H δεκαετία του 2000 ήταν η μεγάλη ευκαιρία για την αριστερά στη Λατινική Αμερική. Μετά από δεκαετίες στρατιωτικών κυβερνήσεων με χιλιάδες «εξαφανισμένους» (δηλαδή, νεκρούς), οικονομίες κατεστραμμένες και ανθρώπινα δικαιώματα (στην καλύτερη περίπτωση) στον «πάγο», ήρθαν στην εξουσία ηγέτες με αυτό που συχνά αποκαλείται «προοδευτικό πρόσημο».

Ίσως η πιο χαρακτηριστική φωτογραφία εκείνης της περιόδου ήταν αυτή: Τρεις γυναίκες πρόεδροι, η Κριστίνα Φερνάντες της Αργεντινής, η Μισέλ Μπατσελέτ της Χιλής και η Ντίλμα Ρουσέφ της Βραζιλίας και ακριβώς από κάτω οι αντίστοιχοι δικτάτορες στα τέλη της δεκαετίας του 1970: Βιντέλα (Αργεντινή), Πινοτσέτ (Χιλή) και Γκέιζελ (Βραζιλία).

Βοήθησε βέβαια και η οικονομική συγκυρία με τη μεγάλη ζήτηση παγκοσμίως σε πρώτες ύλες, με το πετρέλαιο να ρέει άφθονο σε χώρες όπως η Βενεζουέλα. Τα έσοδα αυξήθηκαν θεματικά, τα δημόσια ταμεία γέμισαν και τα χρήματα αυτά, ηγέτες όπως ο Λούλα στην Βραζιλία, ο Τσάβες στην Βενεζουέλα, ο Νέστορ Κίρσνερ και η Κριστίνα Φερνάντες στην Αργεντινή, ανέβασαν το βιοτικό επίπεδο ή/και μοίρασαν επιδόματα σε φτωχούς. Παράλληλα, προχώρησαν σε θεαματικές αλλαγές σε ζητήματα ισότητας (πχ γάμοι ομόφυλων ζευγαριών), αλλά και δικαιοσύνης για τα εγκλήματα στη διάρκεια της δικτατορίας.

Με το πέρασμα του χρόνου όμως επιβεβαιώθηκε η «προφητεία» του Απελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ: Όταν κάποιος μένει πολύ καιρό στην εξουσία, οι πολίτες συνηθίζουν να τον υπακούν και εκείνος να τους διατάζει. Έτσι γεννιέται η τυραννία.

Στον σύγχρονο κόσμο της Λατινικής Αμερικής με τις αριστερές κυβερνήσεις αυτό μεταφράστηκε σε απανωτές συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που διατηρούσαν για πάντα τον ίδιο πρόεδρο, σε έλεγχο των ΜΜΕ, σε διάβρωση των Θεσμών. Από κοντά και τα οικονομικά σκάνδαλα, οι υποθέσεις διαφθοράς, οι μέθοδοι των παλιών σε χέρια νέων.

Μοιραία στάθηκε και η οικονομική κατάρρευση, λόγω της πτώσης των τιμών των πρώτων υλών, της τιμής του πετρελαίου, αλλά και της πρόσφατης εκλογής Τραμπ στις ΗΠΑ. Τα χρήματα στέρεψαν, τα επιδόματα κόπηκαν, η οργή με τη διαφθορά άρχισε να μεγαλώνει. Ο κόσμος στράφηκε σε συντηρητικές ή και ακραίες επιλογές.

Έτσι, στις περισσότερες χώρες το πολιτικό κλίμα άλλαξε. Εκεί που σάρωναν οι αριστεροί, επικράτησαν συντηρητικοί πρόεδροι (Αργεντινή, Χιλή, Κολομβία, Περού) ή και ακραίοι όπως ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία. Σε άλλες, οι «προοδευτικοί» έγιναν αυταρχικοί, όπως στη Βενεζουέλα και τη Νικαράγουα.

Μοναδική εξαίρεση σε αυτό το κλίμα, το Μεξικό που εξέλεξε το 2018 τον κεντροαριστερό Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ. Αλλά αυτός -όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα με το Μεξικό- έχει τις ΗΠΑ να ασχοληθεί. Άλλωστε, το δήλωσε ανοικτά: «Η καλύτερη εξωτερική πολιτική είναι μια αποτελεσματική πολιτική στο εσωτερικό».

Ο τέως πρόεδρος της Ουρουγουάης, Χοσέ Μουχίκα, ο άνθρωπος που κυκλοφορούσε με σκαραβαίο και ζούσε ταπεινά στο μικρό του σπίτι, το είπε ανοικτά: «Πρέπει να μάθουμε από τα λάθη μας και να κάνουμε μια νέα αρχή».

Η Αριστερά δεν έμαθε πώς να παγιώσει τις επιτυχίες της, κυρίως μέσω εμπέδωσης των Θεσμών. Η Σάντρα Μπόρδα, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο των Άνδεων της Κολομβίας, το εξήγησε: «Το μεγάλο λάθος ήταν το ότι δεν φτιάχτηκαν στέρεοι θεσμοί. Οι στόχοι επιτεύχθηκαν, αλλά δεν άλλαξαν οι τρόποι, οι φόρμες. Και οι φόρμες είναι πολύ σημαντικές. Ο κόσμος τελικά λησμόνησε τους στόχους, γιατί οι τρόποι με τους οποίους πέτυχαν τους στόχους ήταν οι ίδιοι. Και η δεξιά ήξερε ότι αυτό θα το πλήρωνε πιο ακριβά η αριστερά.»

Με λίγα λόγια: Το δόγμα «κλέβω, αλλά κάνω και πράγματα» κοστίζει. Όποιος και να είναι στην εξουσία.

Το στοίχημα για την κεντροαριστερά σε έναν κόσμο που γοητεύεται από τους «αντισυστημικούς» τύπου Ντόναλντ Τραμπ, Ζαΐρ Μπολσονάρο, Ματέο Σαλβίνι στην Ιταλία, Βίκτορ Ορμπάν στην Ουγγαρία είναι να ανακαλύψει ένα νέο μοντέλο, μακριά από τις «βολιβαριανές» ιδέες του μακαρίτη Ούγκο Τσάβες ή την εισαγόμενη από την Ευρώπη σοσιαλδημοκρατία, που έτσι κι αλλιώς αργοπεθαίνει.

Και ειδικά τώρα που στο στόχαστρο έχουν μπει τα ατομικά δικαιώματα, οι μειοψηφίες, οι γυναίκες, οι μετανάστες και οι πρόσφυγες (υπάρχουν και εκεί). Και που στο παιχνίδι έχουν μπει νέοι (συντηρητικοί) παίκτες, όπως οι Ευαγγελιστές που πανηγύρισαν την εκλογή Μπολσονάρο στην Βραζιλία.

Υπάρχουν νέα ονόματα να βγουν μπροστά; Εξαρτάται τη χώρα. Σε άλλες οι παλαιοί επιμένουν. Όπως για παράδειγμα στην Αργεντινή, όπου η τέως πρόεδρος Κριστίνα Φερνάντες, θα ήθελε να επανέλθει το 2019. Αν φυσικά δεν έχει καταλήξει στη φυλακή, όπως η μισή της κυβέρνηση.

Στο Περού υπάρχει επίσης μία γυναίκα, η Βερόνικα Μεντόσα και στη Χιλή η Μπεατρίς Σάντσες. Στην Ουρουγουάη -εκεί που η κεντροαριστερά κατάφερε να κρατηθεί, λόγω… χαρακτήρα- ψάχνουν νέο όνομα.

Στη Λατινική Αμερική που εύκολα γοητεύεται από «χαρισματικούς» -η ιστορία έχει δεκάδες παραδείγματα- όλοι ψάχνουν τον τρόπο. Το θέμα είναι ποιος τον βρίσκει πρώτος.