Ορισμένοι δισεκατομμυριούχοι αγοράζουν ένα… νησί και νιώθουν ικανοποίηση. Άλλοι, όπως ο Μπιλ Γκέιτς, προτιμούν μια… υπηρεσία Υγείας των Ηνωμένων Εθνών.

Όπως σχολιάζει το «Politico», κατά την τελευταία δεκαετία, ο πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο έχει γίνει ο δεύτερος μεγαλύτερος δωρητής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), δεύτερος μόνο μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες και ακριβώς πάνω από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυτή η γενναιοδωρία τού δίνει μεγάλη επιρροή στην ατζέντα του Οργανισμού, που κάλλιστα θα μπορούσε να αυξηθεί περαιτέρω καθώς ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο απειλούν να μειώσουν τη χρηματοδότηση εάν ο Οργανισμός δεν βελτιώσει το επενδυτικό του πρόγραμμα.

Το αποτέλεσμα, λένε οι επικριτές του Γκέιτς, είναι ότι οι προτεραιότητες του δισεκατομμυριούχου έχουν γίνει προτεραιότητες του ΠΟΥ. Αντί ο Οργανισμός να επικεντρώνεται στην ενίσχυση της υγειονομικής περίθαλψης σε φτωχές χώρες – κάτι που θα βοηθούσε, κατά την άποψή τους, στη συγκράτηση μελλοντικών ασθενειών, όπως της επιδημίας του Έμπολα - ο Οργανισμός ξοδεύει ένα δυσανάλογο ποσό των πόρων του σε projects με εκείνα τα μετρήσιμα αποτελέσματα που προτιμά ο Γκέιτς, όπως η προσπάθεια για την εξάλειψη της πολιομυελίτιδας.

Οι ανησυχίες σχετικά με την εξουσία του δισεκατομμυριούχου - περίπου το ένα τέταρτο του προϋπολογισμού του ΠΟΥ προορίζεται για την εξάλειψη της πολιομυελίτιδας - οδήγησε σε μια προσπάθεια συγκράτησής του. Αλλά παραμένει μια δύναμη που πρέπει να ληφθεί υπόψη, καθώς ο ΠΟΥ προετοιμάζεται να εκλέξει έναν από τους τρεις φιναλίστ για την ηγεσία του Οργανισμού.

«Όλοι οι υποψήφιοι θα πρέπει να συμμαχήσουν μαζί του με κάποιον τρόπο», δήλωσε η Sophie Harman, αναπληρώτρια καθηγήτρια διεθνούς πολιτικής στο Queen Mary University του Λονδίνου.

Άφθονα τα στοιχεία της πρωτοφανούς επιρροής του Γκέιτς

Ήδη πριν από μια δεκαετία, όταν ο Γκέιτς άρχισε να ρίχνει χρήματα στην εξάλειψη της ελονοσίας, ανώτεροι αξιωματούχοι - συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής του προγράμματος του ΠΟΥ για την ελονοσία - εξέφρασαν ανησυχίες ότι το ‘Ιδρυμα στρεβλώνει τις ερευνητικές προτεραιότητες.

«Ο όρος που χρησιμοποιήθηκε συχνά ήταν η “μονοπωλιακή φιλανθρωπία”, η ιδέα ότι ο Γκέιτς υιοθέτησε την ίδια προσέγγιση που ακολούθησε στους υπολογιστές και την εφάρμοσε στο Ίδρυμα Γκέιτς», δήλωσε μια πηγή προσκείμενη στο συμβούλιο του ΠΟΥ.

Ο δισεκατομμυριούχος ήταν ο πρώτος ιδιώτης που συμμετείχε στη γενική συνέλευση των χωρών μελών του ΠΟΥ και οι ακαδημαϊκοί επινόησαν έναν όρο για την κυριαρχία του στην παγκόσμια υγεία: το «Bill Chill».

Όπως σχολιάζει το «Politico», λίγοι άνθρωποι τολμούν να επικρίνουν ανοιχτά τον Γκέιτς, ενώ όσοι συμφώνησαν να μιλήσουν για εκείνον, το έκαναν μόνο με την προϋπόθεση να παραμείνουν ανώνυμοι.

«Αντιμετωπίζεται σαν αρχηγός κράτους, όχι μόνο στον ΠΟΥ, αλλά και στην G20», δήλωσε εκπρόσωπος ΜΚΟ με έδρα τη Γενεύη.

Το «Politico» επισημαίνει ότι οι εκπρόσωποι με τους οποίους μίλησε δεν εξέφρασαν ιδιαίτερη ανησυχία για την επιρροή του Γκέιτς και εμφανίστηκαν πεπεισμένοι ότι ο δισεκατομμυριούχος έχει καλές προθέσεις.

Ωστόσο, η κυριαρχία του ανησυχεί ΜΚΟ και ακαδημαϊκούς. Ορισμένοι φοβούνται ότι επειδή τα χρήματα του Ιδρύματος Gates προέρχονται από επενδύσεις σε μεγάλες επιχειρήσεις, θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως «Δούρειος Ίππος» για εταιρικά συμφέροντα με στόχο να υπονομευθεί ο ρόλος του ΠΟΥ στη διαμόρφωση πολιτικών για την υγεία.

Άλλοι φοβούνται απλώς ότι το σώμα του ΟΗΕ βασίζεται υπερβολικά στα χρήματα του Γκέιτς και ότι ο επιχειρηματίας θα μπορούσε μια μέρα να αλλάξει γνώμη και να τα μετακινήσει αλλού.

Η συνεισφορά του Ιδρύματος Γκέιτς

Το Ίδρυμα Γκέιτς έχει διοχετεύσει περισσότερα από 2,4 δισεκατομμύρια δολάρια στον ΠΟΥ από το 2000, καθώς οι χώρες καθίστανται ολοένα και πιο διστακτικές να «ρίξουν» περισσότερα από τα δικά τους χρήματα στον Οργανισμό, ειδικά μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.

Τα τέλη που καταβάλλονται από τα κράτη - μέλη αντιπροσωπεύουν πλέον λιγότερο από το ένα τέταρτο του διετούς προϋπολογισμού του ΠΟΥ, συνολικού ύψους 4,5 δισ. δολαρίων. Τα υπόλοιπα προέρχονται από ό,τι προσφέρουν σε εθελοντική βάση οι κυβερνήσεις, ο Γκέιτς, άλλα ιδρύματα και εταιρείες. Εφόσον αυτά τα κεφάλαια προορίζονται συνήθως για συγκεκριμένα έργα ή ασθένειες, ο ΠΟΥ δεν μπορεί ελεύθερα να αποφασίσει πώς να τα χρησιμοποιήσει.

Η εξάλειψη της πολιομυελίτιδας είναι μακράν το καλύτερα χρηματοδοτούμενο πρόγραμμα του ΠΟΥ, καθώς στο πρόγραμμα έχουν διατεθεί τουλάχιστον 6 δισ. δολ. μεταξύ του 2013 και του 2019, σε μεγάλο βαθμό επειδή περίπου το 60% των συνεισφορών του Ιδρύματος Γκέιτς προορίζονται γι’ αυτόν τον σκοπό. Ο Γκέιτς θέλει απτά αποτελέσματα και η εξάλειψη της πολιομυελίτιδας θα μπορούσε να είναι ένα από αυτά.

Όμως, η εστίαση στην πολιομυελίτιδα άφησε ουσιαστικά τον ΠΟΥ να… «ικετεύει» για άλλα προγράμματα, ιδίως για την υποστήριξη των συστημάτων υγείας των φτωχών χωρών.

Νέες πολιτικές και απαντήσεις στις επικρίσεις

Οι ανησυχίες για τον αυξανόμενο ρόλο του ιδιωτικού χρήματος οδήγησαν τα κράτη - μέλη να συμφωνήσουν, μετά από αρκετά χρόνια διαπραγματεύσεων, σε μια νέα πολιτική που θα διέπει τον τρόπο με τον οποίο συνεργάζεται με οντότητες όπως ιδιωτικά ιδρύματα, εταιρείες και ΜΚΟ.

Παρά την κριτική, το διοικητικό συμβούλιο του ΠΟΥ παραχώρησε στο Ίδρυμα Γκέιτς το στάτους «επίσημων σχέσεων», κάτι που, στην πράξη, δεν αλλάζει πολύ τις σχέσεις που είχε ήδη ο ΠΟΥ με το Ίδρυμα.

Ο Οργανισμός άλλαξε επίσης πριν από τέσσερα χρόνια τον τρόπο με τον οποίο εγκρίνεται ο προϋπολογισμός του, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι χώρες - μέλη θα καθορίζουν τις προτεραιότητές του. Αυτό σημαίνει ότι ο Γκέιτς μπορεί να «ρίξει» χρήματα μόνο σε έργα που υποστηρίζουν τα 194 μέλη.

Αυτές οι κινήσεις έχουν μετριάσει κάπως τις επικρίσεις για την αυξανόμενη επιρροή του Γκέιτς στον Οργανισμό, ενώ και το Ίδρυμα φαίνεται επίσης να πήρε το μήνυμα, καθώς οι εκπρόσωποί του συναντιούνται πέντε με έξι φορές το χρόνο με άλλους σημαντικούς δωρητές για να συζητήσουν τις προτεραιότητες του ΠΟΥ και τρόπους υποστήριξής τους.