«Μια σειρά μελετών έχει δημιουργήσει αμφιβολίες για το ρόλο των σχολείων στη διάδοση του κοροναϊού», σημειώνεται σε άρθρο στην ηλεκτρονική έκδοση των Financial Times. 

 Την ίδια ώρα οι κυβερνήσεις σε όλη την Ευρώπη επιβάλλουν νέους περιορισμούς για να επιβραδύνουν ένα δεύτερο κύμα μολύνσεων. 

 «Μελέτες στη Γερμανία και στη Νορβηγία, καθώς και δύο έρευνες που εστιάζουν στην εκπαίδευση παγκοσμίως, συμπεραίνουν ότι το κλείσιμο των εκπαιδευτικών δομών θα είχε μικρή επίδραση στον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού», αναφέρει το άρθρο και υπογραμμίζει ότι τα ευρήματα είναι πιθανό να ενισχύσουν τις θέσεις των πολιτικών ηγεσιών που ανησυχούν ότι με το κλείσιμο των σχολείων οι μαθητές θα μείνουν πίσω στα μαθήματα τους και θα περιοριστεί η ικανότητα των γονέων να επιστρέψουν στην εργασία τους.

  «Η κανονικότητα πρέπει να συνεχιστεί όσο το δυνατόν περισσότερο» είπε η Γερμανίδα Υπουργός για Θέματα Οικογένειας, Franziska Giffey την προηγούμενη εβδομάδα καλωσορίζοντας μια μελέτη που αναφέρει πως «τα παιδιά δεν είναι πηγές μόλυνσης». 

 Η έρευνα έρχεται τη στιγμή που οι εκπαιδευτικοί δυσκολεύονται να αντιμετωπίσουν την πίεση που προκλήθηκε από την απομόνωση των επιβεβαιωμένων και των ύποπτων κρουσμάτων. Επίσημα στοιχεία την Τρίτη έδειξαν το 46% των σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Αγγλία έχουν τουλάχιστον έναν μαθητή απομονωμένο εξαιτίας της πιθανής επαφής του με κρούσμα κορωνοϊού στην τάξη.

 Δεν αυξήθηκαν τα κρούσματα κορωνοϊού με το άνοιγμα των σχολείων

Γερμανικές έρευνες περιλαμβάνουν μία ανάλυση που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα από το Ινστιτούτο Οικονομικών της Εργασίας της Βόννης (ILE) και αναφέρει ότι ο αριθμός των νέων κρουσμάτων δεν αυξήθηκε όταν τα σχολεία άνοιξαν μετά τις θερινές διακοπές.

 Οι συντάκτες της έρευνας (Ingo Insphording, Marc Lipfert Nico Pestel), βρήκαν ότι ο αριθμός των νέων επιβεβαιωμένων κρουσμάτων μειώθηκαν σταδιακά στα κρατίδια της Γερμανίας που άνοιξαν τα σχολεία σε σχέση με αυτές που έμειναν κλειστά. 

 «Αυτό το αποτέλεσμα ήρθε σε αντίθεση με τις προσδοκίες μας» τόνισε ο Insphording.Η Γερμανία είχε απότομη αύξηση των κρουσμάτων τις τελευταίες εβδομάδες, όμως σύμφωνα με τους Υπουργούς Παιδείας των κρατιδίων της Γερμανίας, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι τα σχολεία είναι υπερμεταδότες (superspreaders).

 Η έρευνα βρήκε ότι από όταν άνοιξαν τα σχολεία, μόνο το 0,04% των μαθητών έχουν μολυνθεί στη Βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία ή 853 από τους 2 εκατομμύρια μαθητές. Στο Σλέσβιγκ Χόλσταιν και τη Βαυαρία αναλόγως το ποσοστό είναι 0,04%, ενώ στο Βερολίνο 0,07%.

 Ερευνητές του ILE αποδίδουν τα μικρά ποσοστά κρουσμάτων στα σχολεία της Γερμανίας στα αυστηρά μέτρα υγιεινής, όπως η μάσκα, η διδασκαλία σε μικρά τμήματα και τα rapid test και η καραντίνα τάξεων όπου μαθητής ή καθηγητής βρέθηκε θετικός. 

  Το Εθνικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας της Νορβηγίας ανέφερε ότι μεταξύ Ιουνίου και Οκτωβρίου, μία ανάλυση για τις πηγές μολύνσεων, έδειξε ότι στις περισσότερες περιπτώσεις κρουσμάτων στα σχολεία, οι μαθητές μολύνθηκαν από το οικογενειακό τους περιβάλλον και όχι στο σχολείο.

 Ελλιπή τα στοιχεία

Μία εκτίμηση της δημόσιας έρευνας για την έξαρση των κρουσμάτων στα σχολεία σε όλο τον κόσμο από ακαδημαϊκούς του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου της Βρετανίας αυτόν τον μήνα, αναφέρει ότι η ποιότητα των στοιχείων παραμένει ελλιπής, αλλά τα ποσοστά μόλυνσης στα σχολεία ήταν γενικά χαμηλά και χαμηλότερα μεταξύ των μαθητών από το προσωπικό.

 Τα ευρήματα αντικατοπτρίζουν δύο κριτικές των διαθέσιμων στοιχείων που διεξήγαγε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων, το οποίο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα παιδιά δεν εμφανίζουν συμπτώματα και υπάρχουν λίγα στοιχεία μετάδοσης στα σχολεία.

 Ωστόσο, οι μελέτες επισημαίνουν τη δυσκολία εντοπισμού των ακριβών μηχανισμών μετάδοσης για το Sars-Cov-2.

 Η Gwen Knight, επίκουρη καθηγήτρια στη Σχολή Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, η οποία συντάσσει μια βάση δεδομένων με αναφορές εστιών υπερμεταδοτών (superspreaders) παγκοσμίως, δήλωσε ότι μέχρι στιγμής έχει εντοπίσει σχετικά λίγα περιστατικά στην εκπαιδευτική κοινότητα.

 «Τα σχολεία είναι πολύ σημαντικά διότι εκεί συναντώνται πολλά και διαφορετικά «δίκτυα επαφών», των  παιδιών, των γονιών και της κοινωνικής τους ζωής», είπε. 

 «Αλλά οι ενδείξεις δεν φαίνεται να είναι πολύ ισχυρές. Είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσουμε και να αποδείξουμε τη μετάδοση στο ενδοσχολικό περιβάλλον, αλλά δεν κάνουμε αρκετά τεστ».