Υγεία και οδήγηση: Πότε μπορεί ένας οδηγός να βρεθεί πίσω από το τιμόνι μετά από ασθένεια
Μία καρδιακή προσβολή ή κάποια άλλη ασθένεια της καρδιάς μπορεί να εμποδίσει μόνο για μικρό χρονικό διάστημα έναν οδηγό να βρεθεί πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου του. .
Έπειτα από μια καρδιακή προσβολή, η επιστροφή του οδηγού στην κανονικότητα και κατ' επέκταση στην οδήγηση εξαρτάται από τα συμπτώματα που έχει.
Εάν αυτά είναι σταθερά και δεν αποσπούν την προσοχή του κατά την διάρκεια της οδήγησης ή δεν επηρεάζουν την ικανότητά του να οδηγεί με ασφάλεια, τότε μπορεί να συνεχίσει να οδηγεί κανονικά, χωρίς να είναι απαραίτητο να ενημερώσει τον γιατρό του. Αντίθετα, θα πρέπει να σταματήσει την οδήγηση για τουλάχιστον ένα μήνα και να ενημερώσει τον γιατρό του όταν έχει συμπτώματα τα οποία του αποσπούν την προσοχή κατά την οδήγηση.
Εάν ένας οδηγός είχε κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο, δεν πρέπει να βρεθεί πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου του για τουλάχιστον έναν μήνα. Για να επιστρέψει ξανά στην οδήγηση θα πρέπει πρώτα ο ίδιος να είναι σίγουρος για την κατάσταση της υγείας του, ότι μπορεί να εκτελέσει σωστά αυτά που επιβάλλονται κατά την διάρκεια της οδήγησης και εφόσον νωρίτερα έχει ενημερώσει τον γιατρό του.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημανθεί ότι αν μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο αλλάξει η κινητικότητα των άκρων, τότε θα πρέπει να επιλέξει έναν συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου προσαρμοσμένο στις νέες ανάγκες του.
Όταν ένας οδηγός βάλει βηματοδότη ή τον αντικαταστήσει μετά από το προβλεπόμενο διάστημα που ορίζουν οι καρδιολόγοι, τότε δεν μπορεί να οδηγήσει για μία εβδομάδα. Αυτό αναφέρουν στοιχεία που δημοσιοποιεί ο φιλανθρωπικός οργανισμός British Heart Foundation που εδρεύει στην Αγγλία και που σαν σκοπό, εκτός των άλλων, έχει να ενημερώνει τους πολίτες για το αν μπορούν να οδηγήσουν ή όχι μετά από προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την καρδιά.
Εάν ένας οδηγός έχει αρρυθμία που μπορεί να του προκαλέσει λιποθυμία θα πρέπει να συμβουλευτεί πρώτα τον γιατρό του για τα φάρμακα που πρέπει να λάβει, ενώ ουσιαστικά αυ΄΄τός είναι που θα του ανάψει τον «πράσινο» φως για την επιστροφή του στην οδήγηση.
Από την άλλη, ο διαβήτης είναι μια ασθένεια πολύ συνηθισμένη σε μεγάλο ποσοστό σε όλες τις κοινωνίες. Αν αντιμετωπίζεται με τη χρήση φαρμάκων τότε και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί πρόβλημα στην οδήγηση.
Η άνοια από την άλλη είναι μια ασθένεια, όπου δεν λειτουργεί φυσιολογικά ο εγκέφαλος. Καθώς η άνοια εμφανίζεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και έχει ποικίλους ρυθμούς εξέλιξης, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η ικανότητα οδήγησης σε άτομα με άνοια.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ενημερωθεί ο γιατρός και αυτός είναι που θα συμβουλεύσει με ποιον τρόπο θα οδηγήσει. Στην άνοια πρώτου σταδίου και εφόσον διατηρούνται οι δεξιότητες του οδηγού και η πρόοδος είναι αργή, μπορεί να εκδοθεί άδεια υπό τον όρο ετήσιας επανεξέτασης. Αυτοί οι όροι δεν αφορούν τους επαγγελματίες οδηγούς λεωφορείων και φορτηγών, που τα κριτήρια αξιολόγησής τους στην συγκεκριμένη πάθηση είναι πολύ διαφορετικά.
Έπειτα από μια καρδιακή προσβολή, η επιστροφή του οδηγού στην κανονικότητα και κατ' επέκταση στην οδήγηση εξαρτάται από τα συμπτώματα που έχει.
Εάν αυτά είναι σταθερά και δεν αποσπούν την προσοχή του κατά την διάρκεια της οδήγησης ή δεν επηρεάζουν την ικανότητά του να οδηγεί με ασφάλεια, τότε μπορεί να συνεχίσει να οδηγεί κανονικά, χωρίς να είναι απαραίτητο να ενημερώσει τον γιατρό του. Αντίθετα, θα πρέπει να σταματήσει την οδήγηση για τουλάχιστον ένα μήνα και να ενημερώσει τον γιατρό του όταν έχει συμπτώματα τα οποία του αποσπούν την προσοχή κατά την οδήγηση.
Εάν ένας οδηγός είχε κάποιο εγκεφαλικό επεισόδιο, δεν πρέπει να βρεθεί πίσω από το τιμόνι του αυτοκινήτου του για τουλάχιστον έναν μήνα. Για να επιστρέψει ξανά στην οδήγηση θα πρέπει πρώτα ο ίδιος να είναι σίγουρος για την κατάσταση της υγείας του, ότι μπορεί να εκτελέσει σωστά αυτά που επιβάλλονται κατά την διάρκεια της οδήγησης και εφόσον νωρίτερα έχει ενημερώσει τον γιατρό του.
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημανθεί ότι αν μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο αλλάξει η κινητικότητα των άκρων, τότε θα πρέπει να επιλέξει έναν συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου προσαρμοσμένο στις νέες ανάγκες του.
Όταν ένας οδηγός βάλει βηματοδότη ή τον αντικαταστήσει μετά από το προβλεπόμενο διάστημα που ορίζουν οι καρδιολόγοι, τότε δεν μπορεί να οδηγήσει για μία εβδομάδα. Αυτό αναφέρουν στοιχεία που δημοσιοποιεί ο φιλανθρωπικός οργανισμός British Heart Foundation που εδρεύει στην Αγγλία και που σαν σκοπό, εκτός των άλλων, έχει να ενημερώνει τους πολίτες για το αν μπορούν να οδηγήσουν ή όχι μετά από προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την καρδιά.
Εάν ένας οδηγός έχει αρρυθμία που μπορεί να του προκαλέσει λιποθυμία θα πρέπει να συμβουλευτεί πρώτα τον γιατρό του για τα φάρμακα που πρέπει να λάβει, ενώ ουσιαστικά αυ΄΄τός είναι που θα του ανάψει τον «πράσινο» φως για την επιστροφή του στην οδήγηση.
Από την άλλη, ο διαβήτης είναι μια ασθένεια πολύ συνηθισμένη σε μεγάλο ποσοστό σε όλες τις κοινωνίες. Αν αντιμετωπίζεται με τη χρήση φαρμάκων τότε και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί πρόβλημα στην οδήγηση.
Η άνοια από την άλλη είναι μια ασθένεια, όπου δεν λειτουργεί φυσιολογικά ο εγκέφαλος. Καθώς η άνοια εμφανίζεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και έχει ποικίλους ρυθμούς εξέλιξης, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η ικανότητα οδήγησης σε άτομα με άνοια.
Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να ενημερωθεί ο γιατρός και αυτός είναι που θα συμβουλεύσει με ποιον τρόπο θα οδηγήσει. Στην άνοια πρώτου σταδίου και εφόσον διατηρούνται οι δεξιότητες του οδηγού και η πρόοδος είναι αργή, μπορεί να εκδοθεί άδεια υπό τον όρο ετήσιας επανεξέτασης. Αυτοί οι όροι δεν αφορούν τους επαγγελματίες οδηγούς λεωφορείων και φορτηγών, που τα κριτήρια αξιολόγησής τους στην συγκεκριμένη πάθηση είναι πολύ διαφορετικά.