Μπορεί ο Τζο Μπάιντεν να αναδημιουργήσει την αμερικανική οικονομία;
Έρχεται μάχη στο Κογκρέσο
Ο Τζο Μπάιντεν θα είναι σχεδόν σίγουρα ο τελευταίος πρόεδρος των ΗΠΑ που αποτελεί μέλος της «σιωπηλής γενιάς», δηλαδή της γενιάς εκείνων των ανθρώπων που ήταν παιδιά κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που ενηλικιώθηκαν στη διάρκειας μιας οικονομικής άνθησης που δημιούργησε τον πλούτο της μεσαίας τάξης και που παγίωσαν τον ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών ως της κορυφαίας βιομηχανικής δύναμης στον κόσμο.
Σύμφωνα με ανάλυση του «Reuters», κατά το τελευταίο μισό της ζωής του, ο 78χρονος Μπάιντεν είδε το μερίδιο εθνικού πλούτου προς τη μεσαία τάξη να πέφτει και τα κέρδη από την ανάπτυξη των ΗΠΑ να συγκεντρώνονται σε ελάχιστες μόνο περιοχές. Τώρα, με ένα επενδυτικό πακέτο ύψους περίπου 2 τρισ. δολ., ο Μπάιντεν θέλει να αντιστρέψει αυτήν την τάση και να κατευθύνει το κεφάλαιο προς παραμελημένους ανθρώπους και τμήματα της χώρας.
Το σχέδιο του Δημοκρατικού Μπάιντεν για τις θέσεις εργασίας και τις υποδομές, αλλά και η αύξηση του εταιρικού φόρου προκειμένου να βρεθούν τα χρήματα γι’ αυτό, έρχεται σε αντίθεση με την ιδιαίτερη εκτίμηση προς τις ιδιωτικές αγορές που υιοθέτησαν οι Ρεπουμπλικάνοι μετά την εκλογή του Ρόναλντ Ρήγκαν το 1980 και που τροφοδοτήθηκε μέσω κύκλων φορολογικών περικοπών και απορρύθμισης και από τα δύο μέρη.
Είτε επρόκειτο για τις κινήσεις του Μπιλ Κλίντον προς τη μείωση της κοινωνικής πρόνοιας και την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, είτε για την απροθυμία του Μπαράκ Ομπάμα να αυξήσει τις δαπάνες κατά την τελευταία ύφεση, γενικότερα υπήρξε απροθυμία εκ μέρους και των δύο μερών να παρέμβουν πολύ βαθιά για δεκαετίες.
Όπως σχολιάζει το «Reuters», το σχέδιο του Μπάιντεν θυμίζει κινήσεις των Δημοκρατικών ηγετών των νεαρών χρόνων του στη δεκαετία του 1960 - τη φιλόδοξη στροφή του Τζον Κένεντι σε δημόσιες επιχειρήσεις, την προσγείωση στο φεγγάρι ή προώθηση της «Great Society» του Λίντον Τζόνσον για την ενίσχυση του δικτύου κοινωνικής ασφάλειας. Θυμίζει επίσης την πράξη του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ το 1956 για να πληρώσει η κυβέρνηση ως επί το πλείστον για την οικοδόμηση των αυτοκινητοδρόμων.
Έρχεται μάχη στο Κογκρέσο
Η μάχη για τη νομοθεσία στο Κογκρέσο των ΗΠΑ αναμένεται να είναι επική, σύμφωνα με το «Reuters».
Ο Μιτς ΜακΚόνελ, ο Ρεπουμπλικανός ηγέτης της Γερουσίας, προειδοποίησε την Τετάρτη ότι κάθε νομοσχέδιο που προτείνουν οι Δημοκρατικοί μπορεί να είναι «Δούρειος ίππος για μια μαζική αύξηση του φόρου». Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν δηλώσει ότι δεν θα υποστηρίξουν τις δημοκρατικές προσπάθειες για την προώθηση στόχων όπως η αναχαίτιση της κλιματικής αλλαγής.
Η πρόταση έρχεται μετά τα περισσότερα από 5 δισεκατομμύρια δολάρια που δεσμεύτηκαν τον τελευταίο χρόνο για την καταπολέμηση του κοροναϊού, μεγάλο μέρος των οποίων χρησιμοποιήθηκε για άμεσες πληρωμές προς οικογένειες και άνεργους.
Οι «ουλές» από την πανδημία μπορεί να αποδειχτούν βαθιές και η προτεινόμενη ροή ομοσπονδιακών δολαρίων σε κοινότητες, τεχνολογική έρευνα και projects που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας είναι ένας τρόπος για να συνεχιστεί η «θεραπεία» σύμφωνα με την αμερικανική κυβέρνηση.
Η προσέγγιση του Μπάιντεν θέλει να αντιμετωπίσει μια κι έξω ένα πλήθος θεμάτων - από τις ελλείψεις στις υπηρεσίες φροντίδας παιδιών έως τους σταθμούς φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων.
Όπως σημειώνει το «Reuters» η δημογραφική και οικονομική παρακμή των μικρών πόλεων και πολλών μεσαίων πόλεων στις ΗΠΑ βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες, τόσο υπό Δημοκρατικούς όσο και υπό Ρεπουμπλικάνους προέδρους, ακόμη και όταν και οι δύο πλευρές υπόσχονταν να το αλλάξουν αυτό.
Το μερίδιο του ΑΕΠ των ΗΠΑ που καταβάλλεται για μισθούς έχει επίσης μειωθεί, κάτι που πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι συμβάλλει στην αύξηση της ανισότητας.
Ο Μπάιντεν θέλει να… επιστρατεύσει το δημόσιο «πορτοφόλι» για να στηρίξει αυτήν την υπόσχεση, τόσο για τα προγράμματα υποδομών όσο και για τη χρηματοδότηση ερευνητικών κόμβων.
«Πριν από δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξόδεψαν το 2% του ΑΕΠ τους στην έρευνα και ανάπτυξη», σημείωσε ο Μπάιντεν σε ομιλία του την Τετάρτη. «Το ποσοστό αυτό είναι τώρα λιγότερο από 1%, ακόμη και όταν άλλες χώρες έχουν αυξήσει τις επενδύσεις. Έχουμε μείνει πίσω», είπε ο Αμερικανός πρόεδρος.
Το σχέδιο «αντιπροσωπεύει μια σημαντική προσπάθεια για την αντιμετώπιση των διευρυμένων γεωγραφικών ανισοτήτων της χώρας… Δείχνει μια κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι υποδομές μπορεί να δημιουργήσουν ευκαιρίες», δήλωσε ο Kenan Fikri, διευθυντής έρευνας της διμερούς Ομάδας Οικονομικής Καινοτομίας.
Η πρόταση του Μπάιντεν στοχεύει σε επενδύσεις σε κοινότητες των εγχρώμων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πλήττονται από λιμενική ρύπανση ή άλλη περιβαλλοντική καταστροφή, και σε βιομηχανίες με μεγάλο ποσοστό εγχρώμων εργαζομένων.
Δεν αναμένονται ριζικές αλλαγές
Ο Μπάιντεν, σχολιάζει το «Reuters», είναι απίθανο να προωθήσει μια τόσο ριζική αλλαγή στην ομοσπονδιακή πολιτική.
Ο Αμερικανός πρόεδρος ανέλαβε για πρώτη φορά δημόσιο αξίωμα το 1970, μια χρονιά που το μερίδιο των εργαζομένων των ΗΠΑ στο εθνικό εισόδημα είχε κορυφωθεί. Είχε μια μακρά καριέρα εργαζόμενος στο ίδιο το Δημοκρατικό κέντρο που τώρα προσπαθεί να μεταμορφώσει, υποστηρίζοντας φιλικές προς τις τράπεζες προτάσεις που δέχτηκαν κριτική.
Αλλά έγινε πρόεδρος σε μια χρονιά που τα επιχειρήματα κατά της κυβερνητικής παρέμβασης που άκουσε ως γερουσιαστής και ως αντιπρόεδρος υπό τον Ομπάμα φαίνεται να έχουν ολοκληρώσει την… κούρσα τους.
Σύμφωνα με ανάλυση του «Reuters», κατά το τελευταίο μισό της ζωής του, ο 78χρονος Μπάιντεν είδε το μερίδιο εθνικού πλούτου προς τη μεσαία τάξη να πέφτει και τα κέρδη από την ανάπτυξη των ΗΠΑ να συγκεντρώνονται σε ελάχιστες μόνο περιοχές. Τώρα, με ένα επενδυτικό πακέτο ύψους περίπου 2 τρισ. δολ., ο Μπάιντεν θέλει να αντιστρέψει αυτήν την τάση και να κατευθύνει το κεφάλαιο προς παραμελημένους ανθρώπους και τμήματα της χώρας.
Το σχέδιο του Δημοκρατικού Μπάιντεν για τις θέσεις εργασίας και τις υποδομές, αλλά και η αύξηση του εταιρικού φόρου προκειμένου να βρεθούν τα χρήματα γι’ αυτό, έρχεται σε αντίθεση με την ιδιαίτερη εκτίμηση προς τις ιδιωτικές αγορές που υιοθέτησαν οι Ρεπουμπλικάνοι μετά την εκλογή του Ρόναλντ Ρήγκαν το 1980 και που τροφοδοτήθηκε μέσω κύκλων φορολογικών περικοπών και απορρύθμισης και από τα δύο μέρη.
Είτε επρόκειτο για τις κινήσεις του Μπιλ Κλίντον προς τη μείωση της κοινωνικής πρόνοιας και την απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, είτε για την απροθυμία του Μπαράκ Ομπάμα να αυξήσει τις δαπάνες κατά την τελευταία ύφεση, γενικότερα υπήρξε απροθυμία εκ μέρους και των δύο μερών να παρέμβουν πολύ βαθιά για δεκαετίες.
Όπως σχολιάζει το «Reuters», το σχέδιο του Μπάιντεν θυμίζει κινήσεις των Δημοκρατικών ηγετών των νεαρών χρόνων του στη δεκαετία του 1960 - τη φιλόδοξη στροφή του Τζον Κένεντι σε δημόσιες επιχειρήσεις, την προσγείωση στο φεγγάρι ή προώθηση της «Great Society» του Λίντον Τζόνσον για την ενίσχυση του δικτύου κοινωνικής ασφάλειας. Θυμίζει επίσης την πράξη του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ το 1956 για να πληρώσει η κυβέρνηση ως επί το πλείστον για την οικοδόμηση των αυτοκινητοδρόμων.
Έρχεται μάχη στο Κογκρέσο
Η μάχη για τη νομοθεσία στο Κογκρέσο των ΗΠΑ αναμένεται να είναι επική, σύμφωνα με το «Reuters».
Ο Μιτς ΜακΚόνελ, ο Ρεπουμπλικανός ηγέτης της Γερουσίας, προειδοποίησε την Τετάρτη ότι κάθε νομοσχέδιο που προτείνουν οι Δημοκρατικοί μπορεί να είναι «Δούρειος ίππος για μια μαζική αύξηση του φόρου». Οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν δηλώσει ότι δεν θα υποστηρίξουν τις δημοκρατικές προσπάθειες για την προώθηση στόχων όπως η αναχαίτιση της κλιματικής αλλαγής.
Η πρόταση έρχεται μετά τα περισσότερα από 5 δισεκατομμύρια δολάρια που δεσμεύτηκαν τον τελευταίο χρόνο για την καταπολέμηση του κοροναϊού, μεγάλο μέρος των οποίων χρησιμοποιήθηκε για άμεσες πληρωμές προς οικογένειες και άνεργους.
Οι «ουλές» από την πανδημία μπορεί να αποδειχτούν βαθιές και η προτεινόμενη ροή ομοσπονδιακών δολαρίων σε κοινότητες, τεχνολογική έρευνα και projects που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας είναι ένας τρόπος για να συνεχιστεί η «θεραπεία» σύμφωνα με την αμερικανική κυβέρνηση.
Η προσέγγιση του Μπάιντεν θέλει να αντιμετωπίσει μια κι έξω ένα πλήθος θεμάτων - από τις ελλείψεις στις υπηρεσίες φροντίδας παιδιών έως τους σταθμούς φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων.
Όπως σημειώνει το «Reuters» η δημογραφική και οικονομική παρακμή των μικρών πόλεων και πολλών μεσαίων πόλεων στις ΗΠΑ βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και δεκαετίες, τόσο υπό Δημοκρατικούς όσο και υπό Ρεπουμπλικάνους προέδρους, ακόμη και όταν και οι δύο πλευρές υπόσχονταν να το αλλάξουν αυτό.
Το μερίδιο του ΑΕΠ των ΗΠΑ που καταβάλλεται για μισθούς έχει επίσης μειωθεί, κάτι που πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι συμβάλλει στην αύξηση της ανισότητας.
Ο Μπάιντεν θέλει να… επιστρατεύσει το δημόσιο «πορτοφόλι» για να στηρίξει αυτήν την υπόσχεση, τόσο για τα προγράμματα υποδομών όσο και για τη χρηματοδότηση ερευνητικών κόμβων.
«Πριν από δεκαετίες, οι Ηνωμένες Πολιτείες ξόδεψαν το 2% του ΑΕΠ τους στην έρευνα και ανάπτυξη», σημείωσε ο Μπάιντεν σε ομιλία του την Τετάρτη. «Το ποσοστό αυτό είναι τώρα λιγότερο από 1%, ακόμη και όταν άλλες χώρες έχουν αυξήσει τις επενδύσεις. Έχουμε μείνει πίσω», είπε ο Αμερικανός πρόεδρος.
Το σχέδιο «αντιπροσωπεύει μια σημαντική προσπάθεια για την αντιμετώπιση των διευρυμένων γεωγραφικών ανισοτήτων της χώρας… Δείχνει μια κατανόηση του τρόπου με τον οποίο οι υποδομές μπορεί να δημιουργήσουν ευκαιρίες», δήλωσε ο Kenan Fikri, διευθυντής έρευνας της διμερούς Ομάδας Οικονομικής Καινοτομίας.
Η πρόταση του Μπάιντεν στοχεύει σε επενδύσεις σε κοινότητες των εγχρώμων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που πλήττονται από λιμενική ρύπανση ή άλλη περιβαλλοντική καταστροφή, και σε βιομηχανίες με μεγάλο ποσοστό εγχρώμων εργαζομένων.
Δεν αναμένονται ριζικές αλλαγές
Ο Μπάιντεν, σχολιάζει το «Reuters», είναι απίθανο να προωθήσει μια τόσο ριζική αλλαγή στην ομοσπονδιακή πολιτική.
Ο Αμερικανός πρόεδρος ανέλαβε για πρώτη φορά δημόσιο αξίωμα το 1970, μια χρονιά που το μερίδιο των εργαζομένων των ΗΠΑ στο εθνικό εισόδημα είχε κορυφωθεί. Είχε μια μακρά καριέρα εργαζόμενος στο ίδιο το Δημοκρατικό κέντρο που τώρα προσπαθεί να μεταμορφώσει, υποστηρίζοντας φιλικές προς τις τράπεζες προτάσεις που δέχτηκαν κριτική.
Αλλά έγινε πρόεδρος σε μια χρονιά που τα επιχειρήματα κατά της κυβερνητικής παρέμβασης που άκουσε ως γερουσιαστής και ως αντιπρόεδρος υπό τον Ομπάμα φαίνεται να έχουν ολοκληρώσει την… κούρσα τους.