Ένα κιλό αρακάς, ο ''γρίφος'' για την κυβέρνηση
Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα πραγματικότητα
Χαμηλή τιμή πώλησης στο χωράφι, κερδοσκοπία που ξεπερνά αντικειμενικά κάθε αποδεκτό όριο "πληθωρισμού της απληστίας", και απαγορευτική τιμή στο ράφι
Οι κινητοποιήσεις των αγροτών συνεχίζονται και στην Ελλάδα, όπως σε όλη την Ευρώπη. Η κυβέρνηση από την πλευρά της δείχνει ότι αντελήφθη καλύτερα τα ζητήματα που τους απασχολούν μέσα από τα αιτήματα που εκφράστηκαν από τα μπλόκα με τα τρακτέρ.
Υπάρχουν θέματα όπως η επίσπευση των αποζημιώσεων για τους πληγέντες στην πλειοψηφία τους αγρότες και κτηνοτρόφους στη Θεσσαλία, αλλά και άλλα που συνδέονται με αυτή καθαυτή την επαγγελματική και επιχειρηματική προοπτική των εμπλεκόμενων στον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα. Οι κυβερνητικές ανακοινώσεις δίνουν διεξόδους, αλλά σύμφωνα με τους αγρότες δεν επιλύουν στρατηγικά τα θέματα του κόστους ή της ανταγωνιστικότητας. Σε κάποια θέματα οι Έλληνες αγρότες και οι συνάδελφοί τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες συναντιούνται στα αιτήματα. Αλλά κάθε χώρα, αν και εντάσσεται στην ίδια κεντρική ΚΑΠ, έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Ανάμεσα στα πολλά που ακούστηκαν και συζητούνται αυτές τις ημέρες γύρω από τα ζητήματα που έχουν οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι και οι μελισσοκόμοι, πήρε δικαιολογημένα δημοσιότητα ένα πολύ πρακτικό εμπειρικό παράδειγμα που ανέδειξε αγρότης από τη Θεσσαλία. Όπως είπε ο ίδιος, πουλά ένα κιλό αρακά προς 0,43 ευρώ και βλέπει στο σουπερμάρκετ συσκευασία 800 γραμμαρίων αρακά να πωλείται προς 3,85 ευρώ. Στο σημείο αυτό έχουμε ένα ευρύτερο ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει πολλαπλά την κυβέρνηση και τα επιτελεία της, όπως και τους εξειδικευμένους οργανισμούς του κράτους. Στην ουσία μιλάμε για έναν «γρίφο». Χαμηλή τιμή πώλησης στο χωράφι, κερδοσκοπία που ξεπερνά αντικειμενικά κάθε αποδεκτό όριο «πληθωρισμού της απληστίας», για να χρησιμοποιήσουμε μια συγκεκριμένη διατύπωση του πρωθυπουργού, και απαγορευτική τιμή στο ράφι για τους Έλληνες καταναλωτές. Χάνουν δηλαδή οι παραγωγοί και οι καταναλωτές και κερδοσκοπούν σε εξαιρετικό βαθμό οι μεσάζοντες και η αγορά των τροφίμων.
Το εύλογο θα ήταν για να υπάρχει μια ισορροπημένη αγορά στο συγκεκριμένο παράδειγμα του ενός κιλού αρακά, να πωλούσε ο παραγωγός στη διπλή τιμή, περίπου δηλαδή 0,86 του ευρώ και να αγοράζαμε στο σουπερμάρκετ συσκευασία επίσης ενός κιλού από 1,2- 1,5 ευρώ. Ο «γρίφος» βρίσκεται στο πώς λειτουργεί τελικά η αγορά στην Ελλάδα. Πώς είναι δυνατόν με τόσο χαμηλές τιμές από τους παραγωγούς να φθάνουμε σε τόσο υψηλές τιμές πώλησης στους καταναλωτές; Το τελευταίο χρονικό διάστημα, μελετώντας το ζήτημα της ακρίβειας στην ελληνική αγορά σε σχέση με τις ευρωπαϊκές αντίστοιχες αγορές, το κεντρικό επιτελείο της κυβέρνησης δήλωνε ότι έχει εντοπίσει πού βρίσκεται η στρέβλωση του μηχανισμού διαμόρφωσης των τιμών στην Ελλάδα. Αλλά δεν υπήρξε συνέχεια στις ανακοινώσεις. Είναι φανερό ότι οι παραγωγοί υστερούν στην εξέλιξή τους σε επιχειρηματίες. Δηλαδή να συγκροτήσουν εμπορικούς συνεταιρισμούς, να αποκτήσουν κεφάλαιο, είτε από ευρωπαϊκούς πόρους είτε από τραπεζικά δάνεια, ώστε να οργανώσουν μονάδες μεταποίησης στις ευρύτερες περιφέρειές τους και στη συνέχεια να οργανώσουν δίκτυα απευθείας διανομής, που θα αυξήσουν τα εισοδήματά τους, ρίχνοντας τις τιμές. Από την άλλη, μεσάζοντες και σουπερμάρκετ δουλεύοντας ως καρτέλ αγοράζουν σε εκβιαζόμενες εξευτελιστικά χαμηλές τιμές από τους παραγωγούς φυτικά και ζωικά προϊόντα και με εναρμονισμένες πολιτικές «αυτορρυθμίζουν» την αγορά σε ακραία κερδοσκοπικές τιμές.
Τον «γρίφο» αυτόν καλείται λοιπόν η κυβέρνηση να τον λύσει με στρατηγικές πολιτικές όχι μόνον στήριξης αλλά και εκσυγχρονισμού του πρωτογενούς τομέα στη χώρα μας, που πριν από τέσσερις ή πέντε δεκαετίες αύξανε κατά 40% το ΑΕΠ, ενώ την τελευταία δεκαετία κινείται στο 9% του ΑΕΠ. Επίσης με ελέγχους με σύγχρονα εργαλεία να ορίσει και να εναρμονίσει στη βάση της λογικής την κερδοσκοπία. Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα πραγματικότητα και στον τομέα αυτόν και η παρούσα κυβέρνηση σίγουρα είναι η πιο μεθοδική και κατάλληλη να βρει τη λύση στον «γρίφο» με το ένα κιλό αρακά.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή
Υπάρχουν θέματα όπως η επίσπευση των αποζημιώσεων για τους πληγέντες στην πλειοψηφία τους αγρότες και κτηνοτρόφους στη Θεσσαλία, αλλά και άλλα που συνδέονται με αυτή καθαυτή την επαγγελματική και επιχειρηματική προοπτική των εμπλεκόμενων στον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα. Οι κυβερνητικές ανακοινώσεις δίνουν διεξόδους, αλλά σύμφωνα με τους αγρότες δεν επιλύουν στρατηγικά τα θέματα του κόστους ή της ανταγωνιστικότητας. Σε κάποια θέματα οι Έλληνες αγρότες και οι συνάδελφοί τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες συναντιούνται στα αιτήματα. Αλλά κάθε χώρα, αν και εντάσσεται στην ίδια κεντρική ΚΑΠ, έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες. Ανάμεσα στα πολλά που ακούστηκαν και συζητούνται αυτές τις ημέρες γύρω από τα ζητήματα που έχουν οι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι και οι μελισσοκόμοι, πήρε δικαιολογημένα δημοσιότητα ένα πολύ πρακτικό εμπειρικό παράδειγμα που ανέδειξε αγρότης από τη Θεσσαλία. Όπως είπε ο ίδιος, πουλά ένα κιλό αρακά προς 0,43 ευρώ και βλέπει στο σουπερμάρκετ συσκευασία 800 γραμμαρίων αρακά να πωλείται προς 3,85 ευρώ. Στο σημείο αυτό έχουμε ένα ευρύτερο ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει πολλαπλά την κυβέρνηση και τα επιτελεία της, όπως και τους εξειδικευμένους οργανισμούς του κράτους. Στην ουσία μιλάμε για έναν «γρίφο». Χαμηλή τιμή πώλησης στο χωράφι, κερδοσκοπία που ξεπερνά αντικειμενικά κάθε αποδεκτό όριο «πληθωρισμού της απληστίας», για να χρησιμοποιήσουμε μια συγκεκριμένη διατύπωση του πρωθυπουργού, και απαγορευτική τιμή στο ράφι για τους Έλληνες καταναλωτές. Χάνουν δηλαδή οι παραγωγοί και οι καταναλωτές και κερδοσκοπούν σε εξαιρετικό βαθμό οι μεσάζοντες και η αγορά των τροφίμων.
Το εύλογο θα ήταν για να υπάρχει μια ισορροπημένη αγορά στο συγκεκριμένο παράδειγμα του ενός κιλού αρακά, να πωλούσε ο παραγωγός στη διπλή τιμή, περίπου δηλαδή 0,86 του ευρώ και να αγοράζαμε στο σουπερμάρκετ συσκευασία επίσης ενός κιλού από 1,2- 1,5 ευρώ. Ο «γρίφος» βρίσκεται στο πώς λειτουργεί τελικά η αγορά στην Ελλάδα. Πώς είναι δυνατόν με τόσο χαμηλές τιμές από τους παραγωγούς να φθάνουμε σε τόσο υψηλές τιμές πώλησης στους καταναλωτές; Το τελευταίο χρονικό διάστημα, μελετώντας το ζήτημα της ακρίβειας στην ελληνική αγορά σε σχέση με τις ευρωπαϊκές αντίστοιχες αγορές, το κεντρικό επιτελείο της κυβέρνησης δήλωνε ότι έχει εντοπίσει πού βρίσκεται η στρέβλωση του μηχανισμού διαμόρφωσης των τιμών στην Ελλάδα. Αλλά δεν υπήρξε συνέχεια στις ανακοινώσεις. Είναι φανερό ότι οι παραγωγοί υστερούν στην εξέλιξή τους σε επιχειρηματίες. Δηλαδή να συγκροτήσουν εμπορικούς συνεταιρισμούς, να αποκτήσουν κεφάλαιο, είτε από ευρωπαϊκούς πόρους είτε από τραπεζικά δάνεια, ώστε να οργανώσουν μονάδες μεταποίησης στις ευρύτερες περιφέρειές τους και στη συνέχεια να οργανώσουν δίκτυα απευθείας διανομής, που θα αυξήσουν τα εισοδήματά τους, ρίχνοντας τις τιμές. Από την άλλη, μεσάζοντες και σουπερμάρκετ δουλεύοντας ως καρτέλ αγοράζουν σε εκβιαζόμενες εξευτελιστικά χαμηλές τιμές από τους παραγωγούς φυτικά και ζωικά προϊόντα και με εναρμονισμένες πολιτικές «αυτορρυθμίζουν» την αγορά σε ακραία κερδοσκοπικές τιμές.
Τον «γρίφο» αυτόν καλείται λοιπόν η κυβέρνηση να τον λύσει με στρατηγικές πολιτικές όχι μόνον στήριξης αλλά και εκσυγχρονισμού του πρωτογενούς τομέα στη χώρα μας, που πριν από τέσσερις ή πέντε δεκαετίες αύξανε κατά 40% το ΑΕΠ, ενώ την τελευταία δεκαετία κινείται στο 9% του ΑΕΠ. Επίσης με ελέγχους με σύγχρονα εργαλεία να ορίσει και να εναρμονίσει στη βάση της λογικής την κερδοσκοπία. Η Ελλάδα χρειάζεται μια νέα πραγματικότητα και στον τομέα αυτόν και η παρούσα κυβέρνηση σίγουρα είναι η πιο μεθοδική και κατάλληλη να βρει τη λύση στον «γρίφο» με το ένα κιλό αρακά.
Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή