Αύριο έχουµε ευρωπαϊκές εκλογές. Οχι στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ενωση. Στην Ελλάδα δεν αναµένονται δραµατικές εξελίξεις, µε δεδοµένο ότι τα θέµατα διακυβέρνησης της χώρας είναι λυµένα στον χρονικό ορίζοντα µέχρι τον Ιούνιο του 2027. Οι κάλπες όµως θα δηµιουργήσουν δεδοµένα τόσο για την κυβέρνηση όσο, πολύ περισσότερο, για τα κόµµατα της αντιπολίτευσης. Ως διαδικασία δηλαδή, και παρά τη σπουδαία αποχή που αναµένεται, θα επηρεάσουν σηµαντικά τις εξελίξεις στη διαµόρφωση του πολιτικού σκηνικού στην Ελλάδα, στη διάρθρωση των πολιτικών σχηµατισµών και ενδεχοµένως συµµαχιών, αλλά και στη συγκρότηση πολιτικά ανταγωνιστικών πόλων ηγεσίας.

Ο πρωθυπουργός, κ. Μητσοτάκης, και το κυβερνών κόµµα της ελληνικής Κεντροδεξιάς επιθυµούν και µάχονται για µια επιβεβαίωση της εκλογικής τους επιρροής σε σχέση µε τις προηγούµενες ευρωεκλογές του 2019 και όχι µε τις εθνικές εκλογές του 2023. Ο λόγος ουσιαστικά για ένα ποσοστό της τάξης του 32%-33%. Αυτό έχει σηµασία όχι µόνον στο πεδίο του νεύµατος συναίνεσης προς την αξιοπιστία των πολιτικών που ακολουθούνται ή των δυνατοτήτων της κυβέρνησης να ανασχέσει τα προβλήµατα, όπως αυτό της ακρίβειας, που έχουν ενσκήψει στην πορεία. Αλλά και για το ευρωπαϊκό προφίλ ισχύος της Νέας ∆ηµοκρατίας και του πρωθυπουργού προσωπικά στους κύκλους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόµµατος (ΕΛΚ), δηλαδή της δεσπόζουσας πολιτικής οµάδας στα ευρωπαϊκά δρώµενα, και για την επόµενη υπό διαµόρφωση ηµέρα της ευρωπαϊκής δοµηµένης οντότητας. Σηµειωτέον ότι και την προηγούµενη πενταετία η Νέα ∆ηµοκρατία σε επίπεδο ποσοστών επιρροής στο εσωτερικό της σκηνικό, απόρροια των εθνικών εκλογών τόσο του 2019 όσο και των διπλών του 2023, υπήρξε από τις πλέον ισχυρές πολιτικές δυνάµεις στην ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά.

Αυτό έχει υπολογίσει και για την επόµενη κρίσιµη πενταετία στην Ευρώπη και στους κύκλους του ΕΛΚ ο κ. Μητσοτάκης, ως προνόµιο διαβουλεύσεων και άσκησης πολιτικών στο ευρωπαϊκό προσκήνιο και παρασκήνιο. Για την Ελλάδα συνολικά η επόµενη πενταετία στην Ευρώπη και πολύ περισσότερο η διαµορφούµενη νέα ταυτότητά της είναι πολύ σηµαντικά ζητήµατα. Ο κ. Μητσοτάκης, σε αντίθεση µε την πλειονότητα των προκατόχων του στην πρωθυπουργία της Ελλάδας, δεν παρακολουθεί από µακριά, µε αµηχανία και φόβο, τα κοινοτικά τεκταινόµενα, αλλά συµµετέχει ενεργά σε αυτά για λογαριασµό της χώρας -και όχι του προσωπικού του προφίλ, όπως πολλοί υπονόησαν µε µια αβάσιµη φιλολογία το προηγούµενο διάστηµα-, που έχει πολλά στρατηγικά συµφέροντα σε µια πιο εθνική και πιο διακυβερνητική Ευρώπη, που διαµορφώνεται και στις αυριανές εκλογές, ενώ αργά το βράδυ της Κυριακής θα ακτινογραφηθεί. 

Εν προκειµένω, όταν µιλάµε για στρατηγικά συµφέροντα της Ελλάδας, δεν αναφερόµαστε µόνον στον ρυθµό απορροφητικότητας κονδυλίων από τα ευρωπαϊκά ταµεία στήριξης, αλλά και στο κατά πόσον θα υπάρξουν και επόµενα Ταµεία Ανάκαµψης, πολύ περισσότερο αν υπάρξουν συλλογικές λειτουργίες χρηµατοδότησης της πολεµικής εποχής και οικονοµίας που ανατέλλει, µέσα από τα νέα πεδία πολέµων, µε κύριο µεταξύ αυτών της Ουκρανίας. Η Ελλάδα δηλαδή δεν περιορίζει πλέον τις φιλοδοξίες της στην «πράσινη» µετάβαση ως µοχλό ενίσχυσης των ρυθµών ανάπτυξής της, αλλά έχει αρχίσει να «ποντάρει» και σε µια ουσιώδη ευρωπαϊκή επάρκεια στα θέµατα άµυνας και ασφάλειας ή στις τεχνολογίες για πολιτικές και στρατιωτικές χρήσεις που φέρνει µαζί της η νέα εποχή.

Είναι η αντιπυραυλική οµπρέλα και ο κυβερνοπόλεµος το πρώτο επίπεδο, αλλά σε µια συλλογικά επανεξοπλιζόµενη Ευρώπη η Ελλάδα έχει λόγους να προβάλλει προσδοκίες για καλύτερες συνθήκες δανειοδότησης και αποπληρωµής εθνικών εξοπλισµών, όπως για παράδειγµα αυτούς από τη Γαλλία. Η προσπάθεια της Ευρώπης να αντιµετωπίσει θετικά σε εθνικό επίπεδο των µελών της τα προαπαιτούµενα στρατιωτικών εξοπλισµών αλλά και των δαπανών για τις ένοπλες δυνάµεις δεν αιφνιδιάζει την Ελλάδα, που για σειρά δεκαετιών, εξαιτίας του ανταγωνισµού µε την επιθετική Τουρκία, δεν µπόρεσε να ακολουθήσει τον δρόµο του αφοπλισµού άλλων και σε πολλές περιπτώσεις πολύ πιο ισχυρών ευρωπαϊκών δυνάµεων υπέρ κοινωνικών δαπανών ή της µείωσης των δηµοσιονοµικών ελλειµµάτων. Αντίθετα, προκαλεί αισιοδοξία ότι η αµυντική αναβάθµιση της Ελλάδας θα βρει στην παρούσα συγκυρία υποστηρικτικές δηµοσιονοµικές και στρατηγικές συνθήκες.

Πέραν όλων των άλλων, η Ευρώπη την επόµενη πενταετία, ξεκινώντας από το δυνατό παρασκήνιο για την επιλογή των επικεφαλής του ∆ιευθυντηρίου -ηγεσία και σύνθεση Κοµισιόν, Συµβουλίου, Κοινοβουλίου-, που θα µείνει σε εξέλιξη µέχρι τον ∆εκέµβριο -οπότε θα έχουν ολοκληρωθεί παράλληλα και οι αµερικανικές προεδρικές εκλογές-, θα αναζητήσει τη νέα ταυτότητά της. Τα κεκτηµένα των τελευταίων δεκαετιών της Ευρώπης του «ουράνιου τόξου» και της µονοµερούς «πράσινης ανάπτυξης» είναι απολύτως προβλεπτό ότι θα αµφισβητηθούν δραµατικά στην αυριανή ψηφοφορία των λαών των 27 εθνικών κρατών της Ενωσης. Η ενίσχυση των δυνάµεων της Εναλλακτικής ∆εξιάς και της Ακροδεξιάς είναι φανερό ότι δεν θα µπορέσει να παρακαµφθεί από µια εκ νέου σύµπραξη του ΕΛΚ µε τους Σοσιαλιστές και τους Φιλελευθέρους του Renew. Νέες πραγµατικότητες αφορούν την Ευρώπη, που δεν µπορούν να αντιµετωπισθούν µε υπεροψία από τις δυνάµεις της παγκοσµιοποίησης.

Η δηµιουργία ενός νέου consensus έπειτα από εκείνο της δεκαετίας του 1990 θα αποτελέσει ζητούµενο. Σε αυτή την πιο εθνοκεντρική και ενδεχοµένως πιο διατλαντική στη συνέχεια Ευρώπη, η Ελλάδα δείχνει πολύ πιο έτοιµη απ’ ό,τι στο παρελθόν να συµµετάσχει, µε τον πρωθυπουργό και την ηγετική επιχειρηµατική της τάξη να έχουν προεξοφλήσει κατά µία έννοια τις εξελίξεις, ενώ οι πολίτες της, γεγονός που θα κριθεί και αύριο στις κάλπες, δεν προτίθενται να ρισκάρουν πλέον περιπέτειες διακυβέρνησης και πολιτικής ευστάθειας.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ