Ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, δήλωσε δεν εκπλήσσεται από τις αποκαλύψεις καθώς επίσης ότι η ανατροπή του προκλήθηκε επειδή στάθηκε εμπόδιο στην πολιτική της Γερμανίας.

Σχολιάζοντας τις αποκαλύψεις που κάνει ο πρώην υπουργός Οικονομικών της αμερικανικής κυβέρνησης, Τίμοθι Γκάιτνερ, στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Stress test», ο οποίος αποκαλύπτει πως, το 2011, υψηλοί ιθύνοντες της ΕΕ ζήτησαν από την κυβέρνηση των ΗΠΑ να συνεργασθεί μαζί τους για να επιτύχουν την παραίτηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι από την πρωθυπουργία, ο Μπερλουσκόνι αναφέρει πως «αρνήθηκα να μετατραπεί και η Ιταλία σε αποικία όπως η Ελλάδα με την τρόικα».

«Εδώ και καιρό έχω δηλώσει ότι το 2011 έγιναν συντονισμένες κινήσεις που ξεκίνησαν από την Ιταλία, αλλά στην συνέχεια επεκτάθηκαν και στο εξωτερικό, οι οποίες στόχευαν στην αντικατάσταση της κυβέρνησή μου- την οποία είχαν εκλέξει οι πολίτες- με μια άλλη, διαφορετική», δήλωσε ο ιταλός κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός στην εφημερίδα «Κοριέρε Ντέλα Σέρα».

Παράλληλα, σε συνέντευξή του προς το τηλεοπτικό κανάλι του ομίλου του, το «Canale 5», ο Μπερλουσκόνι πρόσθεσε ότι «υπήρξε ξεκάθαρη βούληση να βγει από την μέση ένας πρωθυπουργός που είχε εκλεγεί δημοκρατικά, ο οποίος παρεμπόδιζε τα λάθος συμφέροντα άλλων χωρών, αρχίζοντας από την Γερμανία».

Ο «πρώην Καβαλιέρε» αποκάλυψε παράλληλα ότι «στη σύνοδο της G20 των Καννών, φίλοι και συνάδελφοι τον ρώτησαν για ποιο λόγο ήθελε να παραιτηθεί, διότι ήδη κυκλοφορούσε η πληροφορία ότι επρόκειτο να τον διαδεχθεί ο Μάριο Μόντι».

Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι πρόσθεσε ότι «ο Ομπάμα φέρθηκε καλά» ενώ υπογράμμισε ότι «σε δυο αλλεπάλληλες συνεδριάσεις η ’γγελα Μέρκελ και ο Νικολά Σαρκοζί προσπάθησαν να τον πείσουν να δεχθεί την οικονομική βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου», αλλά εκείνος αρνήθηκε «για να μην μετατραπεί και η Ιταλία σε αποικία, όπως συνέβη στην Ελλάδα, με την Τρόικα».

Πηγές, τέλος, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τις οποίες επικαλείται ο ιταλικός Τύπος, τονίζουν ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση υπερασπίσθηκε πάντα την αυτονομία της Ιταλίας, θεωρώντας ότι δεν έπρεπε να τεθεί υπό ελεγχόμενη διαχείριση, όπως επιθυμούσαν, αντιθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες».