Τα Ελληνοτουρκικά δεν θα λυθούν αύριο το πρωί. Ούτε είναι ορατός ο ορίζοντας μιας τυχόν προσφυγής στη Χάγη για τις ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα, αφού ούτως ή άλλως η Ελλάδα θα πρέπει να οριοθετήσει πριν τα χωρικά της ύδατα σε τουλάχιστον 10 ναυτικά μίλια όσα είναι και ο εναέριος χώρος της και η Τουρκία να αποφασίσει ότι δεν μπορούν να πάνε στη Χάγη όσα θέματα φαντάζεται ως Ελληνοτουρκική διαφορά.

Όμως μια νέα πραγματικότητα προκύπτει από το κλίμα, τις συμφωνίες και την ατμόσφαιρα που δημιούργησε το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας των δυο χωρών στην Αθήνα. Είναι οι 15 συμφωνίες σε θέματα της «θετικής ατζέντας» που δεν είναι όλα επιμέρους. Για παράδειγμα η συμφωνία για την κοινή δράση στην ανάσχεση του μεταναστευτικού ή οι ταξιδιωτικές βίζες επτά ημερών για Τούρκους πολίτες σε σχέση με τα 10 Ελληνικά νησιά του Αιγαίου, που εντάσσονται όμως στη ζώνη Σέγκεν και ταυτόχρονα η δέσμευση της Ελληνικής ηγεσίας για στήριξη της Τουρκίας να αποκτήσουν οι πολίτες της προνομιακή βίζα για την Ευρωπαϊκή ένωση είναι ιδιαίτερης σημασίας θέματα για τις δύο χώρες. Το εμπορικό ισοζύγιο από τα 5 δις δολάρια στα 10, επίσης.   

Το κλίμα βαθιάς καχυποψίας, σχεδόν εχθρότητας βαθμηδόν θα υποχωρήσει

Σημαντικός εξάλλου ο «οδικός χάρτης» των επαφών για το πρώτο εξάμηνο του 2024. Οι δυο ηγέτες Μητσοτάκης και Ερντογάν θα συναντηθούν δυο φορές μέχρι τον Ιούνιο. Οι υπουργοί και όχι μόνον των Εξωτερικών περισσότερες. Το κλίμα βαθιάς καχυποψίας, σχεδόν εχθρότητας και η ψυχρότητα στις όποιες διαπραγματεύσεις βαθμηδόν θα υποχωρήσουν. Ο διάλογος γίνεται επίμονος και θεσμοθετημένος με συγκεκριμένο πρόγραμμα. Η διακήρυξη Φιλίας και Καλής Γειτονίας, δεν αποτελεί ισχυρή δέσμευση «μη επίθεσης», αλλά το διατυπωμένο από δεκαετίες “casus belli” από το Τουρκικό κοινοβούλιο απέναντι στην Ελλάδα αδυνατίζει πρακτικά.

Γεραπετρίτης και Φιντάν ως επικεφαλής των υπουργείων Εξωτερικών νιώθουν μια μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, αφού η συνάντηση των δυο ηγετών αλλά και η συνέργια των υπουργών με τους ομόλογους τους ή οι δηλώσεις προς τους δημοσιογράφους, έστω χωρίς ερωτήσεις, έδειξαν ότι όλα μπορούν να συμβούν. Η Τουρκία επιθυμεί να δείξει προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ  ότι τουλάχιστον προς την Ελλάδα μπορεί να δώσει δείγματα προσαρμογής. Φυσικά, ταυτόχρονα μετά την ολομέτωπη επίθεση Ερντογάν προς το Ισραήλ και τον Νετανιάχου, ως σκληρός σύμμαχος της Χαμάς και της Τζιχάντ ετοιμάζεται για το ασφυκτικό power game στην Μεσοποταμία και επιχειρεί μια διάσπαση των δυνάμεων της Ανατολικής Μεσογείου Ελλάδας - Κύπρου - Ισραήλ - Αιγύπτου - Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων – Σαουδικής Αραβίας. Η Τουρκία «δεσμεύεται» για το Παλαιστινιακό κράτος, αλλά φοβάται για την συγκρότηση Κουρδιστάν. Για τον λόγο αυτό οι αναφορές Ερντογάν περί «τρομοκρατών» και για το «στρατόπεδο του Λαυρίου» που έκλεισε αν και δεν είχε τέτοιο ρόλο.

Στην Αθήνα πιστεύουν ότι η από αιώνες αντιπαράθεση Τουρκίας - Ελλάδας μπορεί να λυθεί στο μοντέλο της υπέρβασης του ιστορικού ανταγωνισμού Γερμανίας - Γαλλίας στην Κεντρική Ευρώπη. Επίσης, ότι μπορεί να υπάρξει σύμφωνο «Φιλίας και μη επίθεσης» ανάλογο με εκείνο των Ελ. Βενιζέλου - Ινονού του 1930, που θα έχει σταθερή εφαρμογή υπό τις παρούσες συνθήκες. Η σημερινή επιτυχία ενθαρρύνει τέτοιες προσεγγίσεις. Η αξιομνημόνευτη συνεργασία Γεραπετρίτη - Φιντάν  επίσης. Η μακρά παράδοση τακτικισμών και ανατροπών της Τουρκίας, όχι.