Ο αριθμός των ατόμων που ζουν με τον ιό HIV του ΑΙDS χωρίς να το γνωρίζουν αυξάνεται στην Ευρώπη. Σύμφωνα με νέα δεδομένα που έδωσε στη δημοσιότητα το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελεγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) και το αρμόδιο Τμήμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) στην Ευρώπη (WHO/Europe), περισσότερα από 136.000 άτομα διαγνώστηκαν με HIV το 2019 – από το σύνολο των διαγνώσεων ποσοστό περίπου 20% αφορούσε τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης ενώ ποσοστό που άγγιζε το 80% αφορούσε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.


Μια στις δύο διαγνώσεις σε προχωρημένο στάδιο


Μια στις δύο διαγνώσεις για HIV (ποσοστό 53%) στην Ευρώπη γίνεται σε προχωρημένο στάδιο της λοίμωξης, όταν το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών έχει ήδη αρχίσει να καταρρέει. Αυτό είναι σημάδι σχετικά με το ότι οι στρατηγικές ελέγχου για πρώιμη διάγνωση του HIV δεν είναι όσο αποδοτικές θα έπρεπε στην Ευρώπη, επισημαίνουν οι ειδικοί του ECDC και του ΠΟΥ.


To σεξ μεταξύ ανδρών παραμένει ο κύριος τρόπος μετάδοσης του ιού HIV στις χώρες της ΕΕ, καθώς με βάση τα δεδομένα του 2019, αφορούσε το 39% των νέων διαγνώσεων για HIV καθώς και το 51% των διαγνώσεων στις οποίες η οδός μετάδοσης ήταν γνωστή. Τα νέα στοιχεία σχετικά με τον HIV και το AIDS στην Ευρώπη που παρουσιάστηκαν από το ECDC και τον ΠΟΥ αποτελούν «καμπανάκι» κινδύνου λίγες ημέρες πριν από την 1η Δεκεμβρίου που έχει καθιερωθεί εδώ και 32 χρόνια ως Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS (Πηγή: ECDC)


Σημαντικό πρόβλημα πρώιμης διάγνωσης στην Ευρώπη


O αριθμός των ατόμων που διαγιγνώσκονται με AIDS, το τελικό στάδιο της λοίμωξης με τον ιό HIV η οποία έχει μείνει χωρίς θεραπεία, έχει μειωθεί κατά περισσότερο από 50% την τελευταία δεκαετία σε παγκόσμιο επίπεδο – με βάση αυτή τη μείωση οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο στόχος που έχει τεθεί ώστε να τερματιστεί η επιδημία του AIDS έως το 2030 είναι επιτεύξιμος. Ωστόσο στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2019, το 74% από το σύνολο των 2.772 διαγνώσεων AIDS, έγινε πολύ σύντομα μετά την αρχική διάγνωση για HIV – συγκεκριμένα σε διάστημα τριών μηνών. Αυτό αποδεικνύει ότι υπάρχει σημαντικό πρόβλημα σε ό,τι αφορά την πρώιμη διάγνωση του HIV.


Oσο αργεί η διάγνωση τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες μετάδοσης του ιού HIV και εξάπλωσής του καθώς υπάρχουν οροθετικοί οι οποίοι ακόμη και επί έτη, δεν γνωρίζουν ότι είναι μολυσμένοι με τον ιό και δεν λαμβάνουν θεραπεία για αυτόν.


Μείωση του ποσοστού νέων διαγνώσεων στην ΕΕ


Σε ό,τι αφορά τις διαγνώσεις, παρότι εμφανίζονται σταθεροποιητικές τάσεις σε ολόκληρη τη Γηραιά Ηπειρο τα τελευταία χρόνια, ο αριθμός των νέων διαγνώσεων ατόμων με HIV έχει αυξηθεί κατά 16% από το 2010 ως σήμερα. Αυτή η αύξηση δεν φαίνεται να αφορά όμως τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπου το ποσοστό νέων διαγνώσεων μειώθηκε κατά 9% την ίδια περίοδο.

Ο αριθμός των νέων διαγνώσεων HIV και ο εκτιμώμενος αριθμός νέων μολύνσεων με HIV σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή περιοχή του ΠΟΥ δείχνει τελικώς ότι ήταν περισσότερα τα άτομα που μολύνθηκαν με τον ιό την τελευταία δεκαετία σε σύγκριση με τα άτομα που διαγνώστηκαν με αυτόν. Κοινώς ο αριθμός των ατόμων με HIV που παραμένουν αδιάγνωστοι αυξάνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Καλά φαίνεται να είναι τα νέα μόνο για τις χώρες της ΕΕ όπου παρατηρείται η αντίθετη τάση: ο αριθμός των ατόμων που παραμένουν αδιάγνωστα μειώνεται.


Επιτακτική προτεραιότητα η έγκαιρη διάγνωση


Οπως ανέφερε η διευθύντρια του ECDC δρ Αντρέα Αμον «παρότι αυτή τη στιγμή σε ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία στο επίκεντρο βρίσκεται η COVID-19, δεν πρέπει να ξεχνούμε άλλα σημαντικά ζητήματα όπως ο HIV. Η πιο έγκαιρη διάγνωση του HIV αποτελεί επιτακτική προτεραιότητα. Δεν μπορούμε να επιτύχουμε τον Στόχο Βιώσιμής Ανάπτυξης του να νικήσουμε το AIDS ως το 2030 αν χρειάζονται τρία χρόνια κατά μέσο όρο για τη διάγνωση του HIV. Τρία χρόνια κατά τα οποία τα άτομα που παραμένουν αδιάγνωστα δεν λαμβάνουν τη σωτήρια για τη ζωή τους θεραπεία ενώ συγχρόνως μεταδίδουν τον ιό χωρίς να το γνωρίζουν. Αν θέλουμε να μειώσουμε τα υψηλά ποσοστά των ατόμων που διαγιγνώσκονται αργά, είναι σημαντικό να διαφοροποιήσουμε τις στρατηγικές ελέγχου του HIV».


Φόβοι για επιδείνωση της κατάστασης λόγω της πανδημίας


Από την πλευρά του ο δρ Χανς Κλούγκε, διευθυντής του Τμήματος του ΠΟΥ στην Ευρώπη σημείωσε: «Θυμάμαι όταν η διάγνωση για τον HIV έμοιαζε με θανατική ποινή. Τώρα με την κατάλληλη θεραπεία τα άτομα με HIV μπορούν να ζουν χωρίς τον φόβο ότι θα παρουσιάσουν AIDS. Τα δεδομένα που παρουσιάζουμε τώρα αφορούν το 2019 και το ερώτημα για το 2020 είναι τι επίδραση θα έχει η πανδημία στο πόσα τεστ γίνονται για τον HIV έως το τέλος του 2021. Eπί του παρόντος, το μήνυμά μας πρέπει να είναι το να περιφρουρήσουμε την πρόοδο που έχει επιτευχθεί την τελευταία δεκαετία συνεχίζοντας να θέτουμε ως προτεραιότητα τον διαγνωστικό έλεγχο για τον HIV και τη χορήγηση θεραπείας σε όλους όσοι τη χρειάζονται. Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε στην πανδημία να μας στερήσει ένα μέλλον απαλλαγμένο από το AIDS το οποίο μπορούμε να κατακτήσουμε».


Καθυστερημένη διάγνωση στα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα


Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2019, το ποσοστό των ατόμων που διαγιγνώσκονται καθυστερημένα με HIV αυξάνεται με την ηλικία. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, το 2019, το 67% των ατόμων ηλικίας 50 ετών και άνω διαγνώστηκε όταν η λοίμωξη με HIV ήταν ήδη προχωρημένη (το αντίστοιχο ποσοστό για τις χώρες της ΕΕ ήταν 65%). Μια στις πέντε νέες διαγνώσεις για HIV αφορούσε άτομο άνω των 50 ετών. Οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό δεν είναι πλήρως κατανοητοί. Εκτιμάται ότι τα μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα υποτιμούν τον κίνδυνο να μολυνθούν. Επιπλέον μπορεί να επηρεάζονται περισσότερο από το στίγμα που συνδέεται με τη νόσο με αποτέλεσμα να διστάζουν να υποβληθούν σε τεστ.


Τα τρία πεδία για καλύτερη διαχείριση του ΗΙV στην Ευρώπη


Οι αρμόδιοι του ECDC και του ΠΟΥ τονίζουν ότι προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός μελλοντικών μολύνσεων με HIV, η Ευρώπη πρέπει να επικεντρωθεί σε τρία κύρια πεδία:


  • Λήψη προληπτικών μέτρων, όπως ενημέρωση του πληθυσμού, προαγωγή του ασφαλούς σεξ, παροχή προγραμμάτων για τους ναρκομανείς καθώς και προφύλαξης για τον HIV (PrEP).
  • Παροχή συμβουλευτικής για τον HIV καθώς και υπηρεσιών διαγνωστικού ελέγχου όπως τα rapid test, ο έλεγχος για HIV στην κοινότητα αλλά και ο έλεγχος στο σπίτι.
  • Διασφάλιση της ταχείας πρόσβασης στις κατάλληλες θεραπείες και στην κατάλληλη φροντίδα στα άτομα που διαγιγνώσκονται με τον ιό.

Η πρώιμη διάγνωση, τονίζουν οι ειδήμονες, είναι άκρως σημαντική καθώς επιτρέπει και την ταχεία πρόσβαση σε θεραπεία, γεγονός που με τη σειρά του αυξάνει τις πιθανότητες για μια μακρά, υγιή ζωή ενώ παράλληλα προλαμβάνει την περαιτέρω μετάδοση του ιού.