Πατριαρχείο Μόσχας: Πώς η Ρωσική Εκκλησία επιχειρεί να παραγράψει την Ιστορία
Η επιχειρούμενη αλλαγή των ισορροπιών στην Ορθοδοξία από τη Μόσχα
Στα μέσα του 15ου αιώνα και λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς εμφανίστηκε ένας μύθος προς ενίσχυση του ρωσικού δόγματος της «Τρίτης Ρώμης».
Σύμφωνα με τον θρύλο αυτόν συνέβη ενα θαύμα με επίκεντρο τη Ρωσία. Ο John Meyendorff σε κείμενό του με τίτλο «Υπήρξε ποτέ «Τρίτη Ρώμη»; Παρατηρήσεις για τη βυζαντινή κληρονομιά στη Ρωσία, επισημαίνει:
«Κοντά σ’ αυτά, στα χρόνια του αρχιεπισκόπου Γενναδίου (1484-1509), εμφανίστηκε στο Νόβγκοροντ μια περίεργη ρωσική παραλλαγή της Δωρεάς τον Κωνσταντίνου, ὁ θρύλος τοῦ λευκου επικαλύμμαυκου. Σύμφωνα με αυτόν το θρύλο, ένα λευκό επικαλύμμαυκο (ρωσ. κλομπούκ) είχε δωρηθεί από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στον πάπα Σύλβεστρο, ύστερα από το βάπτισμά του. Ο τελευταίος ορθόδοξος πάπας, προβλέποντας την πτώση της Ρώμης στην αίρεση, έστειλε το επικαλύμμαυκο για ασφαλή φύλαξη στον πατριάρχη Φιλόθεο Κωνσταντινουπόλεως, ὁ οποίος τελικά (προβλέποντας με τη σειρά του την προδοσία της Φλωρεντίας) έστειλε το πολύτιμο κειμήλιο στον αρχιεπίσκοπο του Νόβγκοροντ. Ἔτσι, όχι μόνο η Μόσχα, αλλά τό Τβερ και τό Νόβγκοροντ διεκδικούσαν σε ένα βαθμό το δικαίωμα να είναι κληρονόμοι της «Ρώμης» και κέντρα της αληθινής χριστιανικής πίστης».
Ο Πατριάρχης Μόσχας και πασών των Ρωσιών - προκαθήμενος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας Κύριλλος με το χαρακτηριστικό λευκό καλυμμαύχι..
Ο μύθος της «λευκής Μίτρας», όπως έμεινε στην ιστορία, επιζεί ακόμα και σήμερα στα καλυμμαύχια των Σλάβων ιεραρχών και μαζί με τον μύθο της Παναγίας του Τιχβίν, αποτέλεσαν μία εναλλακτική ψευδοϊστορική θεμελίωση της υπεροχής της Ρωσίας στην Ορθοδοξία. Ήταν ίσως η πρώτη προσπάθεια των Ρώσων να παραγράψουν την ιστορία.
Στο σήμερα, το Πατριαρχείο Μόσχας επιχειρεί με μεθοδικό τρόπο να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή για γεγονότα που σχετίζονται άμεσα με την ιστορία και τα δικαιώματα που απορρέουν από το κανονικό δίκαιο.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας. Η απόδοση του τόμου αυτοκεφαλίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο προκάλεσε τεκτονικές αλλαγές στις ισορροπίες, με τη Ρωσική Εκκλησία να διακόπτει την ευχαριστιακή κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και την Ελλαδική Εκκλησία ενώ προσπαθεί να δημιουργήσει ρήγμα στην Εκκλησία της Κύπρου.
Ο Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Κύριλλος πριν λίγες μέρες κλιμάκωσε την επίθεσή του εναντίον του Οικουμενικού Πατριάρχη κατά την τελετή απονομής εκκλησιαστικών τιμητικών διακρίσεων στον πρόεδρο του ΤΕΕΣ, Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα. Μετά τις κατηγορίες ότι ενεργεί υπό την πίεση ξένων δυνάμεων, κατηγορία που έχει επαναλάβει πολλές φορές ο άτυπος υπουργός Εξωτερικών του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων, ο προκαθήμενος της Ρωσικής Εκκλησίας εμφάνισε τον Οικουμενικό Πατριάρχη ως σχισματικό λέγοντας: «Ανθρωπίνως αγωνιούμε πολύ, που σήμερα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προσχώρησε στο σχίσμα, διότι κοινώνησε μαζί με σχισματικούς και αναγνώρισε τους αυτοχειροτόνητους, όσους δεν διαθέτουν έγκυρη χειροτονία, ως κανονικούς αρχιερείς».
Λίγες μέρες νωρίτερα, η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας αναφερόταν σε «σύγχρονα κανονικά εγκλήματα του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος υποστήριξε το σχίσμα και δέχθηκε σε εκκλησιαστική κοινωνία πρόσωπα, τα οποία αυτοχαρακτηρίζονται ορθόδοξοι αρχιερείς, αλλά δεν διαθέτουν κανονική χειροτονία».
Όλα αυτά τη στιγμή που ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος άσκησε ένα κανονικό δικαίωμά του το οποίο ταυτίζεται και με την εθιμική παράδοση.
Η αναγνώριση της ουκρανικής αυτοκεφαλίας από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, στάθηκε αφορμή έτσι ώστε το Πατριαρχείο Μόσχας να επεκταθεί και στην Αφρική. Η εισπήδηση αυτή της Ρωσικής Εκκλησίας πήρε και την πλέον επίσημη διάσταση μετά τη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της τελευταίας. Στο βιβλίο 61 των πρακτικών αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Λαμβάνοντας υπόψη τις πολυάριθμες εκκλήσεις του κλήρου της Αλεξανδρινής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο, με αίτημα να τους δεχτεί υπό το ομόφορο του Πατριαρχείου Μόσχας, να ανατεθεί στον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Βλαντικαβκάζ και Αλάνιας Λεωνίδα μετά την ενδελεχή εξέταση του των αιτημάτων, που εστάλησαν, να κατατεθούν προτάσεις στην Ιερά Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας». Η κίνηση αυτή πρακτικά σημαίνει ότι δημιουργείται μία παράλληλη εκκλησιαστική δομή στην περιοχή του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Εισπήδηση της Ρωσικής Εκκλησίας στις Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρατηρήθηκε και τον περασμένο Ιανουάριο όταν ιερείς από τη Ρωσία λειτούργησαν στην Κωνσταντινούπολη. Η κίνηση αυτή μάλιστα έγινε με κάθε επισημότητα καθώς ανακοινώθηκε ότι: «Στις 7 Ιανουαρίου 2021 τελέσθηκε στο παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη θερινή κατοικία του Γενικού Προξενείου της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη η Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία. Μετά το πέρας της Θείας Μυσταγωγίας ο πατήρ Γεώργιος ανέγνωσε το Χριστουγεννιάτικο Μήνυμα του Αγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κυρίλλου και στη συνέχεια απηύθυνε χαιρετιστήριο λόγο στο εκκλησίασμα».
Άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τις ισορροπίες και τις πτυχές της εκκλησιαστικής διπλωματίας επισημαίνουν ότι τα παραπάνω εντάσσονται στο γενικότερο πλάνο της Ρωσικής Εκκλησίας.
Σύμφωνα με τον θρύλο αυτόν συνέβη ενα θαύμα με επίκεντρο τη Ρωσία. Ο John Meyendorff σε κείμενό του με τίτλο «Υπήρξε ποτέ «Τρίτη Ρώμη»; Παρατηρήσεις για τη βυζαντινή κληρονομιά στη Ρωσία, επισημαίνει:
«Κοντά σ’ αυτά, στα χρόνια του αρχιεπισκόπου Γενναδίου (1484-1509), εμφανίστηκε στο Νόβγκοροντ μια περίεργη ρωσική παραλλαγή της Δωρεάς τον Κωνσταντίνου, ὁ θρύλος τοῦ λευκου επικαλύμμαυκου. Σύμφωνα με αυτόν το θρύλο, ένα λευκό επικαλύμμαυκο (ρωσ. κλομπούκ) είχε δωρηθεί από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο στον πάπα Σύλβεστρο, ύστερα από το βάπτισμά του. Ο τελευταίος ορθόδοξος πάπας, προβλέποντας την πτώση της Ρώμης στην αίρεση, έστειλε το επικαλύμμαυκο για ασφαλή φύλαξη στον πατριάρχη Φιλόθεο Κωνσταντινουπόλεως, ὁ οποίος τελικά (προβλέποντας με τη σειρά του την προδοσία της Φλωρεντίας) έστειλε το πολύτιμο κειμήλιο στον αρχιεπίσκοπο του Νόβγκοροντ. Ἔτσι, όχι μόνο η Μόσχα, αλλά τό Τβερ και τό Νόβγκοροντ διεκδικούσαν σε ένα βαθμό το δικαίωμα να είναι κληρονόμοι της «Ρώμης» και κέντρα της αληθινής χριστιανικής πίστης».
Στο σήμερα, το Πατριαρχείο Μόσχας επιχειρεί με μεθοδικό τρόπο να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή για γεγονότα που σχετίζονται άμεσα με την ιστορία και τα δικαιώματα που απορρέουν από το κανονικό δίκαιο.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας. Η απόδοση του τόμου αυτοκεφαλίας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο προκάλεσε τεκτονικές αλλαγές στις ισορροπίες, με τη Ρωσική Εκκλησία να διακόπτει την ευχαριστιακή κοινωνία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και την Ελλαδική Εκκλησία ενώ προσπαθεί να δημιουργήσει ρήγμα στην Εκκλησία της Κύπρου.
Ο Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Κύριλλος πριν λίγες μέρες κλιμάκωσε την επίθεσή του εναντίον του Οικουμενικού Πατριάρχη κατά την τελετή απονομής εκκλησιαστικών τιμητικών διακρίσεων στον πρόεδρο του ΤΕΕΣ, Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα. Μετά τις κατηγορίες ότι ενεργεί υπό την πίεση ξένων δυνάμεων, κατηγορία που έχει επαναλάβει πολλές φορές ο άτυπος υπουργός Εξωτερικών του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων, ο προκαθήμενος της Ρωσικής Εκκλησίας εμφάνισε τον Οικουμενικό Πατριάρχη ως σχισματικό λέγοντας: «Ανθρωπίνως αγωνιούμε πολύ, που σήμερα ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως προσχώρησε στο σχίσμα, διότι κοινώνησε μαζί με σχισματικούς και αναγνώρισε τους αυτοχειροτόνητους, όσους δεν διαθέτουν έγκυρη χειροτονία, ως κανονικούς αρχιερείς».
Λίγες μέρες νωρίτερα, η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας αναφερόταν σε «σύγχρονα κανονικά εγκλήματα του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο οποίος υποστήριξε το σχίσμα και δέχθηκε σε εκκλησιαστική κοινωνία πρόσωπα, τα οποία αυτοχαρακτηρίζονται ορθόδοξοι αρχιερείς, αλλά δεν διαθέτουν κανονική χειροτονία».
Όλα αυτά τη στιγμή που ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος άσκησε ένα κανονικό δικαίωμά του το οποίο ταυτίζεται και με την εθιμική παράδοση.
Η αναγνώριση της ουκρανικής αυτοκεφαλίας από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, στάθηκε αφορμή έτσι ώστε το Πατριαρχείο Μόσχας να επεκταθεί και στην Αφρική. Η εισπήδηση αυτή της Ρωσικής Εκκλησίας πήρε και την πλέον επίσημη διάσταση μετά τη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της τελευταίας. Στο βιβλίο 61 των πρακτικών αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Λαμβάνοντας υπόψη τις πολυάριθμες εκκλήσεις του κλήρου της Αλεξανδρινής Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο, με αίτημα να τους δεχτεί υπό το ομόφορο του Πατριαρχείου Μόσχας, να ανατεθεί στον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο Βλαντικαβκάζ και Αλάνιας Λεωνίδα μετά την ενδελεχή εξέταση του των αιτημάτων, που εστάλησαν, να κατατεθούν προτάσεις στην Ιερά Σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας». Η κίνηση αυτή πρακτικά σημαίνει ότι δημιουργείται μία παράλληλη εκκλησιαστική δομή στην περιοχή του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Εισπήδηση της Ρωσικής Εκκλησίας στις Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρατηρήθηκε και τον περασμένο Ιανουάριο όταν ιερείς από τη Ρωσία λειτούργησαν στην Κωνσταντινούπολη. Η κίνηση αυτή μάλιστα έγινε με κάθε επισημότητα καθώς ανακοινώθηκε ότι: «Στις 7 Ιανουαρίου 2021 τελέσθηκε στο παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στη θερινή κατοικία του Γενικού Προξενείου της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη η Χριστουγεννιάτικη Θεία Λειτουργία. Μετά το πέρας της Θείας Μυσταγωγίας ο πατήρ Γεώργιος ανέγνωσε το Χριστουγεννιάτικο Μήνυμα του Αγιωτάτου Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσσιών Κυρίλλου και στη συνέχεια απηύθυνε χαιρετιστήριο λόγο στο εκκλησίασμα».
Άνθρωποι που γνωρίζουν καλά τις ισορροπίες και τις πτυχές της εκκλησιαστικής διπλωματίας επισημαίνουν ότι τα παραπάνω εντάσσονται στο γενικότερο πλάνο της Ρωσικής Εκκλησίας.