Συγκλονίζουν οι μαρτυρίες όσων επέζησαν από τη φονική έκρηξη που σημειώθηκε το μοιραίο απόγευμα της Τρίτης στη Βηρυτό, σκορπίζοντας τον θάνατο και αφήνοντας πίσω της το απόλυτο χάος.

Οι εικόνες και τα βίντεο που είδαν το φως της δημοσιότητας, με αιμόφυρτους ανθρώπους από τα νοσοκομεία αλλά και από τις διασώσεις κάτω από τα συντρίμμια, σίγουρα δε θα διαγραφούν σύντομα από το μυαλό μας.

Μετά την τελευταία ενημέρωση των Αρχών στη Βηρυτό, οι νεκροί είναι πλέον 135 και οι τραυματίες έχουν ξεπεράσει τους 5.000.«Υπάρχουν ακόμη θύματα κάτω από τα χαλάσματα και δεχόμαστε δεκάδες τηλεφωνήματα για αγνοούμενους», είπε σε δημοσιογράφους, στο περιθώριο της συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου, ο υπουργός Υγείας, Χαμάντ Χασάν.

Γνωστό έγινε επίσης ότι πέντε Έλληνες έχουν τραυματιστεί από την φονική έκρηξη στο λιμάνι της πόλης, ενώ οι δύο, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές είναι σε σοβαρή κατάσταση.

Όπως περιγράφουν κάποιοι, ούτε στον εμφύλιο δεν είδαν ξανά τέτοιες εικόνες να εκτυλίσσονται, με χιλιάδες τραυματίες να αναζητούν τους αγαπημένους τους κάτω από τα ερείπια.

«Θυμήθηκε το Αφγανιστάν»

Βλέποντας τους αιμόφυρτους τραυματίες ξαπλωμένους στο έδαφος, στον δρόμο και στα νοσοκομεία της Βηρυτού, ο χειρουργός Αντουάν Κουρμπάν, με το κεφάλι μπανταρισμένο αφού τραυματίστηκε και ο ίδιος, έχει την εντύπωση ότι ξαναζεί τις σκηνές Αποκάλυψης που βίωσε την εποχή που υπηρετούσε στο Αφγανιστάν.

Το απόγευμα της Τρίτης, ο 60χρονος γιατρός έπινε τον καφέ του με έναν φίλο του στο κέντρο της πρωτεύουσας, όταν ξαφνικά βρέθηκε πεσμένος στο έδαφος, σε απόσταση 20 μέτρων: εκεί τον έσπρωξε το ωστικό κύμα από τις εκρήξεις στο λιμάνι της πόλης.
 

Τα νοσοκομεία κατακλύστηκαν πολύ γρήγορα από κόσμο, καθώς οι τραυματίες ξεπερνούν τους 4.000.

Με το κεφάλι του να αιμορραγεί, ο Κουρμπάν πηγαινοερχόταν στον δρόμο, μέχρι που ένας άγνωστος με μηχανάκι προσφέρθηκε να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο Γκεϊτάουι. Εκεί, βίωσε και πάλι σκηνές από το παρελθόν. «Είδα τραυματίες αιμόφυρτους στην άκρη του δρόμου, άλλους ξαπλωμένους στο έδαφος στην αυλή του νοσοκομείου. Ένας γιατρός μου έραψε την πληγή ενώ ήμουν καθισμένος στον δρόμο. Περίμενα για πολλές ώρες», αφηγήθηκε.

«Θυμήθηκα όλα εκείνα που έβλεπα πριν από πολλά χρόνια, όταν συμμετείχα σε ανθρωπιστικές αποστολές στο Αφγανιστάν», πρόσθεσε.

Σήμερα το πρωί ο γιατρός πήγε να κάνει αξονική τομογραφία και ιατρικές εξετάσεις στο νοσοκομείο Οτέλ Ντιε, όπου επικρατούσε το απόλυτο χάος. Στους διαδρόμους, μητέρες αγωνιούσαν για τα παιδιά τους. Ένας ηλικιωμένος, αποπροσανατολισμένος, αναζητούσε τη γυναίκα του, που μεταφέρθηκε από άλλο νοσοκομείο. Τα κινητά τηλέφωνα χτυπούσαν συνεχώς. Στη συζήτηση που ακολουθούσε, όλοι επαναλάμβαναν ακατάπαυστα την ίδια ιστορία: «Γλίτωσε από θαύμα».

Ούτε στον εμφύλιο δεν είδαν τέτοιο χάος

Μόνο στο Οτέλ Ντιέ μεταφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της νύχτας 300 τραυματίες και 13 νεκροί, όπως είπε ο ιατρικός διευθυντής του νοσοκομείου, ο Ζορζ Νταμπάρ. «Την εποχή του εμφυλίου, έκανα άσκηση εδώ. Δεν είδα ποτέ παρόμοιες σκηνές με τη χθεσινή», είπε ο γιατρός στο Γαλλικό Πρακτορείο.

«Το δυσκολότερο πράγμα είναι να ανακοινώνεις τον θάνατο ενός ανθρώπου στους συγγενείς που τον ψάχνουν», συνέχισε, κρύβοντας με δυσκολία τη συγκίνησή του. «Είναι δύσκολο να λες σε έναν πατέρα που έφερε το κοριτσάκι του για να το σώσουμε ότι έχει πεθάνει». 

Για τα νοσοκομεία, που ήδη βρίσκονταν στο χείλος της κατάρρευσης, αφενός λόγω της οικονομικής κρίσης στον Λίβανο και αφετέρου λόγω της πανδημίας του νέου κοροναϊού, η τραγωδία της Τρίτης είναι καταστροφή.

Σε δύο νοσοκομεία, πέντε νοσηλεύτριες υπέκυψαν στα τραύματά που υπέστησαν όταν, από την έκρηξη έπεσε το ταβάνι ή κόπηκαν από τα σπασμένα τζάμια.

Το ιατρικό προσωπικό είναι εξαντλημένο απ’ όσα συμβαίνουν στη χώρα και από τον κοροναϊό. Όμως απέναντι στη χθεσινή κρίση, η αλληλεγγύη που επιδεικνύει είναι υποδειγματική», διαβεβαίωσε ο γιατρός Νταμπάρ.

Καταστροφές σε νοσοκομεία

Το Νοσοκομείο των Αδελφών του Ροζαρίου, κοντά στο λιμάνι, έχει τεθεί εκτός λειτουργίας αφού καταστράφηκε από τις εκρήξεις. Το ίδιο και το Νοσοκομείο Σεν-Ζορζ, όπου η νύχτα ήταν εφιαλτική. 

Από το πολυώροφο κτίριο δεν έχει απομείνει παρά μόνο ο σκελετός. Τα ταβάνια έπεσαν, τα καλώδια του ηλεκτρικού κρέμονται ελεύθερα. Παντού, σπασμένα γυαλιά και συντρίμμια. Οι πόρτες των ανελκυστήρων στράβωσαν από το ωστικό κύμα.

Μέχρι τα ξημερώματα, το προσωπικό αγωνιζόταν να μεταφέρει σε άλλα ιδρύματα τους ασθενείς – μεταξύ αυτών και 20 άνθρωποι που έχουν προσβληθεί από την Covid-19. Νωρίς το πρωί, ανασύρθηκε από τα συντρίμμια και ο τελευταίος ιατρικός εξοπλισμός.
 

«Δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο από το να εκκενώνεις ένα νοσοκομείο γεμάτο με ασθενείς, ενώ ταυτόχρονα συρρέουν στον χώρο νέοι τραυματίες. Είμαστε ένα τραυματισμένο νοσοκομείο», είπε ο διευθυντής του, ο Έιντ Άζαρ.

Δύο νοσοκόμες αφηγήθηκαν τη νύχτα αγωνίας που βίωσαν: ο κήπος του νοσοκομείου μετατράπηκε σε νοσοκομείο εκστρατείας, όπου μεταφέρονταν προσωρινά οι ασθενείς. Και επειδή τα ασανσέρ δεν λειτουργούσαν πλέον, κάποιοι αναγκάστηκαν να κατέβουν πολλούς ορόφους με τις σκάλες.

«Αναγκαστήκαμε να ράβουμε τις πληγές των ασθενών και να τους φροντίζουμε με το φως των κινητών τηλεφώνων μας», είπε η νοσηλεύτρια Λάρα Ντάχερ.

Συγκλονίζει η μαρτυρία Ελληνίδας που ζει στην Βηρυτό, και περιέγραψε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του MEGA, τις εφιαλτικές στιγμές της έκρηξης και τον πανικό που ακολούθησε.

Η κυρία Κούρτη έζησε τον τρόμο μέσα στο ίδιο της το σπίτι, καθώς τραυματίστηκε και η ίδια και ο σύζυγός της.

«Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μυρωδιά του αίματος»
Η περιγραφή της Δώρας Κούρτη «κόβει» την ανάσα.

«Σηκώθηκα και τα γόνατά μου πρησμένα, γεμάτα αίμα, γεμάτα κομμάτια γυαλιά, ξέρεις από την τζαμαρία που είχαμε, τα χέρια μου, τα πόδια μου, ευτυχώς το κεφάλι και το σώμα δεν έπαθαν τίποτα. Ο άντρας μου τραυματίστηκε λίγο στο πρόσωπό του, γιατί ήταν κρυμμένος μακριά από τις τζαμαρίες εκείνη την ώρα.»

» Είδα φόβο, είδα κλάματα, είδα αίμα, είδα ανθρώπους πληγωμένους. Άλλοι θρηνούσαν τους πεθαμένους, γιατί υπήρχαν και πεθαμένοι, άλλοι γιατί δεν βρήκαν τα παιδιά τους, άλλοι κλαίγανε γιατί δεν μπορούσανε να αντέξουν τον πόνο.»

» Όπου περπατούσες γλιστρούσες γιατί υπήρχε αίμα και μύριζε αίμα, μια μυρωδιά που δεν θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Κοιτάξτε εμείς είχαμε 17 χρόνια πόλεμο αλλά ποτέ δεν πάθαμε τέτοια ζημιά, δε θυμάμαι να ήρθε μία τέτοια μέρα. Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο να σου φύγει όλη ζωή».

Η κυρία Κούρτη συγκρίνει τις εικόνες που είδε με εμπόλεμη ζώνη. Όπως λέει, ποτέ δεν θα ξεχάσει τους ανθρώπους που θρηνούσαν τους δικούς τους, τους γονείς που έψαχναν απεγνωσμένα τα παιδιά τους και τη μυρωδιά του αίματος.

«Η πρώτη έκρηξη δεν ήξερα τι ήταν, νόμιζα ότι ήταν σεισμός και πήγαμε να δούμε, δηλαδή πήγα δίπλα από το παράθυρο να δω τι γινότανε και την ίδια ώρα με φωνάζει ο άντρας μου, που ήταν μέσα στο σπίτι, και μου φώναζε έλα μακριά από το παράθυρο. Μόλις γύρισα για να πάω στον άντρα μου ακούω το δεύτερο μπουμ το μεγάλο, που με εκτόξευσε από το σαλόνι στην είσοδο».

Μαρτυρία Ελληνίδας τραυματία: Έχασα το μάτι μου

Συγκλονίζει η μαρτυρία της Άννας Αρμάου, Ελληνίδας κατοίκου της Βηρυτού που έχασε το μάτι της στην φονική έκρηξη που ισοπέδωσε την πόλη χθες το απόγευμα.

«Ήμουν σπίτι, ζω στον τέταρτο όροφο. Δεν έμεινε τίποτα, όλα καταστράφηκαν. Κατέβηκα με τα αίματα τις σκάλες. Με πήγαν σε τρία νοσοκομεία και δεν υπήρχε μέρος να με βάλουν» περιγράφει στον ΣΚΑΙ η Ελληνίδα τραυματίας.

«Τα αίματα έτρεχαν από το πρόσωπο και τα μάτια μου, ο κόσμος έτρεχε σαν τρελός στο δρόμο» τονίζει η κα Αρμάου περιγράφοντας την φρίκη που ακολούθησε των όλεθρο της τρομερής έκρηξης.

Η Άννα Αρμάου υποβλήθηκε, ώρες μετά, σε εγχείρηση στο μάτι της το οποίο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των γιατρών έχει καταστραφεί σε ποσοστό 80 στα 100. 

Την ώρα της έκρηξης δεν βρισκόταν κοντά σε τζάμια εντούτοις το ωστικό κύμα ήταν τόσο μεγάλο που σπασμένα τζάμια έπεσαν πάνω της προκαλώντας πολλά μικρά κοψίματα σε όλο της ενώ χρειάστηκε να κάνει και μια μεγάλη εγχείριση κάτω από την μασχάλη της.

Όπως αναφέρει το σπίτι της είναι πολύ κοντά στο λιμάνι και καταστράφηκε ολοσχερώς.

« Αγαπούσα το Λίβανο αλλά τώρα πια θέλω βοήθεια από την δική μου πατρίδα» παραδέχεται η κα Αρμάου τονίζοντας πως η φρίκη που βίωσε την κάνει να νιώθει πως δεν θέλει να βλέπει πια την πόλη που μέχρι πρότινος ζούσε.

«Θέλω να πάω στην πατρίδα μου», καταλήγει.