαγόμενα τρόφιμα και στις ζωοτροφές για τα ζώα της, αλλά αυτές οι εισαγωγές έπαψαν το 1940, αφήνοντας τη χώρα να παλεύει να τα βγάλει πέρα με ό,τι απέμεινε έπειτα από τις γερμανικές επιτάξεις. Οι πατάτες και το ψωμί χορηγούνταν αυστηρά με δελτίο καθ’ όλη τη διάρκεια του Πολέμου και οι άνθρωποι αναγκάζονταν να συμπληρώνουν το διαιτολόγιό τους με παντζάρια, ακόμα και με βολβούς από τουλίπες.
Τον Μάιο του 1944 η κατάσταση ήταν πια απελπιστική. Αναφορές που κατέφθαναν από το εσωτερικό της Ολλανδίας προειδοποιούσαν για επικείμενη συμφορά, εκτός αν η χώρα απελευθερωνόταν σύντομα. Για ακόμα μία φορά, οι Βρετανοί ήραν τον αποκλεισμό τους, προκειμένου να επιτρέψουν να περάσει η βοήθεια, αλλά μόνο σε έναν πολύ περιορισμένο βαθμό. Ο Τσώρτσιλ ανησυχούσε μήπως η τακτική βοήθεια σε τρόφιμα καταλήξει σε γερμανικά χέρια και οι Βρετανοί αρχηγοί επιτελείων φοβούνταν ότι το γερμανικό Ναυτικό θα χρησιμοποιούσε τα πλοία της βοήθειας ως οδηγούς για να περάσει μέσα από τα ναρκοθετημένα ύδατα προς την ολλανδική ακτή. Ετσι, ο λαός της Ολλανδίας υποχρεώθηκε να περιμένει την απελευθέρωση και να λιμοκτονεί.
Εως ότου οι Σύμμαχοι μπουν τελικά στην Ολλανδία, τον Μάιο του 1945, μεταξύ 100.000 και 150.000 Ολλανδοί υπέφεραν από οίδημα πείνας («υδρωπικία»). Η χώρα γλύτωσε μια καταστροφή της κλίμακας του ελληνικού λιμού μόνο διότι ο Πόλεμος τελείωσε και επιτράπηκε να καταφθάσουν τεράστιες ποσότητες βοήθειας. Για χιλιάδες άτομα, όμως, ήταν ήδη πολύ αργά. ∆ημοσιογράφοι που μπήκαν στο Αμστερνταμ περιέγραψαν την πόλη ως «ένα αχανές στρατόπεδο συγκέντρωσης» που φανέρωνε «φρίκη συγκρίσιμη με εκείνη του Μπέλσεν και του Μπούχενβαλντ». Περισσότεροι από 5.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει από πείνα ή σχετιζόμενες ασθένειες μόνο σε εκείνη την πόλη. Ο απολογισμός θανάτων από λιμό για ολόκληρη τη χώρα συνολικά ήταν μεταξύ 16.000 και 20.000.