Μία πειστική ''θεωρία νίκης''
Άρθρο γνώμης
Η στρατιωτική ισχύς είναι σχετικό και όχι απόλυτο μέγεθος, που παίρνει υπόσταση ανάλογα με το γεωγραφικό περιβάλλον, το είδος του πολέμου και μια σειρά άλλων παραγόντων
Mια ανομολόγητη, κρίσιμη διάσταση της τρέχουσας κατάστασης της ελληνικής κοινωνίας είναι η ψυχολογική και ιδιαίτερα το δραματικό έλλειμμα αισιοδοξίας που τη χαρακτηρίζει, καθώς, στην καλύτερη περίπτωση, αυτό οδηγεί στον ωχαδερφισμό (ελληνικός μηδενισμός) και, στη χειρότερη, στη βαθιά κατάθλιψη και την παραίτηση.
Η αντοχή που έχει επιδείξει η ελληνική κοινωνία κατά τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης απέναντι σε καταστροφικές καταστάσεις (κραχ του Χρηματιστηρίου, πυρκαγιές του 2007, χρεοκοπία και δέκα χρόνια Μνημόνια, κορονοϊός και οικονομική κρίση κορονοϊού) είναι θαυμαστή. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως δεν έχει εξαντληθεί. Η πραγματικότητα των εξωτερικών και εσωτερικών απειλών που δέχεται παραμένει εξουθενωτική, ιδιαίτερα στο ζήτημα της εθνικής ασφάλειας.
Η σύγκριση με την τουρκική ισχύ (ποσοτικά, ποιοτικά, πολεμική βιομηχανία, βάσεις εξωτερικού κ.λπ.) είναι αποθαρρυντική, ενώ η συνειδητοποίηση της υποχωρητικότητας επί δεκαετίες και η συνεχής πολιτική κατευνασμού οδηγούν την ελληνική κοινωνία στην εσωτερίκευση της ηττοπάθειας και της παράδοσης. Ο καθηγητής Γεωπολιτικής, γεωγραφίας της ασφάλειας και νέων στρατιωτικών τεχνολογιών Κώστας Γρίβας -ενδεχομένως χωρίς να είναι η βασική πρόθεσή του- μας παρέδωσε ένα «αντίδοτο» σε αυτή την κατάσταση του ντεφετισμού, διατυπώνοντας μια ολοκληρωμένη και σχετικά φθηνή, αλλά κυρίως συνεκτική και πειστική, «θεωρία νίκης» σε μια πιθανή ελληνοτουρκική σύγκρουση. «Η νέα στρατιωτική επανάσταση και η ελληνική αμυντική στρατηγική» (Εκδ. Λιβάνη, 2020) του Γρίβα επισημαίνει, έπειτα από εμβριθή ανάλυση, ότι οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις θα αντιμετωπίσουν πρωτοφανείς προκλήσεις στο μέλλον, πως ο χρόνος τρέχει αντίστροφα σε ό,τι αφορά την ενίσχυση των μαχητικών-αποτρεπτικών ικανοτήτων τους και, κυρίως, ότι είναι δυνατή «η σχεδίαση εγχώριων λύσεων χαμηλού κόστους και υψηλής απόδοσης (low cost-high payoff), με βάση τη διεθνή εμπειρία, αλλά προσαρμοσμένων στις ελληνικές συνθήκες».
Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της Συστημικής Γεωπολιτικής Ανάλυσης του καθηγητή Ι. Μάζη, ο Γρίβας ξεκαθαρίζει εξαρχής ότι η στρατιωτική ισχύς είναι σχετικό και όχι απόλυτο μέγεθος, που παίρνει υπόσταση ανάλογα με το γεωγραφικό περιβάλλον, το είδος του πολέμου και μια σειρά άλλων παραγόντων. Υπό αυτή την οπτική, «στρατιωτική επανάσταση» είναι ο συνδυασμός των τεχνολογικών αλλαγών με καινοτόμες μεθόδους στα δόγματα μάχης και στην οργάνωση των στρατευμάτων. Ετσι προκύπτουν θεμελιώδεις αλλαγές στον χαρακτήρα και τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, αλλά και στην κατανομή της ισχύος. Ηδη έχει ξεκινήσει μια ασύλληπτης ταχύτητας κούρσα τεχνολογικών εξελίξεων, που κινείται σε πολλά επίπεδα, ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους και τις ανάγκες της κάθε χώρας για αποτροπή και προβολή ισχύος.
Οι μεγάλες δυνάμεις αντιλαμβάνονται ότι είναι εγκλωβισμένες στις πανάκριβες πλατφόρμες, οι οποίες φέρουν πυραύλους και βλήματα (αεροπλανοφόρα, αεροπλάνα, αντιτορπιλικά, πυρηνικά υποβρύχια), που πλέον έχουν να αντιμετωπίσουν την «πυραυλική επανάσταση» (missile revolution), το αναβαθμισμένο αντιπλοϊκό πυροβολικό, τα διαχωρικά πυρά, την τακτική της πολυχωρικής μάχης (multi domain battle), τα antistealth συστήματα, τα όπλα hypersonic και την είσοδο νέων παικτών στις δυνατότητες του διαστημικού πολέμου. Οι εξελίξεις αυτές διαφαίνεται ότι εξισορροπούν την αεροπορική ισχύ με τα νέα συστήματα του Πυροβολικού. Από την άλλη, στα τρέχοντα πεδία μαχών καταγράφονται καινοτόμες τακτικές χαμηλής τεχνολογίας και χρήσης πρωτόγονων μέσων, που αντιμετωπίζουν με επιτυχία τα όπλα υψηλής τεχνολογίας και πανίσχυρες δυνάμεις στο λεγόμενο «δικτυοκεντρικό πεδίο μάχης». Η ανάλυση του Γρίβα είναι τεχνικά τεκμηριωμένη και επικαιροποιημένη μέχρι την αρχή του 2020, με την έννοια ότι περιλαμβάνει συγκριτικές αναλύσεις για ό,τι όπλο εμφανίζεται απανταχού. Η εξαντλητική παρουσίαση και κατηγοριοποίηση των νέων οπλικών συστημάτων, οργάνωσης και πληροφοριών υπό το πρίσμα κόστους-οφέλους διαθέτει την ασφάλεια της επιστημονικής μεθόδου, η οποία άλλωστε καταγράφεται και στη βιβλιογραφία της εργασίας αυτής.
Ο καθηγητής Γρίβας πήρε τη σκυτάλη από τον κορυφαίο Ελληνα φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη, στου οποίου το έργο «Θεωρία του πολέμου» (Εκδ. Θεμέλιο, 1997) και ιδιαίτερα στο Επίμετρο, με τίτλο «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου», είχε διατυπωθεί το δόγμα του «πρώτου χτυπήματος» από ελληνικής πλευράς, μετά τη στρατηγική ανάλυση των τότε δεδομένων, που σήμερα έχουν εξελιχθεί περαιτέρω εις βάρος της Ελλάδας. Ο Κονδύλης επισήμαινε τότε το μειονέκτημα του κατακερματισμένου ελληνικού χώρου, γεγονός που επιτρέπει στον εχθρό να καταλάβει ορισμένα νησιά, δημιουργώντας τετελεσμένα γεγονότα σε σύντομο διάστημα.
Ο ίδιος παρέθετε τέσσερις παράγοντες που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τα ελληνικά μειονεκτήματα και ο συνδυασμός των οποίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε «αξιόλογες πιθανότητες νίκης» την ελληνική πλευρά:
1) Οχι εξάντληση για ανακατάληψη εδαφών, αλλά κατάληψη τουρκικών εδαφών ως αντιστάθμισμα,
2) αποφυγή του κατακερματισμού των ελληνικών δυνάμεων και συγκέντρωσή τους σε συγκεκριμένους στόχους,
3) αντιστάθμιση των ελληνικών γεωγραφικών μειονεκτημάτων, με δράση σε όλη την τουρκική επικράτεια, και καταστροφή των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς
και 4) βασικό κριτήριο για τη νίκη είναι για την ελληνική πλευρά «η αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό».
Ο Γρίβας αλλάζει πλήρως γραμμή, προφανώς λόγω των τεχνολογικών αλλαγών, μετατρέποντας το μειονέκτημα του κατακερματισμένου ελληνικού χώρου σε στρατηγικό πλεονέκτημα, εγκαταλείποντας το δόγμα του «πρώτου πλήγματος» και προσεγγίζοντας μάλιστα με όρους υψηλής πολιτικής. Σε ό,τι αφορά τον ελληνοτουρκικό γεωπολιτικό χώρο, εντοπίζει μια σειρά παραμέτρων αποτροπής κρίσιμης βαρύτητας και κυρίως επισημαίνει την αξία της αξιοπιστίας και της επάρκειας της αποτροπής, καθώς και τη διάρκεια και την οικονομική βιωσιμότητά της.
Στο καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, προτείνει τη συγκρότηση μιας δικτυοκεντρικής αρχιπελαγικής δύναμης βληματοκεντρικού πολέμου, που θα λειτουργεί ως ενιαίος αμυντικός χώρος, με μικρές, αυτόνομες φρουρές στα νησιά, που θα είναι ικανές να πετύχουν άμυνα εναντίον υπέρτερων δυνάμεων, έστω και για λίγο, συνδυάζοντας «πρωτόγονες εγκαταστάσεις» με εξειδικευμένα συστήματα βλημάτων. Στόχος να προκύψει ένα «εξαιρετικά περιορισμένο παράθυρο ευκαιρίας» πριν από την επέμβαση των μεγάλων παικτών για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Το μοντέλο προσδοκά στην αποτρεπτική αξία της «άρνησης αποτελέσματος», δηλαδή η αποτροπή να δίνει βάθος χρόνου για προβολή ισχύος από την πλευρά μας μέχρι τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Ο Γρίβας αμφισβητεί το κονδύλειο δόγμα προβολής ισχύος στο βάθος της Τουρκίας, εκλεπτύνοντας τη στρατηγική του αξία στο επίπεδο της ένταξης τέτοιων δράσεων σε έναν μηχανισμό παραγωγής συνεργαζόμενων και εστιασμένων αποτελεσμάτων (effects generator). Ξεκαθαρίζει ότι «τα στρατηγικά πλήγματα ορίζονται ως τέτοια από την επίδραση που έχουν πάνω στην υπόσταση του αντιπάλου ανάλογα με το είδος και τη μορφή της πολεμικής αντιπαράθεσης», «δηλαδή, λαμβάνουν τη στρατηγική τους υπόσταση ανά περίσταση».
Αναμφίβολα, η προσέγγιση αυτή είναι η τελευταία λέξη της νέας στρατηγικής αντίληψης. Εμείς εδώ απλώς επισημαίνουμε την ψυχολογική αξία της δυνατότητας για πλήγματα βάθους στο επίπεδο των Ενόπλων Δυνάμεων και την αξία τους ως αποτρεπτικού επιχειρήματος έναντι του αντιπάλου.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Η αντοχή που έχει επιδείξει η ελληνική κοινωνία κατά τις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης απέναντι σε καταστροφικές καταστάσεις (κραχ του Χρηματιστηρίου, πυρκαγιές του 2007, χρεοκοπία και δέκα χρόνια Μνημόνια, κορονοϊός και οικονομική κρίση κορονοϊού) είναι θαυμαστή. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως δεν έχει εξαντληθεί. Η πραγματικότητα των εξωτερικών και εσωτερικών απειλών που δέχεται παραμένει εξουθενωτική, ιδιαίτερα στο ζήτημα της εθνικής ασφάλειας.
Η σύγκριση με την τουρκική ισχύ (ποσοτικά, ποιοτικά, πολεμική βιομηχανία, βάσεις εξωτερικού κ.λπ.) είναι αποθαρρυντική, ενώ η συνειδητοποίηση της υποχωρητικότητας επί δεκαετίες και η συνεχής πολιτική κατευνασμού οδηγούν την ελληνική κοινωνία στην εσωτερίκευση της ηττοπάθειας και της παράδοσης. Ο καθηγητής Γεωπολιτικής, γεωγραφίας της ασφάλειας και νέων στρατιωτικών τεχνολογιών Κώστας Γρίβας -ενδεχομένως χωρίς να είναι η βασική πρόθεσή του- μας παρέδωσε ένα «αντίδοτο» σε αυτή την κατάσταση του ντεφετισμού, διατυπώνοντας μια ολοκληρωμένη και σχετικά φθηνή, αλλά κυρίως συνεκτική και πειστική, «θεωρία νίκης» σε μια πιθανή ελληνοτουρκική σύγκρουση. «Η νέα στρατιωτική επανάσταση και η ελληνική αμυντική στρατηγική» (Εκδ. Λιβάνη, 2020) του Γρίβα επισημαίνει, έπειτα από εμβριθή ανάλυση, ότι οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις θα αντιμετωπίσουν πρωτοφανείς προκλήσεις στο μέλλον, πως ο χρόνος τρέχει αντίστροφα σε ό,τι αφορά την ενίσχυση των μαχητικών-αποτρεπτικών ικανοτήτων τους και, κυρίως, ότι είναι δυνατή «η σχεδίαση εγχώριων λύσεων χαμηλού κόστους και υψηλής απόδοσης (low cost-high payoff), με βάση τη διεθνή εμπειρία, αλλά προσαρμοσμένων στις ελληνικές συνθήκες».
Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της Συστημικής Γεωπολιτικής Ανάλυσης του καθηγητή Ι. Μάζη, ο Γρίβας ξεκαθαρίζει εξαρχής ότι η στρατιωτική ισχύς είναι σχετικό και όχι απόλυτο μέγεθος, που παίρνει υπόσταση ανάλογα με το γεωγραφικό περιβάλλον, το είδος του πολέμου και μια σειρά άλλων παραγόντων. Υπό αυτή την οπτική, «στρατιωτική επανάσταση» είναι ο συνδυασμός των τεχνολογικών αλλαγών με καινοτόμες μεθόδους στα δόγματα μάχης και στην οργάνωση των στρατευμάτων. Ετσι προκύπτουν θεμελιώδεις αλλαγές στον χαρακτήρα και τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, αλλά και στην κατανομή της ισχύος. Ηδη έχει ξεκινήσει μια ασύλληπτης ταχύτητας κούρσα τεχνολογικών εξελίξεων, που κινείται σε πολλά επίπεδα, ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους και τις ανάγκες της κάθε χώρας για αποτροπή και προβολή ισχύος.
Οι μεγάλες δυνάμεις αντιλαμβάνονται ότι είναι εγκλωβισμένες στις πανάκριβες πλατφόρμες, οι οποίες φέρουν πυραύλους και βλήματα (αεροπλανοφόρα, αεροπλάνα, αντιτορπιλικά, πυρηνικά υποβρύχια), που πλέον έχουν να αντιμετωπίσουν την «πυραυλική επανάσταση» (missile revolution), το αναβαθμισμένο αντιπλοϊκό πυροβολικό, τα διαχωρικά πυρά, την τακτική της πολυχωρικής μάχης (multi domain battle), τα antistealth συστήματα, τα όπλα hypersonic και την είσοδο νέων παικτών στις δυνατότητες του διαστημικού πολέμου. Οι εξελίξεις αυτές διαφαίνεται ότι εξισορροπούν την αεροπορική ισχύ με τα νέα συστήματα του Πυροβολικού. Από την άλλη, στα τρέχοντα πεδία μαχών καταγράφονται καινοτόμες τακτικές χαμηλής τεχνολογίας και χρήσης πρωτόγονων μέσων, που αντιμετωπίζουν με επιτυχία τα όπλα υψηλής τεχνολογίας και πανίσχυρες δυνάμεις στο λεγόμενο «δικτυοκεντρικό πεδίο μάχης». Η ανάλυση του Γρίβα είναι τεχνικά τεκμηριωμένη και επικαιροποιημένη μέχρι την αρχή του 2020, με την έννοια ότι περιλαμβάνει συγκριτικές αναλύσεις για ό,τι όπλο εμφανίζεται απανταχού. Η εξαντλητική παρουσίαση και κατηγοριοποίηση των νέων οπλικών συστημάτων, οργάνωσης και πληροφοριών υπό το πρίσμα κόστους-οφέλους διαθέτει την ασφάλεια της επιστημονικής μεθόδου, η οποία άλλωστε καταγράφεται και στη βιβλιογραφία της εργασίας αυτής.
Ο καθηγητής Γρίβας πήρε τη σκυτάλη από τον κορυφαίο Ελληνα φιλόσοφο Παναγιώτη Κονδύλη, στου οποίου το έργο «Θεωρία του πολέμου» (Εκδ. Θεμέλιο, 1997) και ιδιαίτερα στο Επίμετρο, με τίτλο «Γεωπολιτικές και στρατηγικές παράμετροι ενός ελληνοτουρκικού πολέμου», είχε διατυπωθεί το δόγμα του «πρώτου χτυπήματος» από ελληνικής πλευράς, μετά τη στρατηγική ανάλυση των τότε δεδομένων, που σήμερα έχουν εξελιχθεί περαιτέρω εις βάρος της Ελλάδας. Ο Κονδύλης επισήμαινε τότε το μειονέκτημα του κατακερματισμένου ελληνικού χώρου, γεγονός που επιτρέπει στον εχθρό να καταλάβει ορισμένα νησιά, δημιουργώντας τετελεσμένα γεγονότα σε σύντομο διάστημα.
Ο ίδιος παρέθετε τέσσερις παράγοντες που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τα ελληνικά μειονεκτήματα και ο συνδυασμός των οποίων θα μπορούσε να οδηγήσει σε «αξιόλογες πιθανότητες νίκης» την ελληνική πλευρά:
1) Οχι εξάντληση για ανακατάληψη εδαφών, αλλά κατάληψη τουρκικών εδαφών ως αντιστάθμισμα,
2) αποφυγή του κατακερματισμού των ελληνικών δυνάμεων και συγκέντρωσή τους σε συγκεκριμένους στόχους,
3) αντιστάθμιση των ελληνικών γεωγραφικών μειονεκτημάτων, με δράση σε όλη την τουρκική επικράτεια, και καταστροφή των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς
και 4) βασικό κριτήριο για τη νίκη είναι για την ελληνική πλευρά «η αποφασιστικότητα να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό».
Ο Γρίβας αλλάζει πλήρως γραμμή, προφανώς λόγω των τεχνολογικών αλλαγών, μετατρέποντας το μειονέκτημα του κατακερματισμένου ελληνικού χώρου σε στρατηγικό πλεονέκτημα, εγκαταλείποντας το δόγμα του «πρώτου πλήγματος» και προσεγγίζοντας μάλιστα με όρους υψηλής πολιτικής. Σε ό,τι αφορά τον ελληνοτουρκικό γεωπολιτικό χώρο, εντοπίζει μια σειρά παραμέτρων αποτροπής κρίσιμης βαρύτητας και κυρίως επισημαίνει την αξία της αξιοπιστίας και της επάρκειας της αποτροπής, καθώς και τη διάρκεια και την οικονομική βιωσιμότητά της.
Στο καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, προτείνει τη συγκρότηση μιας δικτυοκεντρικής αρχιπελαγικής δύναμης βληματοκεντρικού πολέμου, που θα λειτουργεί ως ενιαίος αμυντικός χώρος, με μικρές, αυτόνομες φρουρές στα νησιά, που θα είναι ικανές να πετύχουν άμυνα εναντίον υπέρτερων δυνάμεων, έστω και για λίγο, συνδυάζοντας «πρωτόγονες εγκαταστάσεις» με εξειδικευμένα συστήματα βλημάτων. Στόχος να προκύψει ένα «εξαιρετικά περιορισμένο παράθυρο ευκαιρίας» πριν από την επέμβαση των μεγάλων παικτών για τον τερματισμό της σύγκρουσης. Το μοντέλο προσδοκά στην αποτρεπτική αξία της «άρνησης αποτελέσματος», δηλαδή η αποτροπή να δίνει βάθος χρόνου για προβολή ισχύος από την πλευρά μας μέχρι τον τερματισμό των εχθροπραξιών. Ο Γρίβας αμφισβητεί το κονδύλειο δόγμα προβολής ισχύος στο βάθος της Τουρκίας, εκλεπτύνοντας τη στρατηγική του αξία στο επίπεδο της ένταξης τέτοιων δράσεων σε έναν μηχανισμό παραγωγής συνεργαζόμενων και εστιασμένων αποτελεσμάτων (effects generator). Ξεκαθαρίζει ότι «τα στρατηγικά πλήγματα ορίζονται ως τέτοια από την επίδραση που έχουν πάνω στην υπόσταση του αντιπάλου ανάλογα με το είδος και τη μορφή της πολεμικής αντιπαράθεσης», «δηλαδή, λαμβάνουν τη στρατηγική τους υπόσταση ανά περίσταση».
Αναμφίβολα, η προσέγγιση αυτή είναι η τελευταία λέξη της νέας στρατηγικής αντίληψης. Εμείς εδώ απλώς επισημαίνουμε την ψυχολογική αξία της δυνατότητας για πλήγματα βάθους στο επίπεδο των Ενόπλων Δυνάμεων και την αξία τους ως αποτρεπτικού επιχειρήματος έναντι του αντιπάλου.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά