Ένα τραγούδι… της Lady Gaga για τον μεγαλοεπενδυτή Bill Ackman
Στην επενδυτική εταιρεία ειδικού σκοπού (spac) του Μπιλ Άκμαν (Bill Ackman)
περνά το 10% των μετοχών της Universal Music στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που αποτιμά τον ιστορικό όμιλο της μουσικής βιομηχανίας στα 40 δισ. δολάρια.
Ο Άκμαν κατάφερε να νικήσει την προσφορά της εταιρείας ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων Hellman & Friedman που δεν έδινε αξία μεγαλύτερη των 30 δισ. δολαρίων στην Universal Music, μια εταιρεία με 86ετή ιστορία. Ωστόσο οι επενδυτές φαίνεται να τηρούν επιφυλάξεις καθώς η μετοχή της Spac του Άκμαν, Pershing Square Tontine Holdings, υποχωρούσε έως και 14% στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης την Πέμπτη, μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας με την Universal Music.
Όταν η Pershing Square Tontine Holdings του γνωστού μεγαλοεπενδυτή της Wall Street πραγματοποίησε πέρσι τη δημόσια εγγραφή της, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο στην κατηγορία των SPACs με την άντληση 4 δισ. δολαρίων, το βασικό ερώτημα ήταν πώς θα αξιοποιηθούν αυτά τα κεφάλαια.
Ο ίδιος είχε πει στη Wall Street Journal πως από τις αρχές Νοεμβρίου βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με μια «θρυλική, φαινομενική και μεγάλη εταιρεία», τονίζοντας πως θα πρέπει να επιλυθούν πρώτα ορισμένα περίπλοκα ζητήματα.
Η Universal Music είναι ένας ισχυρός παίκτης στην μουσική βιομηχανία με καλλιτέχνες στο ενεργητικό του όπως Cyndi Lauper, Lady Gaga, Taylor Swift, Beatles και ο Sir Elton John. Είναι θυγατρική του γαλλικού ομίλου τηλεπικοινωνιών Vivendi, αλλά με έδρα την Σάντα Μόνικα στην Καλιφόρνια. Πέρσι τα έσοδα της Universal Music διαμορφώθηκαν στα 7,43 δισ. δολάρια, παρουσιάζοντας σταθερή αύξηση από το 2016 που είναι ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που έχει θέσει Άκμαν για τις εξαγορές της Pershing Square Tontine Holdings.
Τον περασμένο μήνα, η Vivendi είχε ανακοινώσει πως εξετάζει την πώληση πρόσθετου μεριδίου από το μετοχικό κεφάλαιο της Universal Music, έχοντας ήδη παραχωρήσει τον έλεγχο του 20% στην κινεζική Tencent.
Αναλυτικότερα, η Tencent απέκτησε πρώτα ένα 10% έναντι 3 δισ. δολαρίων τον Μάρτιο του 2020 και ένα επιπλέον 10% τον Ιανουάριο του 2021. Η Universal Music με τις Sony Music και Warner Music Group κυριαρχούν στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία ως οι «Μεγάλες Τρεις». Μόνον η Universal έχει συνάψει συμβάσεις παραχώρησης άδειας χρήσης με πάνω από 400 πλατφόρμες, σε παγκόσμια κλίμακα.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως της έσοδα της μουσικής βιομηχανίας τονώθηκαν όταν πλατφόρμες ελεύθερης ροής όπως η Spotify άρχισαν να καταβάλουν αντίτιμο για να εμπλουτίσουν τις συλλογές τους. Το 2013, η SoftBank είχε αποπειραθεί να την εξαγοράσει έναντι μόνον 6,5 δισ. δολαρίων.
Οι spacs είναι οντότητες που δημιουργούνται για την εξαγορά μιας μη εισηγμένης εταιρείας σε έναν συγκεκριμένο κλάδο, εξασφαλίζοντας τα απαιτούμενα κεφάλαια με τη δημόσια εγγραφή τους στο χρηματιστήριο.
Δηλαδή, σε γενικές γραμμές, η αποστολή τους δεν είναι αόριστη αλλά αποφεύγουν να ενημερώνουν τους επενδυτές για να μην υπάρχει διαρροή πληροφοριών στο χρηματιστήριο. Γι΄ αυτό που στην αργκό της Wall Street χαρακτηρίζονται ως εταιρείες με «λευκή επιταγή». Συνήθως ο κύκλος ζωής τους δεν ξεπερνά τη διετία και η αποστολή τους ολοκληρώνεται όταν θα έχουν απορροφήσει τον στόχο εξαγοράς τους.
Εάν δεν εκπληρώσουν την αποστολή τους υποχρεούνται να επιστρέψουν τα κεφάλαια στους επενδυτές που, κατά κανόνα, δραστηριοποιούνται στον κλάδο των κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου ή των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων.
περνά το 10% των μετοχών της Universal Music στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που αποτιμά τον ιστορικό όμιλο της μουσικής βιομηχανίας στα 40 δισ. δολάρια.
Ο Άκμαν κατάφερε να νικήσει την προσφορά της εταιρείας ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων Hellman & Friedman που δεν έδινε αξία μεγαλύτερη των 30 δισ. δολαρίων στην Universal Music, μια εταιρεία με 86ετή ιστορία. Ωστόσο οι επενδυτές φαίνεται να τηρούν επιφυλάξεις καθώς η μετοχή της Spac του Άκμαν, Pershing Square Tontine Holdings, υποχωρούσε έως και 14% στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης την Πέμπτη, μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας με την Universal Music.
Όταν η Pershing Square Tontine Holdings του γνωστού μεγαλοεπενδυτή της Wall Street πραγματοποίησε πέρσι τη δημόσια εγγραφή της, ξεπερνώντας κάθε προηγούμενο στην κατηγορία των SPACs με την άντληση 4 δισ. δολαρίων, το βασικό ερώτημα ήταν πώς θα αξιοποιηθούν αυτά τα κεφάλαια.
Ο ίδιος είχε πει στη Wall Street Journal πως από τις αρχές Νοεμβρίου βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με μια «θρυλική, φαινομενική και μεγάλη εταιρεία», τονίζοντας πως θα πρέπει να επιλυθούν πρώτα ορισμένα περίπλοκα ζητήματα.
Η Universal Music είναι ένας ισχυρός παίκτης στην μουσική βιομηχανία με καλλιτέχνες στο ενεργητικό του όπως Cyndi Lauper, Lady Gaga, Taylor Swift, Beatles και ο Sir Elton John. Είναι θυγατρική του γαλλικού ομίλου τηλεπικοινωνιών Vivendi, αλλά με έδρα την Σάντα Μόνικα στην Καλιφόρνια. Πέρσι τα έσοδα της Universal Music διαμορφώθηκαν στα 7,43 δισ. δολάρια, παρουσιάζοντας σταθερή αύξηση από το 2016 που είναι ένας από τους σημαντικούς παράγοντες που έχει θέσει Άκμαν για τις εξαγορές της Pershing Square Tontine Holdings.
Τον περασμένο μήνα, η Vivendi είχε ανακοινώσει πως εξετάζει την πώληση πρόσθετου μεριδίου από το μετοχικό κεφάλαιο της Universal Music, έχοντας ήδη παραχωρήσει τον έλεγχο του 20% στην κινεζική Tencent.
Αναλυτικότερα, η Tencent απέκτησε πρώτα ένα 10% έναντι 3 δισ. δολαρίων τον Μάρτιο του 2020 και ένα επιπλέον 10% τον Ιανουάριο του 2021. Η Universal Music με τις Sony Music και Warner Music Group κυριαρχούν στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία ως οι «Μεγάλες Τρεις». Μόνον η Universal έχει συνάψει συμβάσεις παραχώρησης άδειας χρήσης με πάνω από 400 πλατφόρμες, σε παγκόσμια κλίμακα.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί πως της έσοδα της μουσικής βιομηχανίας τονώθηκαν όταν πλατφόρμες ελεύθερης ροής όπως η Spotify άρχισαν να καταβάλουν αντίτιμο για να εμπλουτίσουν τις συλλογές τους. Το 2013, η SoftBank είχε αποπειραθεί να την εξαγοράσει έναντι μόνον 6,5 δισ. δολαρίων.
Οι spacs είναι οντότητες που δημιουργούνται για την εξαγορά μιας μη εισηγμένης εταιρείας σε έναν συγκεκριμένο κλάδο, εξασφαλίζοντας τα απαιτούμενα κεφάλαια με τη δημόσια εγγραφή τους στο χρηματιστήριο.
Δηλαδή, σε γενικές γραμμές, η αποστολή τους δεν είναι αόριστη αλλά αποφεύγουν να ενημερώνουν τους επενδυτές για να μην υπάρχει διαρροή πληροφοριών στο χρηματιστήριο. Γι΄ αυτό που στην αργκό της Wall Street χαρακτηρίζονται ως εταιρείες με «λευκή επιταγή». Συνήθως ο κύκλος ζωής τους δεν ξεπερνά τη διετία και η αποστολή τους ολοκληρώνεται όταν θα έχουν απορροφήσει τον στόχο εξαγοράς τους.
Εάν δεν εκπληρώσουν την αποστολή τους υποχρεούνται να επιστρέψουν τα κεφάλαια στους επενδυτές που, κατά κανόνα, δραστηριοποιούνται στον κλάδο των κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου ή των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων.