Οι δύο κεντρικές στρατηγικές συμφωνίες που υπέγραψε η Ελλάδα με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ ενισχύουν σε κρίσιμο βαθμό την αποτρεπτική ισχύ της χώρας απέναντι στην επιθετική Τουρκία.

Και αυτό δεν συμβαίνει τόσο στη λογική ότι οι γαλλικές ή οι αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις θα πολεμήσουν δίπλα στις ελληνικές, σε περίπτωση που η Άγκυρα κάνει πράξη το «casus belli». Οσο γιατί η Τουρκία πολεμικά και ιστορικά αποτελεί μια θρασύδειλη δύναμη. Δηλαδή επιτίθεται και εμπλέκεται σε πολεμικά επεισόδια εφόσον οι συνθήκες επικράτησης είναι διασφαλισμένες, στο διεθνές παρασκήνιο ή εκ της συγκυρίας, τόσο ως προς το αποτέλεσμα όσο και ως προς τις απώλειες σε ανθρώπους και εξοπλισμούς.

Στην προκειμένη περίπτωση και σε σχέση με την ελληνική επικράτεια και το Αιγαίο, το ρίσκο έχει ανέβει πολύ. Ουδείς συσχετισμός με την Κύπρο την δεκαετία του ’70 ή τα Ιμια την δεκαετία του ’90 του προηγούμενου αιώνα. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι στην πολιτική δήλωση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, κ. Μπλίνκεν, που συνόδευσε τη στρατηγική συμφωνία με τις ΗΠΑ, δηλώνεται ρητώς ότι η διμερής στρατιωτική συμφωνία, πέραν των οριζόμενων βάσεων, μπορεί να επεκταθεί και σε όλα τα ελληνικά νησιά όπου διατηρεί στρατιωτικές βάσεις η Ελλάδα. Με τον έμμεσο αυτό τρόπο, η Ουάσινγκτον αναφέρεται όχι μόνον στην ελληνικότητα των νησιών, αλλά και στο δικαίωμα να είναι αυτά εξοπλισμένα. Ακυρώνει, δηλαδή, κάθε σχετικό σχεδιασμό της Τουρκίας.

Σε αντίθεση με το Αιγαίο και την Ελλάδα, οι κύριοι στόχοι της Τουρκίας, που συνδέονται μάλιστα ευθέως με την επεκτατική θεώρηση της «Γαλάζιας πατρίδας», βρίσκονται σε τρεις στεριές, που, κατά την άποψη των αξιωματούχων στην Αγκυρα, μπορούν να της διασφαλίσουν σημαντική παρουσία στη θάλασσα της Ανατολικής Μεσογείου. Αυτές προκύπτουν μέσα από την κατάληψη και την προσάρτηση εδαφών στη Βόρεια Συρία. Εδάφη που, πέραν της Δαμασκού, σχετίζονται με το Ιράκ και τις περιοχές των Κούρδων. Σε δεύτερο πεδίο και στο κέντρο του «παιχνιδιού», η προσάρτηση των εδαφών της Βόρειας Κύπρου, που βρίσκονται υπό κατοχή. Εναλλακτικά, η ανακήρυξη της Βόρειας Κύπρου σε προτεκτοράτο της Τουρκίας, με διάθεση να επεκταθεί το επονομαζόμενο «κοινοτικό κεκτημένο». Στο τρίτο πεδίο, τα εδάφη της Δυτικής Συρίας (πρωτεύουσα η Τρίπολη), όπου κρίσιμο ρόλο παίζει η πόλη Μισράτα, που θεωρεί ότι θα την ελέγχει.

Ουσιαστικά, δηλαδή, η Τουρκία φιλοδοξεί να διασπάσει -προς όφελός της- τρεις χώρες: τη Συρία, την Κύπρο και τη Λιβύη. Τα συγκεκριμένα εδάφη βλέπουν τη θάλασσα και η επιρροή ή η κυριαρχία σε αυτά της Τουρκίας σημαίνει δικαιώματα σε οικονομικές ζώνες.

Η Ελλάδα, όχι πλέον σε επίπεδο εθνικής κυριαρχίας, έχει ενδιαφέρον και για τις τρεις περιοχές ως προς την επονομαζόμενη «Μεσογειακή Συμμαχία». Από τις τρεις, όμως, κορυφαία είναι η περίπτωση της Κύπρου. Στο περίφημο ζήτημα εισβολής και κατοχής της Τουρκίας από το 1974 η διπλωματική στρατηγική της Λευκωσίας και κατ’επέκταση της Αθήνας συνεχίζει να είναι η διζωνική, δικοινοτική Κύπρος, με αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής στον Βορρά. Μια στρατηγική που, παρά το γεγονός ότι είναι ευθυγραμμισμένη με τις αποφάσεις και τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, δεν ανταποκρίνεται στη δυναμική που αναπτύσσει η Τουρκία διεθνώς με τα δύο κράτη.

Μάλιστα, θα πρέπει να συνυπολογισθεί ότι, με δεδομένο ότι Λευκωσία και Αθήνα θα διαπραγματεύονταν σε ένα πλαίσιο δύο κρατών την επιστροφή στην ελληνοκυπριακή περιοχή της Αμμοχώστου, των Βαρωσίων και της Μόρφου, ήδη οι Τούρκοι επενδύουν στην Αμμόχωστο, προκειμένου να τη χαρακτηρίσουν «ελεύθερη οικονομική ζώνη», κοινή για τα δύο κράτη, με ειδικό καθεστώς.

Η Ελλάδα καλείται να βρει τρόπους να αποχωρήσουν τα τουρκικά στρατεύματα από τον Βορρά και να αξιοποιήσει την επαναδραστηριοποίηση διεθνώς της Κοινοπολιτείας του Ηνωμένου Βασιλείου, όπου εντάσσεται η Κύπρος. Το στοίχημα της επόμενης περιόδου…