Σε μπελάδες βρίσκεται το Facebook - Αγωγές από 48 πολιτείες για αθέμιτο ανταγωνισμό
Σε μπελάδες έχει μπει το Facebook, καθώς τόσο η Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου των ΗΠΑ (FTC) όσο και εισαγγελείς από 48 (από τις συνολικά 50) πολιτείες της Αμερικής προχώρησαν σε δύο ξεχωριστές αγωγές κατά του τεχνολογικού γίγαντα.
Η εταιρεία κατηγορείται για κατάχρηση της ισχυρής της θέσης στην αγορά των social media κοινωνικής δικτύωσης με στόχο να συντρίψει τους μικρότερους ανταγωνιστές της. Η αγωγή των πολιτειών κατηγορεί επίσης το Facebook πως χρησιμοποιεί την κυριαρχία του στην αγορά για να συλλέξει δεδομένα χρηστών, αποκομίζοντας υψηλά κέρδη σε διαφημιστικά έσοδα.
Όπως σημειώνει το Reuters, το Facebook γίνεται με αυτόν τον τρόπο η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία τεχνολογίας που είναι αντιμέτωπη με μια μεγάλης κλίμακας δικαστική αναμέτρηση φέτος, αφού το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης μήνυσε τη Google της Alphabet τον Οκτώβριο, κατηγορώντας την εταιρεία πως χρησιμοποίησε την ισχύ της στην αγορά ενάντια σε ανταγωνιστές.
Aνοιχτό το ενδεχόμενο να πουλήσει το Instagram και το Whatsapp
Το Facebook κατηγορείται ότι εξαγόρασε αντιπάλους, εστιάζοντας ειδικότερα στην εξαγορά του Instagram για 1 δισ. δολάρια το 2012 και του WhatsApp για 19 δισ. δολάρια το 2013. Η δικαστική αντιπαράθεση αναμένεται να είναι μακρά, δεδομένου ότι οι συμφωνίες αυτές είχαν εγκριθεί πριν από χρόνια από την FTC.
Οι αντιμονοπωλιακές αγωγές ανακοινώθηκαν από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου και από τη γενική εισαγγελέα της Νέας Υόρκης, Λετίτια Τζέιμς. «Είναι πραγματικά εξαιρετικά σημαντικό να εμποδίσουμε αυτήν την επιθετική εξαγορά εταιρειών και να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη στην αγορά», δήλωσε η Τζέιμς, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Tύπου στην οποία ανακοίνωσε την αγωγή.
Στο πλαίσιο της αγωγής, η FTC θα επιδιώξει μια μόνιμη δικαστική εντολή που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πώληση του Instagram και του WhatsApp. Επιπλέον, η FTC θα επιδιώξει να απαγορεύσει στο Facebook την επιβολή αντιανταγωνιστικών όρων εναντίον τρίτων κατασκευαστών λογισμικού. Στην αγωγή σημειώνεται επίσης πως η Facebook προσπάθησε και απέτυχε να εξαγοράσει τις ανταγωνίστριες Twitter και Snapchat.
Σημειώνεται ότι η Επιτροπή Εμπορίου είχε επιβάλλει πρόστιμο στο Facebook ύψους 5 δισ. δολαρίων το 2019 για παραβιάσεις της προσωπικής ζωής των χρηστών, ενώ θέσπισε νέο εποπτικό μηχανισμό και περιορισμούς στην εταιρεία. Το πρόστιμο αυτό ήταν το μεγαλύτερο που είχε επιβάλλει ποτέ η Επιτροπή σε μια εταιρεία τεχνολογίας.
Πώς αντέδρασε το Facebook
Αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση των αγωγών, η Facebook έγραψε στο Twitter ότι τις εξετάζει και ότι θα επανέλθει σύντομα με νεότερα. «Χρόνια μετά την έγκριση των εξαγορών μας από την FTC, η κυβέρνηση θέλει τώρα επανάληψη χωρίς μέριμνα για το προηγούμενο που δημιουργεί αυτό στην ευρύτερη επιχειρηματική κοινότητά των ανθρώπων που επιλέγουν καθημερινά τα προϊόντα μας».
Η Τζένιφερ Νιούστεντ, γενική νομική σύμβουλος του Facebook, χαρακτήρισε τις αγωγές «ρεβιζιονιστική ιστορία» και είπε ότι οι νόμοι antitrust δεν υπάρχουν για να τιμωρούν «επιτυχημένες εταιρείες». Όπως είπε το WhatsApp και το Instagram σημείωσαν επιτυχία αφού το Facebook επένδυσε δισεκατομμύρια στην ανάπτυξη των εφαρμογών. «Η κυβέρνηση τώρα θέλει να το ξανακάνουμε, στέλνοντας μια ανατριχιαστική προειδοποίηση στις αμερικανικές επιχειρήσεις πως καμία πώληση δεν είναι ποτέ τελική» είπε.
Ακόμη, η Νιούστεντ εξέφρασε αμφιβολίες για την υποτιθέμενη ζημιά που προκάλεσε το Facebook, υποστηρίζοντας πως οι καταναλωτές επωφελήθηκαν από την απόσταση να γίνει δωρεάν το WhatsApp, και ότι ανταγωνιστές όπως το YouTube, το Twitter και το WeChat τα πήγαν «μια χαρά» χωρίς πρόσβαση στην πλατφόρμα του για developers. Σε ανάρτησή του στην εσωτερική πλατφόρμα συζήτησης του Facebook, o διευθύνων σύμβουλος, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, είπε στους εργαζομένους ότι δεν αναμένει «επιπτώσεις σε μεμονωμένες ομάδες ή ρόλους» λόγω των αγωγών, για τις οποίες ανέφερε πως ήταν «ένα βήμα σε μια διαδικασία που θα μπορούσε να χρειαστεί χρόνια για να ολοκληρωθεί πλήρως».
Τα σχόλια ήταν απενεργοποιημένα στο post του Ζάκερμπεργκ, καθώς και σε άλλες αναρτήσεις για τις αγωγές που διαμοιράστηκαν η Νιούστεντ και ο Μισέλ Πρότι, chief privacy officer for product, σύμφωνα με αντίγραφα που είδε το Reuters. Η Νιούστεντ είπε επίσης στους εργαζομένους να μην κάνουν σχετικές αναρτήσεις.
Η εταιρεία κατηγορείται για κατάχρηση της ισχυρής της θέσης στην αγορά των social media κοινωνικής δικτύωσης με στόχο να συντρίψει τους μικρότερους ανταγωνιστές της. Η αγωγή των πολιτειών κατηγορεί επίσης το Facebook πως χρησιμοποιεί την κυριαρχία του στην αγορά για να συλλέξει δεδομένα χρηστών, αποκομίζοντας υψηλά κέρδη σε διαφημιστικά έσοδα.
Όπως σημειώνει το Reuters, το Facebook γίνεται με αυτόν τον τρόπο η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία τεχνολογίας που είναι αντιμέτωπη με μια μεγάλης κλίμακας δικαστική αναμέτρηση φέτος, αφού το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης μήνυσε τη Google της Alphabet τον Οκτώβριο, κατηγορώντας την εταιρεία πως χρησιμοποίησε την ισχύ της στην αγορά ενάντια σε ανταγωνιστές.
Aνοιχτό το ενδεχόμενο να πουλήσει το Instagram και το Whatsapp
Το Facebook κατηγορείται ότι εξαγόρασε αντιπάλους, εστιάζοντας ειδικότερα στην εξαγορά του Instagram για 1 δισ. δολάρια το 2012 και του WhatsApp για 19 δισ. δολάρια το 2013. Η δικαστική αντιπαράθεση αναμένεται να είναι μακρά, δεδομένου ότι οι συμφωνίες αυτές είχαν εγκριθεί πριν από χρόνια από την FTC.
Οι αντιμονοπωλιακές αγωγές ανακοινώθηκαν από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου και από τη γενική εισαγγελέα της Νέας Υόρκης, Λετίτια Τζέιμς. «Είναι πραγματικά εξαιρετικά σημαντικό να εμποδίσουμε αυτήν την επιθετική εξαγορά εταιρειών και να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη στην αγορά», δήλωσε η Τζέιμς, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Tύπου στην οποία ανακοίνωσε την αγωγή.
Στο πλαίσιο της αγωγής, η FTC θα επιδιώξει μια μόνιμη δικαστική εντολή που θα μπορούσε να οδηγήσει στην πώληση του Instagram και του WhatsApp. Επιπλέον, η FTC θα επιδιώξει να απαγορεύσει στο Facebook την επιβολή αντιανταγωνιστικών όρων εναντίον τρίτων κατασκευαστών λογισμικού. Στην αγωγή σημειώνεται επίσης πως η Facebook προσπάθησε και απέτυχε να εξαγοράσει τις ανταγωνίστριες Twitter και Snapchat.
Σημειώνεται ότι η Επιτροπή Εμπορίου είχε επιβάλλει πρόστιμο στο Facebook ύψους 5 δισ. δολαρίων το 2019 για παραβιάσεις της προσωπικής ζωής των χρηστών, ενώ θέσπισε νέο εποπτικό μηχανισμό και περιορισμούς στην εταιρεία. Το πρόστιμο αυτό ήταν το μεγαλύτερο που είχε επιβάλλει ποτέ η Επιτροπή σε μια εταιρεία τεχνολογίας.
Πώς αντέδρασε το Facebook
Αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση των αγωγών, η Facebook έγραψε στο Twitter ότι τις εξετάζει και ότι θα επανέλθει σύντομα με νεότερα. «Χρόνια μετά την έγκριση των εξαγορών μας από την FTC, η κυβέρνηση θέλει τώρα επανάληψη χωρίς μέριμνα για το προηγούμενο που δημιουργεί αυτό στην ευρύτερη επιχειρηματική κοινότητά των ανθρώπων που επιλέγουν καθημερινά τα προϊόντα μας».
Η Τζένιφερ Νιούστεντ, γενική νομική σύμβουλος του Facebook, χαρακτήρισε τις αγωγές «ρεβιζιονιστική ιστορία» και είπε ότι οι νόμοι antitrust δεν υπάρχουν για να τιμωρούν «επιτυχημένες εταιρείες». Όπως είπε το WhatsApp και το Instagram σημείωσαν επιτυχία αφού το Facebook επένδυσε δισεκατομμύρια στην ανάπτυξη των εφαρμογών. «Η κυβέρνηση τώρα θέλει να το ξανακάνουμε, στέλνοντας μια ανατριχιαστική προειδοποίηση στις αμερικανικές επιχειρήσεις πως καμία πώληση δεν είναι ποτέ τελική» είπε.
Ακόμη, η Νιούστεντ εξέφρασε αμφιβολίες για την υποτιθέμενη ζημιά που προκάλεσε το Facebook, υποστηρίζοντας πως οι καταναλωτές επωφελήθηκαν από την απόσταση να γίνει δωρεάν το WhatsApp, και ότι ανταγωνιστές όπως το YouTube, το Twitter και το WeChat τα πήγαν «μια χαρά» χωρίς πρόσβαση στην πλατφόρμα του για developers. Σε ανάρτησή του στην εσωτερική πλατφόρμα συζήτησης του Facebook, o διευθύνων σύμβουλος, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, είπε στους εργαζομένους ότι δεν αναμένει «επιπτώσεις σε μεμονωμένες ομάδες ή ρόλους» λόγω των αγωγών, για τις οποίες ανέφερε πως ήταν «ένα βήμα σε μια διαδικασία που θα μπορούσε να χρειαστεί χρόνια για να ολοκληρωθεί πλήρως».
Τα σχόλια ήταν απενεργοποιημένα στο post του Ζάκερμπεργκ, καθώς και σε άλλες αναρτήσεις για τις αγωγές που διαμοιράστηκαν η Νιούστεντ και ο Μισέλ Πρότι, chief privacy officer for product, σύμφωνα με αντίγραφα που είδε το Reuters. Η Νιούστεντ είπε επίσης στους εργαζομένους να μην κάνουν σχετικές αναρτήσεις.