Η συνεισφορά των φιλελλήνων στην Επανάσταση του 1821 στάθηκε σηµαντική. Η Νεοελληνική Ιστορία θα την εκτιµήσει κάποτε όπως της αξίζει. Ιδιαίτερα σοβαρή υπήρξε η συµβολή των βαλκανικών λαών και πλούσια η συµβολή του βουλγαρικού λαού. Οφειλόµενη η αναφορά στη συµβολή του βουλγαρικού λαού στον εθνικοαπελευθερωτικό µας αγώνα. Και είναι κρίµα το ότι δεν προσεκλήθη ο Βούλγαρος πρωθυπουργός στην επετειακή µας εορτή. Ας ανοίξουµε την άγνωστη αυτή σελίδα της Ελληνικής Επανάστασης, που ήταν και αφύπνιση των Βαλκάνιων γειτόνων µας.

Η µετεπαναστατική επίσηµη αστική ιστοριογραφία αποσιώπησε και αποσιωπά συστηµατικά όχι µονάχα τη συµβολή του βουλγαρικού λαού στην Επανάσταση του 1821 και τη µαζική συµµετοχή Βουλγάρων εθελοντών σε αυτήν, αλλά και την παρουσία Βουλγάρων στην Ελλάδα κατά τα χρόνια της Επανάστασης. Ακόµα και το περιοδικό «Φιλελληνικά» του Θ. Βαγενά, η έκδοση του οποίου έχει αποκλειστικό σκοπό, όπως διακηρύττει ο ίδιος ο εκδότης του, να εκλαϊκεύσει τη συνεισφορά των φιλελλήνων στην Επανάσταση του 1821, ενώ µίλησε για τη συνεισφορά των Πορτογάλων, των Ισπανών κ.λπ. και αναγγέλλει ότι σε επόµενα τεύχη θα µιλήσει για τη συµβολή των Νορβηγών, των Ιρλανδών και αργότερα ίσως και άλλων, δεν βρήκε έως τα σήµερα να πει λέξη για τις αιµάτινες σπονδές του βουλγαρικού λαού για τη λευτεριά του αδελφού του ελληνικού λαού.

Και το πράγμα, φυσικά, δεν είναι δυσκολοεξήγητο. Οταν ο κόσµος της δυτικοεξάρτησης, στο όνοµα της φιλίας µε τους τουρκοµεντερέδες, προσπαθεί να ξεγράψει τους ίδιους τους αγώνες του ελληνικού λαού και χαρακτηρίζει τους Βουλγάρους «προαιώνιους εχθρούς της φυλής», ενώ πιπιλίζει καθηµερινά το τροπάρι του «από Βορράν κινδύνου», τότε είναι επικίνδυνο να µιλάει κανείς για αδελφικούς δεσµούς και κοινές αγωνιστικές παραδόσεις του ελληνικού, του βουλγαρικού και των βαλκανικών λαών. Και το σηµείωµά µας σε αυτόν ακριβώς τον σκοπό αποβλέπει: φωτίζοντας τη συµβολή του βουλγαρικού λαού στην Επανάσταση του 1821, να συντελέσει στην καλλιέργεια φιλικών, αδελφικών σχέσεων ανάµεσα στους δύο λαούς. Το φλογερό κάλεσµα του Ρήγα σε κοινή πανβαλκανική εξέγερση βρήκε βαθιά απήχηση στην ψυχή του βουλγαρικού λαού. Κλέφτες και χαϊντούτοι, πανδούροι και χαϊδούκοι παλεύουν όλο και πιο συχνά ο ένας δίπλα στον άλλο ενάντια στον Τούρκο τύραννο. Τα δηµοτικά τραγούδια είναι ο πιο αδιάψευστος µάρτυρας αυτής της ένοπλης αδελφικής σύµπραξης των βαλκανικών λαών:

«Ανέβ’ ο Νάννος στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια / και παλικάρια µάζευε, Βουλγάρους κι Αρβανίτες / και τα Μωραϊτόπουλα µε τα πολλά τ’ ασήµια / κι οληµερίς τους δίδασκε κι ολονυχτίς τους λέγει / Βάλτε ατσάλι στην καρδιά και σίδερο στα πόδια».

Κι όταν η Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε στη φιλόξενη ρωσική γη, ήρθε να ενσαρκώσει το µεγαλόπνοο επαναστατικό σχέδιο του Ρήγα, τότε πλήθος Βούλγαροι κατατάχτηκαν στις γραµµές της. Η συµµετοχή των Βουλγάρων στη Φιλική Εταιρεία ήταν µαζική. Το γεγονός αυτό το µαρτυρούν πλήθος ελληνικές και βουλγαρικές πηγές. Τον βουλγαρικό λαό τον κατήχησαν στην Εταιρεία οι απόστολοί της, Παπαφλέσσας, Αριστείδης Παπάς, Περραιβός κ.τ.λ. Ο Γεώργιος Λεβέντης στα αποµνηµονεύµατά του γράφει πως «πολλοί Βούλγαροι εκοινώνησαν της Φιλικής Εταιρίας και επέδειξαν αξιόλογον προθυµίαν και ζήλον χριστιανικώτατον».

Κι όχι µονάχα οι Βούλγαροι πήραν µαζικά µέρος στη Φιλική Εταιρεία, αλλά πολλοί Βούλγαροι αναδείχτηκαν δραστήρια στελέχη και επιφανείς φιλικοί. Τέτοιος διαλεχτός φιλικός ήταν ο Αθανάσιος Βογορίδης. Στην εφηµερίδα «Ελπίς» της 21ης Ιουνίου 1860, ο Κωνσταντίνος Λεβίδης έγραφε: «Ο Βούλγαρος Θ. Βογορίδης ήτο ο εν Βιέννη δραστήριος απόστολος της Φιλικής Εταιρείας, τρέχων πάντοτε τον κίνδυνον να συλληφθεί υπό της Αυστριακής αστυνοµίας και να λάβη την τύχην του Ρήγα του Φερραίου, αυτός κατήχησε και ηµάς και άλλους εν Βιέννη τότε διατρίβοντας, αυτός ο Βούλγαρος Βογορίδης µετά των Θεσσαλών Φαρµακίδου και Μανούσου, µετά του Χίου Κοκκινάκη κ.λπ. εξέδιδον τον “Λόγιον Ερµήν”».

Μόλις ο Υψηλάντης πέρασε τον Προύθο, πολλοί Βούλγαροι εθελοντές έτρεξαν να καταταχθούν κάτω από τις σηµαίες του. Ο Φιλήµονας στο «∆οκίµιό» του για τη Φιλική Εταιρεία αναφέρει ότι τη ζύµη του στρατού του Υψηλάντη την αποτέλεσαν Ελληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι κ.λπ. µαχητές.

Ηταν τέτοια η προσέλευση εθελοντών, που ο Υψηλάντης έγραφε γεµάτος χαρά στον Ξάνθο: «Αριθµός εγγράφου ΙΙΙ,

Ο ενθουσιασµός µεγαλώτατος εδώ, δεν ηξεύρω πού να βάλω τους όσους έρχονται Βουλγάρους και άλλους. Προθύµως ας διευθύνονται εις Φαξάνην κι από εκεί εµπρός, όπου ακούουν το όνοµα του ελληνικού στρατοπέδου»…

Η προέλαση του Υψηλάντη στη Ρουµανία προκάλεσε θύελλα ενθουσιασµού στη Βουλγαρία. Ο Βούλγαρος οπλαρχηγός Χατζηχρήστος έστειλε δύο απεσταλµένους στον Υψηλάντη και τον καλούσε να περάσει το ταχύτερο τον ∆ούναβη. Κι όταν ο Υψηλάντης ρώτησε ποιες ήταν οι προετοιµασίες των Βουλγάρων, οι απεσταλµένοι απάντησαν ότι στη Ζίµνιτσα (σηµ.: parapoda, ρουµανική παραδουνάβια πόλη, απέναντι από τη βουλγαρική Σβίσοβ) είναι έτοιµα 70 πλοιάρια και 300 επαναστάτες και πρόσθεσαν πως, µόλις περάσει τον ∆ούναβη µε το στράτευµά του, όλη η χώρα θα ξεσηκωθεί. Το γεγονός αυτό το αναγράφει και ο Γερµανός ιστορικός Τσιγκάιζεν στον 3ο τόµο της «Ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης».

Οι Βούλγαροι εθελοντές που υπηρέτησαν κάτω από τις διαταγές του Υψηλάντη πήραν µέρος σε όλες τις µάχες και επέδειξαν εξαιρετικό ηρωισµό. Στη µάχη στο ∆ραγατσάνι, π.χ., τα πιο πολλά θύµατα έδωσε ο Ιερός Λόχος και οι Βούλγαροι εθελοντές. Στη Μονή του Σέκου, Βούλγαροι και Ελληνες µαχητές, µε επικεφαλής τον υπέροχο αγωνιστή Γιωργάκη Ολύµπιο, πάλεψαν σαν λιοντάρια και έχυσαν µαζί το αίµα τους στον βωµό της λευτεριάς.

Η συμβολή των Βουλγάρων στην Επανάσταση του 1821 δεν περιορίστηκε µονάχα στις ηγεµονίες. Επεκτάθηκε και στην επαναστατηµένη Ελλάδα. Ο Χαρίλαος ∆ηµόπουλος, στη δυσεύρετη σήµερα «Ιστορία περί των Βουλγάρων» (Βραΐλα, 1866), γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Αλλ’ όσοι εταιρισταί ηριθµούντο εκ των Βουλγάρων και όσοι εις την φωνήν της θρησκείας και της πατρίδος εξηγέρθησαν, αυτοί δεν κατέθεσαν τα όπλα. Μετέβησαν εις την µικράν γωνίαν όπου η επανάστασις ενεκλείσθη, επολέµησαν εκείθεν τον Τούρκον και αν της ιδίας πατρίδος την τύχην δεν εβελτίωσαν, εδόξασαν όµως το όνοµα των Βουλγάρων και απέκτησαν την ευγνωµοσύνην των συµπολεµιστών».

Οµως δεν είναι µόνο οι Βούλγαροι από τις ηγεµονίες που πήγαν στην Ελλάδα για να βοηθήσουν την Επανάσταση. Μόλις κηρύχτηκε η Επανάσταση στην Ελλάδα, τρέξανε και πήραν µέρος στον αγώνα από όλη τη Βουλγαρία, και ιδιαίτερα από τη νότια, πάνω από 2.000 αγωνιστές.

Ο σύγχρονος Βούλγαρος ιστορικός Νικόλα Τραϊκόφ, µιλώντας για τη µαζική συµµετοχή των Βουλγάρων στην Επανάσταση του 1821 και για τους λόγους αυτής της συµµετοχής, σε άρθρο του µε τον τίτλο «Σλαύοι φιλλέλληνες αγωνισταί», που δηµοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία» της Αθήνας, αριθµός φύλλου 321 (1/5/1940), έγραψε τα εξής:

«Από όλους τους Σλαύους αγωνιστάς του 1821, πολυπληθέστεροι υπήρξαν οι Βούλγαροι. Ο αριθµός των είναι µεγαλύτερος από τον συνολικόν αριθµόν των Ευρωπαίων εθελοντών. Αµεσοι γείτονες των Ελλήνων, µεθ’ ων επί αιώνας συνεµερίσθησαν την κοινήν µοίραν του ζυγού, διατελούντες επίσης και εις άµεσον πνευµατικήν και οικονοµικήν επαφήν, ήτο φυσικόν να ανταποκριθούν µε µεγαλυτέραν προθυµίαν εις το επαναστατικόν κήρυγµα του Ρήγα Φεραίου και να λάβουν ενεργητικώτατον µέρος εις τον αναληφθέντα αγώνα υπέρ της ελευθερίας, ο οποίος εθεωρείτο από αυτούς ως κοινή υπόθεσις. Από την συντριβήν του κοινού εχθρού ανέµενον την απελευθέρωσιν και της ιδίας των πατρίδος».