Στην παρούσα φάση η Ελλάδα βρίσκεται σε μια δύσκολη θέση. Από τη μία, τα μέσα εισοδήματα στη χώρα, με αφετηρία ανάλυσης τον βασικό μισθό και τις χαμένες τριετίες, βρίσκονται περίπου στο μισό των άλλων παλαιών μελών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και, από την άλλη, ο τιμάριθμος και το κόστος ζωής, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών, κυμαίνονται σε πιο υψηλά επίπεδα από τα μέσα ευρωπαϊκά.

Η ανισορροπία αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο στις ρυθμίσεις και τους αναγκαστικούς νόμους των τριών μνημονίων που συνομολογήθηκαν προκειμένου η χώρα να διαφύγει την οριστική χρεοκοπία της πριν από περίπου μια δεκαετία. Ταυτόχρονα ο χρόνος που χρειάζεται η χώρα ακόμη και σε συνθήκες κανονικότητας και πολιτικής σταθερότητας, όπως αυτές που κυριαρχούν την τελευταία πενταετία, για την αποκατάσταση των μέσων εισοδημάτων των πολιτών της είναι μεγαλύτερος από τη συχνότητα των διεθνών, περιφερειακών και τοπικών κρίσεων που την επηρεάζουν κοινωνικά και οικονομικά. Είτε αυτές ήταν η πανδημία του κορωνοϊού, είτε ο πόλεμος αρχικά στην Ουκρανία και τώρα στη Γάζα, είτε οι πληθωριστικές πιέσεις και ο αποσυντονισμός στις εφοδιαστικές αλυσίδες, η ενεργειακή κρίση επίσης και η αλλαγή των δεδομένων στην ευρωπαϊκή αγορά, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και οι αποζημιώσεις που αυτά προκαλούν, η πολύχρονη ένταση με την Τουρκία από το 2020 μέχρι την προηγούμενη άνοιξη. Η κεντρική στρατηγική που ακολουθεί η πρωθυπουργία Μητσοτάκη και οι κυβερνήσεις του έχει ως βασικό ζητούμενο ανάκαμψης και εξισορρόπησης των δύο μεγεθών -από τη μια τα εισοδήματα και από την άλλη το κόστος ζωής- την αύξηση των μισθών -με τους ρυθμούς που επιβάλλονται από το ευρωπαϊκό πρότυπο και τις υποχρεώσεις του χρέους- και τη βαθμιαία μείωση των φόρων που έχουν επιβληθεί τα χρόνια της εφαρμογής των τριών μνημονίων.

Επειδή ακριβώς η διακυβέρνηση Μητσοτάκη, η πρώτη μετά την τυπική έξοδο από τα μνημόνια, χρειάζεται πλεονάσματα για να δώσει μεγαλύτερες αυξήσεις στο εισόδημα ή να μειώσει φόρους, αποτελεί προτεραιότητα για τον μέσο Έλληνα να υπάρχει αναπτυξιακή πορεία (να αυξάνεται δηλαδή το ΑΕΠ), ώστε να ικανοποιούνται οι στόχοι στα έσοδα του προϋπολογισμού και τα πλεονάσματα να αναδιανέμονται υπέρ της κοινωνικής συγκρότησης, με κατεύθυνση αρχικά τη στήριξη των κατώτερων εισοδημάτων και στη συνέχεια των μεσαίων. Ο κ. Μητσοτάκης από την αρχή της πρώτης του θητείας στη διακυβέρνηση επιχειρεί να δημιουργήσει με τη στρατηγική που έχει προδιαγράψει μια σειρά από «πολλαπλασιαστές» για να επιτύχει πιο γρήγορες εξελίξεις στην κατεύθυνση της άρσης των μνημονιακών ανισορροπιών προς όφελος του μέσου νοικοκυριού στην Ελλάδα. Σε αυτούς τους «πολλαπλασιαστές» συμπεριλαμβάνεται η ανάσχεση της φοροδιαφυγής ή η προσέλκυση ξένων επενδύσεων που δίνουν κεφάλαια και θέσεις εργασίας, τα διαφόρων και διαφορετικών ειδών και διάρκειας «pass» ως μέτρα αμέσου επεμβάσεως στην κλιμάκωση των κρίσεων, η ανάπτυξη των εγχώριων ομίλων και η αύξηση του κύκλου εργασιών τους και το θεμελιώδες: Ο πρωθυπουργός μάχεται με συνέπεια να αλλάξει «πίστα» η χώρα ως προς το προφίλ, την αξιοπιστία της, το κύρος της, το εύρος των διεθνών συμμαχιών της.

Γιατί τελικά γνωρίζοντας τις επονομαζόμενες «αγορές» χρήματος αξιοποιεί τα μοντέλα και τα δεδομένα που λαμβάνουν υπόψη τους για να διαμορφώσει λειτουργικά μια καλύτερη πραγματικότητα, στηρίζοντας τα χαμηλά εισοδήματα, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα το παραγωγικό κεφάλαιο στην Ελλάδα. Καταληκτικά, παρά τις «ασκήσεις ευκολίας» από την αντιπολίτευση, η διακυβέρνηση Μητσοτάκη κινείται στις ράγες του κοινωνικού και εθνικού καπιταλισμού για την Ελλάδα, αξιοποιώντας τη γνώση των διεθνών «αγορών» και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις ευρωπαϊκές διαδικασίες. Αυτό ονομάζεται κανονικότητα…