Ένοπλοι απήγαγαν ένα παντρεμένο ζευγάρι το οποίο εργάζεται στα γραφεία μιας οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών στη συνοικία Χάντα της πρωτεύουσας της Υεμένης, της Σανάα, όπου βρίσκονται πολλές διπλωματικές αποστολές, δήλωσε μια πηγή των υεμενίτικων υπηρεσιών ασφαλείας σήμερα.

Η πηγή αυτή δεν έδωσε άλλες λεπτομέρειες.

Σύμφωνα με μια διπλωματική πηγή και αυτόπτες μάρτυρες, ο ξένος διπλωμάτης και η γυναίκα του απήχθησαν από ενόπλους που επέβαιναν σε ένα ταξί ενώ κινούνταν με ένα όχημα. Το όχημα αυτό, είπαν αυτόπτες μάρτυρες, κατά τα φαινόμενα θωρακισμένο, παγιδεύτηκε από ένα φορτηγάκι και ένα ταξί που το ακολουθούσε. Ο διπλωμάτης και η γυναίκα του βγήκαν από το όχημά τους για να ζητήσουν εξηγήσεις και τότε οι ένοπλοι επενέβησαν και τους απήγαγαν μεταφέροντάς τους σε άγνωστη κατεύθυνση, σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες.

Οι απαγωγές ξένων, ιδίως δυτικών, είναι ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο στην Υεμένη, όπου η κυβέρνηση πασχίζει να περιορίσει μια εξέγερση ισλαμιστών που συνδέονται με την αλ Κάιντα, ένα αυτονομιστικό κίνημα στο νότο, διαθρησκευτικές συγκρούσεις στο βορρά και σποραδικές συγκρούσεις ανάμεσα σε ένοπλες φυλές.

Στις απαγωγές αυτές προβαίνουν μερικές φορές μαχητές που θέλουν να εκφοβίσουν τους δυτικούς, αλλά είναι επίσης μια πρακτική που χρησιμοποιούν μέλη φυλών για να ασκήσουν πίεση στην κυβέρνηση ώστε να επιλύσουν διαφορές τους με την εξουσία καθώς και τυχοδιώκτες που πωλούν τους ομήρους σε άλλες οργανώσεις. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων πάντως οι όμηροι απελευθερώνονται σώοι.

Τρεις ξένοι, μια γιατρός τσεχικής υπηκοότητας, ένας εργαζόμενος στον πετρελαϊκό τομέα βρετανικής υπηκοότητας και ένας Γερμανός απήχθησαν τον Φεβρουάριο στην Υεμένη.

Η Υεμένη, η οποία γειτονεύει προς βορρά με τη Σαουδική Αραβία, τη μεγαλύτερη πετρελαιοεξαγωγική χώρα του κόσμου, παλεύει επί χρόνια με την αστάθεια, τις εσωτερικές συγκρούσεις και την κακοδιοίκηση. Οι ΗΠΑ, δυτικές κυβερνήσεις και μοναρχίες του Κόλπου συνεργάζονται με μια προσωρινή κυβέρνηση για να προωθηθεί μια πολιτική μετάβαση αφότου ο πρώην πρόεδρος ’λι Αμπντάλα Σάλεχ εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί το 2012 έπειτα από πολύμηνες λαϊκές διαδηλώσεις εναντίον του καθεστώτος του, που διαρκούσε πάνω από τρεις δεκαετίες.