Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό: Ποιος θα είναι ο διαχρονικός άλλος πολιτικός πόλος που θα «συνομιλεί», ως αντίπαλος, με την ΝΔ στο πλαίσιο του νέου δικομματισμού που αρχίζει και πάλι να διαμαρφώνεται, αφού απέτυχε το συμμαχικό πείραμα των ετών 2012-2015 ;; Το προβληματικό στοιχείο, όσον αφορά στον συγκεκριμένο στόχο –της δημιουργίας δηλαδή ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, ως εναλλακτικής πολιτικής λύσης, διαχρονικώς- είναι ότι η κατάσταση στα αριστερά της ΝΔ, δηλαδή στον κεντροαριστερό χώρο και ιδίως σε αυτόν που θα λέγαμε ότι αποτελει την έκφραση της νέας ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας είναι ιδιαιτέρως συγκεχυμένη καθώς

(α) ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να αποτελεί ία ετερόκλητη ιδεολογικά αλλά και από πλευράς πολιτικών αντιλήψεων, «ενότητα». Και, αν και διαθέτει μέσα του στελέχη από το παλαιό ΠΑΣΟΚ, την παλαιά δηλαδή ελληνική σοσιαλδημοκρατία, εν τούτοις τα στελέχη αυτά και πολιτικώς βεβαρυμένα είναι, έχουν διακριθεί για τον πολιτικό τους αρριβισμό και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να αποτελέσουν μία έκφραση ανανέωσης στον επιδιωκόμενο να συγκροτηθεί νέο σοσιαλιστικό χώρο.

(β) το ΚΙΝΑΛ αδυνατεί να αποτελέσει, υπό την σημερινή του μάλιστα ηγεσία –παρά τις συμπάθειές της σε συγκεκριμένους επιχειρηματικούς κύκλους- την βάση για έναν νέο σοσιαλδημοκρατικό σχηματισμό. Με την εξώθηση δε προς την έξοδο του Ευάγγελου Βενιζέλου περισσότερο έδειξε ότι είναι το Κίνημα συνεπές προς την αρχή «small is beautifull» (το μικρό είναι ωραίο), παρά ώθησε σε ενίσχυση της εσωκομματικής συνοχής που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ενίσχυση και της διεισδυτικότητας του κόμματος στην ελληνική κοινωνία.

Πρόβλημα αποτελεί επίσης το πολιτικό πρόσωπο που θα μπορούσε να ηγηθεί ενός τέτοιου εγχειρήματος. Κι αυτό διότι ο θεωρούμενος από ορισμένους κ. Τσίπρας το κατάλληλο πρόσωπο που θα μπορούσε να ηγηθεί ενός νέου σχήματος, εν τούτοις:

(α) δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης όλων όσοι θεωρούν αναγκαία την ύπαρξη και ενός άλλου ισχυρού πολιτικού πόλου. Κι αυτό και λόγω του ευμετάβλητου των θέσεών του και του κυνισμού με τον οποίον συμπεριφέρεται

(β) δεν θεωρείται ότι πέραν των λαϊκιστικών στοιχείων της πολιτικής του παιδείας μπορεί να αποτελέσει τον ιδανικό ηγέτη ενός φιλοδόξου εγχειρήματος. Αναφέρουν δε χαρακτηριστικά, ως παράδειγμα, τον Ανδρέα Παπανδρέου –στον οποίον επιχείρησε να μοιάσει ο κ. Τσίπρας- επισημαίνοντας ότι και ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ ήταν λαϊκιστής, όμως διέθετε και παιδεία και πολιτικό ένστικτο, ενώ είχε συγκροτήσει δίπλα του ομάδα επιφανών στελεχών, που αντιστοίχως δεν κατόρθωσε στα τεσσεράμισυ χρόνια της διακυβέρνησής του να συγκροτήσει ο κ.Τσίπρας, αρκεσθείς απλώς σε μία παρέα, από τα παλιά.