Η στρατηγική του ''αναξιόπιστου εταίρου'' και η Τουρκία
Άρθρο γνώμης
Αυτό που διαφηµίζεται ως «ουδετερότητα» της Τουρκίας είναι στην ουσία στρατηγική του «αναξιόπιστου εταίρου»
O πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, θέλοντας πριν από λίγες εβδοµάδες να δώσει το στίγµα της διεθνούς στρατηγικής της χώρας του και τους στόχους της, µίλησε για µια Τουρκία περιφερειακή δύναµη, ανάµεσα στη ∆ύση και την Ανατολή. Ως περιφερειακή δύναµη, η Τουρκία µπορεί, σύµφωνα µε τη συγκεκριµένη θεώρηση πραγµάτων, να κινείται αυτοβούλως και ανεξάρτητα στη βάση του εθνικού της συµφέροντος, αυξάνοντας την επιρροή της σε όλες τις ζώνες που περικλείουν τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα, τον Καύκασο, τη Βαλκανική.
Η Τουρκία βασίζει την ισχύ της όχι µόνον στον όγκο του πληθυσµού και των ενόπλων δυνάµεων που συγκροτεί, αλλά και στη γεωγραφική της θέση, τη βιοµηχανική της δυναµική, ειδικά στον τοµέα της πολεµικής βιοµηχανίας και των φθηνών οπλικών συστηµάτων, όπως τα µη επανδρωµένα επί του παρόντος στον αέρα και προσεχώς στη θάλασσα, αλλά και στη συνεχή επέκταση της επιρροής της στην Αφρική και στον ισλαµικό κόσµο. Σε πρακτικό επίπεδο, η Τουρκία ήδη κινείται ανάµεσα στην Ανατολή και τη ∆ύση µε την αίτησή της να ενταχθεί στην οικονοµική, εµπορική και προσεχώς -σύµφωνα µε τις φιλοδοξίες της Κίνας, της Ρωσίας και των άλλων «µεγάλων παικτών» της Ασίας, της Αφρικής και της πέραν των Ηνωµένων Πολιτειών Αµερικής- νοµισµατική οντότητα των BRICS, ενώ στο στρατιωτικό επίπεδο παραµένει µέλος του ΝΑΤΟ, που συνδέει την Ευρώπη µε τις ΗΠΑ. Αυτό χαρακτηρίζεται, υπό µια έννοια, ως «ουδετερότητα» απέναντι στον κλιµακούµενο ανταγωνισµό ΗΠΑ - Κίνας, αλλά και στις θερµές εστίες συγκρούσεων, όπου η Αγκυρα βλέπει τον εαυτό της έξω από την ενότητα των αντιτιθέµενων συνασπισµών.
Η στρατηγική της «επιτήδειας ουδετερότητας» δεν είναι κάτι καινούργιο για την Τουρκία, τόσο στον πόλεµο όσο και στην ειρήνη, αλλά στην παρούσα φάση είναι φανερή η λογική αποστασιοποίησής της από τη µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο δυτική τάξη. Βαθµηδόν η στρατηγική αυτή, που κωδικοποίησε ο Τ. Ερντογάν πρόσφατα, χωρίς να αιφνιδιάσει, θα φέρει σε δυσχερή θέση ως προς τον προσανατολισµό της διεθνούς πολιτικής την Τουρκία, αφού οι BRICS θα εξελιχθούν και σε στρατιωτικό συνασπισµό.
Φυσικά, στην παρούσα φάση η τουρκική πολιτική διάγει περίοδο αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης, αφού µε συνεχείς τακτικισµούς -αυτού του τύπου η στρατηγική άλλωστε µόνον µε τέτοια µεθοδολογία εξυπηρετείται-, από την άνοιξη του 2023 και ειδικά µετά το καλοκαίρι του 2023, έχει πετύχει σε µεγάλο βαθµό ανάσχεση του περιορισµού της επιρροής της που είχε υποστεί από τις µεσογειακές συµµαχίες, την αναβάθµιση του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου στη γεωπολιτική των ΗΠΑ και της ∆ύσης, τις µεσογειακές συγκλίσεις Εβραίων, Ελλήνων και Αράβων και τις δυναµικές που δηµιούργησαν το όραµα και τα συµφέροντα των υπό συγκρότηση «Συµφωνιών του Αβραάµ», από την Ευρώπη και τη Μεσόγειο µέχρι την Ινδία. Αυτό πάντως που διαφηµίζεται ως «ουδετερότητα» της Τουρκίας είναι στην ουσία στρατηγική του «αναξιόπιστου εταίρου» και αυτό φαίνεται καλύτερα από µια τελευταία εξέλιξη.
Η Τουρκία στη βάση της σύγκρουσης στη Γάζα µεταξύ Ισραήλ και «Χαµάς» ή το άνοιγµα των µετώπων µε το Ιράν, τη «Χεζµπολάχ» και τους Χούθι, πήρε σαφώς θέση ενάντια στο Ισραήλ, υπέρ της φονταµενταλιστικής τροµοκρατίας και καλεί σε ισλαµικό µέτωπο για την κατάληψη της Ανατολικής Ιερουσαλήµ.
Την ώρα που κλιµακώθηκε η ένταση µεταξύ ∆ύσης και Ιράν, επειδή το τελευταίο εξάγει βαλλιστικούς πυραύλους στη Ρωσία, η Τουρκία, που δεν εφάρµοσε τις κυρώσεις των ∆υτικών ενάντια στη Μόσχα µετά τη στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, εµφανίζεται µε δηλώσεις Ερντογάν να υιοθετεί τις πιο σκληρές θέσεις της δυτικής στρατηγικής για αποχώρηση των Ρώσων από την Κριµαία, την οποία κατέχουν από το 2014. Ρητά µίλησε η Τουρκία, διά του προέδρου της, για µια επόµενη ηµέρα του πολέµου στην Ουκρανία, που θα βασίζεται «στην εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας». Φυσικά, η µισή Κριµαία κατοικείται από Τατάρους, που είναι συγγενής φυλή µε τους Τούρκους, αλλά στην ουσία η Τουρκία διαφαίνεται απολύτως αναξιόπιστη στους Ρώσους, χωρίς ταυτόχρονα να αποκαθιστά την αξιοπιστία της στους Αµερικανούς και τους ∆ υτικούς συµµάχους στο ΝΑΤΟ. Κι αυτό είναι ένα σχήµα αδιέξοδο, σε βάθος πενταετίας.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά
Η Τουρκία βασίζει την ισχύ της όχι µόνον στον όγκο του πληθυσµού και των ενόπλων δυνάµεων που συγκροτεί, αλλά και στη γεωγραφική της θέση, τη βιοµηχανική της δυναµική, ειδικά στον τοµέα της πολεµικής βιοµηχανίας και των φθηνών οπλικών συστηµάτων, όπως τα µη επανδρωµένα επί του παρόντος στον αέρα και προσεχώς στη θάλασσα, αλλά και στη συνεχή επέκταση της επιρροής της στην Αφρική και στον ισλαµικό κόσµο. Σε πρακτικό επίπεδο, η Τουρκία ήδη κινείται ανάµεσα στην Ανατολή και τη ∆ύση µε την αίτησή της να ενταχθεί στην οικονοµική, εµπορική και προσεχώς -σύµφωνα µε τις φιλοδοξίες της Κίνας, της Ρωσίας και των άλλων «µεγάλων παικτών» της Ασίας, της Αφρικής και της πέραν των Ηνωµένων Πολιτειών Αµερικής- νοµισµατική οντότητα των BRICS, ενώ στο στρατιωτικό επίπεδο παραµένει µέλος του ΝΑΤΟ, που συνδέει την Ευρώπη µε τις ΗΠΑ. Αυτό χαρακτηρίζεται, υπό µια έννοια, ως «ουδετερότητα» απέναντι στον κλιµακούµενο ανταγωνισµό ΗΠΑ - Κίνας, αλλά και στις θερµές εστίες συγκρούσεων, όπου η Αγκυρα βλέπει τον εαυτό της έξω από την ενότητα των αντιτιθέµενων συνασπισµών.
Η στρατηγική της «επιτήδειας ουδετερότητας» δεν είναι κάτι καινούργιο για την Τουρκία, τόσο στον πόλεµο όσο και στην ειρήνη, αλλά στην παρούσα φάση είναι φανερή η λογική αποστασιοποίησής της από τη µετά τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο δυτική τάξη. Βαθµηδόν η στρατηγική αυτή, που κωδικοποίησε ο Τ. Ερντογάν πρόσφατα, χωρίς να αιφνιδιάσει, θα φέρει σε δυσχερή θέση ως προς τον προσανατολισµό της διεθνούς πολιτικής την Τουρκία, αφού οι BRICS θα εξελιχθούν και σε στρατιωτικό συνασπισµό.
Φυσικά, στην παρούσα φάση η τουρκική πολιτική διάγει περίοδο αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης, αφού µε συνεχείς τακτικισµούς -αυτού του τύπου η στρατηγική άλλωστε µόνον µε τέτοια µεθοδολογία εξυπηρετείται-, από την άνοιξη του 2023 και ειδικά µετά το καλοκαίρι του 2023, έχει πετύχει σε µεγάλο βαθµό ανάσχεση του περιορισµού της επιρροής της που είχε υποστεί από τις µεσογειακές συµµαχίες, την αναβάθµιση του ρόλου Ελλάδας και Κύπρου στη γεωπολιτική των ΗΠΑ και της ∆ύσης, τις µεσογειακές συγκλίσεις Εβραίων, Ελλήνων και Αράβων και τις δυναµικές που δηµιούργησαν το όραµα και τα συµφέροντα των υπό συγκρότηση «Συµφωνιών του Αβραάµ», από την Ευρώπη και τη Μεσόγειο µέχρι την Ινδία. Αυτό πάντως που διαφηµίζεται ως «ουδετερότητα» της Τουρκίας είναι στην ουσία στρατηγική του «αναξιόπιστου εταίρου» και αυτό φαίνεται καλύτερα από µια τελευταία εξέλιξη.
Η Τουρκία στη βάση της σύγκρουσης στη Γάζα µεταξύ Ισραήλ και «Χαµάς» ή το άνοιγµα των µετώπων µε το Ιράν, τη «Χεζµπολάχ» και τους Χούθι, πήρε σαφώς θέση ενάντια στο Ισραήλ, υπέρ της φονταµενταλιστικής τροµοκρατίας και καλεί σε ισλαµικό µέτωπο για την κατάληψη της Ανατολικής Ιερουσαλήµ.
Την ώρα που κλιµακώθηκε η ένταση µεταξύ ∆ύσης και Ιράν, επειδή το τελευταίο εξάγει βαλλιστικούς πυραύλους στη Ρωσία, η Τουρκία, που δεν εφάρµοσε τις κυρώσεις των ∆υτικών ενάντια στη Μόσχα µετά τη στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, εµφανίζεται µε δηλώσεις Ερντογάν να υιοθετεί τις πιο σκληρές θέσεις της δυτικής στρατηγικής για αποχώρηση των Ρώσων από την Κριµαία, την οποία κατέχουν από το 2014. Ρητά µίλησε η Τουρκία, διά του προέδρου της, για µια επόµενη ηµέρα του πολέµου στην Ουκρανία, που θα βασίζεται «στην εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας». Φυσικά, η µισή Κριµαία κατοικείται από Τατάρους, που είναι συγγενής φυλή µε τους Τούρκους, αλλά στην ουσία η Τουρκία διαφαίνεται απολύτως αναξιόπιστη στους Ρώσους, χωρίς ταυτόχρονα να αποκαθιστά την αξιοπιστία της στους Αµερικανούς και τους ∆ υτικούς συµµάχους στο ΝΑΤΟ. Κι αυτό είναι ένα σχήµα αδιέξοδο, σε βάθος πενταετίας.
Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά