Κάποτε, την εποχή του δικοµµατισµού, προκηρύσσονταν πρόωρες εκλογές µε την επίκληση εθνικών θεµάτων - ακόµα και όταν δεν υπήρχε λόγος. Ήταν το πρόχειρο πρόσχηµα για προσφυγή στις κάλπες. Στο ενδιάµεσο εκδηλώνονταν κρίσεις για τα εθνικά µας θέµατα, άνοιγαν παλιές πληγές και, βεβαίως, τα εθνικά θέµατα έχαναν την πραγµατική τους διάσταση στις προεκλογικές περιόδους, έµπαιναν στις µυλόπετρες των προεκλογικών σκοπιµοτήτων των κοµµάτων.

Όλα αυτά ανήκουν στο µακρινό παρελθόν. Στη σκοτεινή περίοδο της δεκαετούς κρίσης υπήρχαν πραγµατικοί και σοβαροί λόγοι να προκηρυχθούν εκλογές, όπως η οικονοµική κατρακύλα της χώρας, που βρέθηκε στα όρια της χρεοκοπίας και της εξόδου από το ευρώ.

Κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι από τότε και, αν θέλουµε να ξεχωρίσουµε δύο κεφάλαια που σηµάδεψαν τις σχέσεις της χώρας µας στη Βαλκανική, θα ξεχωρίζαµε τη Συµφωνία των Πρεσπών και την ελληνοτουρκική κρίση το 2020. Ωστόσο, οι εθνικές εκλογές τόσο το 2019 όσο και το 2023 διεξήχθησαν στην ώρα τους, χωρίς την ανάγκη επίκλησης εθνικών κινδύνων.

Στον δρόµο για τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, όµως, κανείς δεν φανταζόταν λίγες εβδοµάδες πριν ότι θα υπάρξει αναζωπύρωση της πολιτικής διαµάχης σε πολλά εθνικά µέτωπα. Οι σχέσεις µε την Αλβανία βαίνουν επιδεινούµενες, µε τον δήµαρχο Χειµάρρας Φρέντη Μπελέρη -υποψήφιο πλέον µε το ψηφοδέλτιο της Ν.∆.- να είναι φυλακισµένος ένα χρόνο τώρα και µε την επίσκεψη Ράµα την περασµένη Κυριακή στην Αθήνα να πυροδοτεί εντάσεις. Η προκλητική στάση της προέδρου της Β. Μακεδονίας, µετά την εκλογική νίκη του εθνικιστικού VMRO, προκάλεσε αναταράξεις που έγιναν αισθητές µέχρι τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον. Ακόµα και η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Αγκυρα και η συνάντησή του µε τον Τ. Ερντογάν, παρ’ ότι κινήθηκε προβλέψιµα, σε ήρεµα νερά, προκάλεσε αντιδράσεις υψηλών τόνων από τα κόµµατα της αντιπολίτευσης.

Με άλλα λόγια, οι κάλπες στις 9 Ιουνίου είναι για την Ευρώπη, αλλά αίφνης στην προεκλογική ατζέντα παρεισέφρησαν εθνικά «αγκάθια» µε µια ασυνήθιστη οξύτητα.

Ανακύπτουν δύο ερωτήµατα: Πόσο σοβαρή είναι η επιδείνωση -ή η βελτίωση- των διµερών σχέσεών µας µε τις γειτονικές χώρες; Και ακόµα: Μπορούν οι εξελίξεις των τελευταίων ηµερών να έχουν επίπτωση στους διαµορφούµενους πολιτικούς συσχετισµούς; Μπορεί µε άλλα λόγια να γίνουµε µάρτυρες µιας «βαλκανιοποίησης» της ψήφου στην ευρωκάλπη;

Νοµίζω ότι οι πιθανότητες για µια τέτοια εξέλιξη είναι µικρές και, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, µικρότερες απ’ ό,τι µερικούς µήνες πριν. Για την περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η απάντηση είναι προφανής. Στον βραχύ ορίζοντα -που περιλαµβάνει το καλοκαίρι- η ηρεµία στις σχέσεις Αθήνας - Αγκυρας θα διατηρηθεί, παρά το ταραγµένο τοπίο στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Η κοινή γνώµη αποτιµά θετικά τη συνάντηση Ερντογάν - Μητσοτάκη, αν και γίνεται καθαρό πως οι βαθιές διαφορές στα κρίσιµα ζητήµατα παραµένουν. Μία παράµετρος που αποτελεί κοινό παρονοµαστή για την αποκωδικοποίηση των εξελίξεων στις διµερείς σχέσεις -και των άλυτων θεµάτων που τις σηµαδεύουν- είναι ότι τα προβλήµατα αυτά έχουν αποκτήσει σοβαρή διεθνή διάσταση, ξεφεύγουν δηλαδή από τον στενό διµερή χαρακτήρα τους.

Με την Τουρκία, η λογική «να τα βρούµε µεταξύ µας» έχει αποδυναµωθεί σηµαντικά. Γίνεται πλέον φανερό πως οι βαθιές διαφορές των δύο χωρών για την ΑΟΖ µπορούν να λυθούν µόνο στο ∆ιεθνές ∆ικαστήριο της Χάγης. Ούτε βεβαίως η λύση για το Κυπριακό µπορεί να γίνει µε βάση τις «σηµερινές πραγµατικότητες», όπως είπε ο κ. Ερντογάν, καθώς οι αποφάσεις του ΟΗΕ εδώ και δεκαετίες αποτελούν τη µόνη πυξίδα επίλυσής του.

Αλλά και η πρόεδρος της Β. Μακεδονίας δεν θα πρέπει να νιώθει άνετα µετά την αντίδραση της Ελλάδας, αλλά επίσης της Ε.Ε. και των ΗΠΑ στην προσπάθεια παραβίασης µιας Συνθήκης που έδωσε στη χώρα της το «διαβατήριο» για το ΝΑΤΟ, όµως εκκρεµεί η συζήτηση για ένταξη στην Ε.Ε. - και εδώ η υπόθεση δυσκολεύει µε τους εθνικιστικούς ακροβατισµούς. Αλλά και ο κ. Ράµα γνωρίζει ότι ο δρόµος για την ένταξη της Αλβανίας στους ευρωπαϊκούς θεσµούς είναι δύσβατος όσο οι σχέσεις µε την Αθήνα υπονοµεύονται.

Αυτή η διεθνής διάσταση στα προβλήµατα που βρίσκονται σε εξέλιξη µε τις γειτονικές χώρες µας περιορίζει µεν τις επιδράσεις εντός των συνόρων, όµως κάθε άλλο παρά τις µηδενίζει. Υπάρχουν λόγοι γι’ αυτό: οι υπερπατριώτες της δικής µας πλευράς, οι λαϊκιστές που καραδοκούν, ο µη έµµετρος αντιπολιτευτικός λόγος απ’ όπου εκπορεύεται. Όµως, παράλληλα, είναι κοινό µυστικό, για παράδειγµα, ότι η Συµφωνία των Πρεσπών άφησε πληγές και πικρία στη Βόρεια Ελλάδα - και αυτή είναι µια πραγµατικότητα που δεν έχει να κάνει µε τις εθνικιστικές κορόνες.

Παρ’ όλ’ αυτά, οι τελευταίες δηµοσκοπήσεις δείχνουν πως, τελικά, αυτό που θα µετρήσει στον δρόµο για την ευρωκάλπη θα είναι η εσωτερική πολιτική ατζέντα, η κατάσταση της οικονοµίας, τα ζητήµατα ασφάλειας και περιορισµού της εγκληµατικότητας και, σε έναν βαθµό, η επόµενη µέρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης µε τη διαµόρφωση νέων πολιτικών συσχετισµών. Βέβαια, η 9η Ιουνίου πλησιάζει. Κοντός ψαλµός, αλληλούια!

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή της Κυριακής» στις 19/05/2024