Με την Ευρώπη να βιώνει ένα δεύτερο, ισχυρό κύμα της φονικής πανδημίας και τα περιοριστικά μέτρα να επιστρέφουν σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία και το Βέλγιο, τα βλέμματα όλων μας έχουν στραφεί με ακόμη μεγαλύτερη ένταση στις κλινικές δοκιμές των υποψήφιων εμβολίων.


Σε ένα διάστημα που σημαδεύτηκε από κακές ειδήσεις γύρω από ορισμένες από τις πιο υποσχόμενες υποψηφιότητες, όπως το εμβόλιο της AstraZeneca, τις τελευταίες ημέρες επιτέλους έχουν υπάρξει καλά νέα. Τα εμβόλια της Pfizer και της Moderna ενδέχεται να έχουν εγκριθεί ήδη από τον Νοέμβριο, ενώ ο αναπληρωτής αρχίατρος της Βρετανίας ανακοίνωσε ότι και το εμβόλιο της AstraZeneca ίσως είναι διαθέσιμο αμέσως μετά τα Χριστούγεννα.


Στις ΗΠΑ έχουν ήδη αρχίσει να εκπονούνται σχέδια για την ασφαλή μεταφορά και αποθήκευση των πολύτιμων δόσεων και την προστασία τους από επίδοξους λιστές, και ο πλανήτης έχει λόγους να ελπίζει ότι σύντομα θα έχουμε ακόμη ένα όπλο για την καταπολέμηση της πανδημίας. Ωστόσο, όπως προειδοποιεί ο Ντέιβιντ Σάλισμπουρι, πρώην διευθυντής επικοινωνίας στο Υπουργείο Υγείας της Βρετανίας και μέλος του Προγράμματος Παγκόσμιας Υγείας του Chatham House, δεν θα πρέπει να είμαστε υπεραισιόδοξοι ως προς την ικανότητα ενός εμβολίου να δώσει τη λύση στην πανδημία.


Όπως εξηγεί, γράφοντας στον Guardian, παράμετροι όπως η αποτελεσματικότητα του εμβολίου που θα καταστεί τελικά διαθέσιμο, αλλά και η εμβολιαστική κάλυψη του εκάστοτε πληθυσμού, θα κρίνουν το ποσοστό προστασίας που θα είναι σε θέση να μας προσφέρει. Αυτό συνεπάγεται ότι μια περιορισμένη αποτελεσματικότητα, όπως αυτή του εμβολίου της γρίπης, δεν συνεπάγεται και μια επιστροφή στην κανονικότητα. Kαι, όπως τονίζει, οι υπερβολικά πολλές ελπίδες συνεπάγονται και υπερβολικά μεγάλη απογοήτευση. Επομένως, για να μπορέσουμε να παραμείνουμε ασφαλείς και σε εγρήγορση, θα πρέπει να γνωρίζουμε τι ακριβώς θα σήμαινε ένα ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο για την εξέλιξη της πανδημίας.

Όπως γράφει:


«Εκείνοι που εξακολουθούν να στηρίζουν τις ελπίδες τους σε ένα άμεσο εμβόλιο κοροναϊού, ενδέχεται να ενθουσιάστηκαν το σαββατοκύριακο, όταν και κυκλοφόρησε η είδηση ότι το πρώτο εξ αυτών ενδέχεται να έχει αρχίσει να διανέμεται «αμέσως μετά τα Χριστούγεννα».

Ο αναπληρωτής αρχίατρος της Βρετανίας, καθηγητής Τζόναθαν Βαν-Ταμ φέρεται να ενημέρωσε τους βουλευτές ότι το εμβόλιο του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και της AstraZeneca θα είναι έτοιμο τον Ιανουάριο, ενώ ο Σερ Τζέρεμι Φαράρ, μέλος της επιστημονικής επιτροπής της κυβέρνησης (Sage) και διευθυντής του Wellcome Trust έχει δηλώσει ότι τουλάχιστον ένα πακέτο βρετανικών εμβολίων θα είναι έτοιμο μέχρι την άνοιξη.


Πολλά έχουν ειπωθεί για τον τρόπο με τον οποίο ο πλανήτης θα επιστρέψει στην κανονικότητα όταν υπάρξει ευρέως διαθέσιμο εμβόλιο. Όμως αυτό δεν είναι αλήθεια. Είναι σημαντικό να είμαστε ρεαλιστές γύρω από τα πράγματα που μπορούν και δεν μπορούν να επιτύχουν τα εμβόλια.


Τα εμβόλια προστατεύουν τους ανθρώπους από τις ασθένειες – στην καλύτερη περίπτωση και από τις λοιμώξεις – όμως κανένα εμβόλιο δεν είναι 100% αποτελεσματικό. Για να γνωρίζουμε ποιο ποσοστό της κοινότητας θα αποκτήσει ανοσία μέσω του εμβολιασμού, θα πρέπει να κάνουμε μερικές πράξεις. Συγκεκριμένα, να πολλαπλασιάσουμε το ποσοστό του πληθυσμού που εμβολιάζεται με την αποτελεσματικότητα του εμβολίου.


Η Βρετανία αυτή τη στιγμή έχει μια από τις μεγαλύτερες εμβολιαστικές καλύψεις απέναντι στη γρίπη σε όλο τον κόσμο, αφού περίπου το 75% των ατόμων άνω των 65 ετών εμβολιάζονται κάθε χρόνο. Οι περισσότερες χώρες είτε επιτυγχάνουν μικρότερα ποσοστά, είτε δεν διαθέτουν καν προγράμματα εμβολιασμού ηλικιωμένων. Είναι λογικό να αναμένουμε ότι αυτό το επίπεδο κάλυψης θα επιτευχθεί και για τον κοροναϊό στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα στη Βρετανία. Επομένως, αν το εμβόλιο κοροναϊού έχει αποτελεσματικότητα 75% – πράγμα που σημαίνει ότι το 75% των εμβολιασμένων θα αναπτύξουν ανοσία – τότε στην πραγματικότητα θα επιτευχθεί προστασία μόλις για το 56% του υπό εξέταση πληθυσμού (το 75% του 75%). Αυτό δεν θα είναι αρκετό για να σταματήσει την κυκλοφορία του ιού. Σχεδόν οι μισοί από τους πλέον ευάλωτους συμπολίτες μας, θα παραμείνουν απροστάτευτοι, και δεν έχουμε τρόπο να γνωρίζουμε ποιοι θα είναι αυτοί. Η χαλάρωση των κανόνων κοινωνικής αποστασιοποίησης υπό τη σκιά αυτών των κινδύνων θα εξακολουθεί να θυμίζει ρώσικη ρουλέτα.


Τώρα ας εξετάσουμε την περίπτωση των ατόμων κάτω των 65. Σε μια καλή χρονιά, η Βρετανία επιτυγχάνει να εμβολιάσει το 50% τους. Αυτό σημαίνει ότι μόλις λίγο παραπάνω από το ένα τρίτο θα αποκτήσουν ανοσία (το 50% του 75%). Για να χειροτερέψουν ακόμη περισσότερο τα πράγματα, ρυθμιστικοί οργανισμοί όπως ο Οργανισμός Φαρμάκων και Τροφίμων και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Φαρμάκων έχουν δηλώσει ότι θα δεχτούν αποτελεσματικότητα 50% των υποψήφιων εμβολίων κοροναϊού. Αν το εμβόλιο έχει πράγματι αυτά τα επίπεδα αποτελεσματικότητας, θα πρέπει να πολλαπλασιάσουμε την κάλυψη με αποτελεσματικότητα 50% και όχι 75%. Τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά ανησυχητικά.


Εκτός από την προστασία των ατόμων, τα εμβόλια είναι σε θέση να προστατεύσουν κοινότητες, διακόπτοντας την αλυσίδα μετάδοσης. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα είναι η εκστρατεία εμβολιασμού κατά της μηνιγγίτιδας C στη Βρετανία, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Yπήρξε μείωση 90% στον αριθμό των κρουσμάτων σε ανεμβολίαστα παιδιά και νεαρά άτομα, επειδή προστατεύονταν από τις εμβολιασμένες επαφές τους που δεν μετέδιδαν πια τη λοίμωξη.


Αν θέλουμε να δούμε τέτοιου είδους προστασία από εμβόλιο κοροναϊού, χρειαζόμαστε υψηλά επίπεδα προστασίας (κάλυψης x αποτελεσματικότητας) σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, δηλαδή όχι μόνο των ευπαθών ομάδων, όπως προβλέπει το αρχικό σχέδιο. Για να σταματήσουμε τη μετάδοση, θα πρέπει να εμβολιάσουμε όλους όσους μπορούν να μεταδώσουν τον ιό. Οτιδήποτε λιγότερο σημαίνει ότι στοχεύουμε μόνο στην ατομική προστασία και όχι στη διακοπή της αλυσίδας μετάδοσης. Πρόσφατη ανακοίνωση του επικεφαλής της βρετανικής ομάδας εργασίας για τα εμβόλια, ανέφερε ότι η στρατηγική της χώρας είναι ο στοχευμένος εμβολιασμός. Έτσι γίνεται απολύτως ξεκάθαρο ότι η στρατηγική της χώρας αυτή τη στιγμή δεν είναι η διακοπή της μετάδοσης, παρά το γεγονός ότι έχει συνάψει συμβόλαια για εκατοντάδες εκατομμύρια δόσεις εμβολίων. Με λιγότερο από το 10% του πληθυσμού να φαίνεται ότι έχει μολυνθεί από τον ιό, ο στοχευμένος εμβολιασμός δεν πρόκειται να επιτρέψει την επιστροφή στη «ζωή όπως την γνωρίζαμε».


Ακόμη και αν οι χώρες αποφασίσουν να στραφούν από μια πολιτική ατομικής προστασίας σε μια στρατηγική διακοπής της μετάδοσης, τα εμπόδια παραμένουν. Πολλά θα εξαρτηθούν από τον επιτυχή εμβολιασμό (πιθανώς με δύο δόσεις) των ανθρώπων που δεν αντιμετωπίζουν μέχρι στιγμής τους εαυτούς τους ως ευπαθείς. Η πρόκληση θα είναι, για παράδειγμα, να πειστούν οι νέοι να εμβολιαστούν, όχι για το δικό τους καλό, αλλά για το καλό άλλων.


Η συμμόρφωση στις συστάσεις για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας, είτε πρόκειται για κοινωνική αποστασιοποίηση, είτε για lockdown, είτε για τηλεργασία, ακυρωμένες διακοπές ή εμβολιασμό, εξαρτάται από την εμπιστοσύνη. Αν οι πολιτικοί μας λένε ότι οι σημερινοί περιορισμοί που ανεχόμαστε θα διαρκέσουν μόνο μέχρι την εύρεση εμβολίου, τότε η αλήθεια είναι ότι καλλιεργούν φρούδες ελπίδες.


Τα εμβόλια πιθανότατα είναι η πιο ισχυρή παρέμβαση δημόσιας υγείας που έχουμε στη διάθεσή μας. Όμως αν τα οφέλη τους δεν επικοινωνούνται με ρεαλισμό, η εμπιστοσύνη σε όλες τις συστάσεις θα κινδυνεύσει.Αν και η ελπίδα και η αισιοδοξία είναι απαραίτητες σε αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς, είναι σημαντικό να υπάρχει διαφάνεια. Πρέπει να επικοινωνήσουμε ξεκάθαρα το μήνυμα ότι αν και οι στοχευμένοι εμβολιασμοί μπορεί να προσφέρουν κάποια προστασία, δεν θα μας επιστρέψουν απλώς τη «ζωή που γνωρίζαμε».