του Κωνσταντίνου Θ. Λαμπρόπουλου, Στρατηγικού Αναλυτή, εταίρου του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας της Γενεύης


Αποπειραθείς να περιγράψει την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας μετά την «Αραβική Άνοιξη», ο τωρινός εκπρόσωπος της Τουρκικής Προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν χρησιμοποίησε τον όρο «Χρυσή/Πολύτιμη Απομόνωση».

Η τουρκική εξωτερική πολιτική που υιοθετείται έκτοτε, επιχειρεί να διαμορφώσει νέα δεδομένα σε περιφερειακό και κατ’ επέκταση σε διεθνές επίπεδο, καθ’ υπόδειξη των στρατηγικών επιδιώξεων της Άγκυρας υπό την σκέπη ενός ευρύτερου ιδεολογικού οραματικού πλαισίου, βασισμένου σε μια νέα γεωπολιτική θέαση με παγκόσμια στόχευση, γεγονός που περιγράφεται ως Nizam I Allem, ήτοι ο ρόλος της Τουρκίας ως παράγων αλλαγής σε μια νέα παγκόσμια τάξη.

Το καθεστώς Ερντογάν προέταξε τη δημιουργία μιας Τουρκίας, λειτουργούσης αφενός ως αυτόνομος γεωπολιτικός πόλος, αφετέρου ως κέντρο του σουννιτικού ισλαμικού κόσμου βάσει ενός εργαλειοποιημένου ρόλου- προτύπου βγαλμένου από το Οθωμανικό παρελθόν προς χάριν απόκτησης πολιτιστικού και στρατηγικού βάθους, στρεφόμενο πρωτίστως στην Ανατολή, μη απεμπολώντας όμως μια ειδική σχέση ίσου προς ίσον με την Δύση.

Παρά τα επιτυχή τετελεσμένα των προηγούμενων τριών ετών στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, το καθεστώς Ερντογάν εισήλθε στην μέγγενη του περίφημου «Χάσματος του Lipmann» εξαιτίας της ταυτόχρονης στρατηγικής υπερ-επέκτασης (strategic over-extension) και της κλιμακούμενης οικονομικής δυσπραγίας.

Το «Χάσμα του Lipmann» κατά τον Σάμιουελ Χάντιγκτον, λαμβάνει χώρα όταν ένα κράτος αδυνατεί να εξισορροπήσει μεταξύ της συνισταμένης της εθνικής ισχύος (Overall National Power )και των δεσμεύσεων (Commitments) που έχει αναλάβει στο πλαίσιο της Εξωτερικής Πολιτικής, με αποτέλεσμα την αυξανόμενη πολιτική δυσαρέσκεια στο εσωτερικό πεδίο και κατ’ επέκταση την δυνητική από-νομιμοποίηση της εξωτερικής πολιτικής του.

Εντονη αμφισβήτηση στο εσωτερικό

Η υφιστάμενη τουρκική ηγεσία δέχεται πλέον έντονη αμφισβήτηση στο εσωτερικό, καθώς σύσσωμη η αντιπολίτευση την κατηγορεί για εσφαλμένη εκτίμηση των δεδομένων, για αυταρχισμό και για υπονόμευση των εθνικών συμφερόντων της Τουρκίας.

H ενωμένη τουρκική αντιπολίτευση αναφέρεται σε εναλλακτικό πολιτικό πρόταγμα έναντι της ερντογανικής εξουσίας που αναφέρεται και σε εναλλακτικό στρατηγικό πρόταγμα για την Τουρκία.

Θεμέλιος λίθος αποτελεί η κεμαλική κληρονομιά, ιδίως σ ότι αφορά τον εθνικισμό τον ρεπουμπλικανισμό και τον επαναστατισμό, τρία απ τα περίφημα «βέλη-αρχές» (Alti Ok) του κεμαλικού προτάγματος.

Εντούτοις, στο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής, η «Συμμαχία του Έθνους» ενστερνίζεται μία εκ των γεωπολιτικών εκδοχών της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης, αυτής που αποτελεί τον λεγόμενο δυτικοποιημένο ευρασιατισμό, συνδεόμενο με την κληρονομιά του πρώην υπουργού εξωτερικών Ισμαήλ Τζεμ, που προκρίνει την Τουρκία ως το στρατηγικό κέντρο της Ευρασίας και προϋποθέτει μια ειδική σχέση με την Ευρώπη και την Δύση γενικότερα, χωρίς να απεμπολεί την ειδική σχέση που έχει αναπτυχθεί ήδη με τα κράτη της Ανατολής. Επί της ουσίας η θέαση παραμένει η ίδια με αντιστροφή των προτεραιοτήτων.

Ο Τούρκος Πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν, αντιλαμβανόμενος την έντονη δυσαρέσκεια πολλών επιλογών του, αποπειράται να αναδιπλωθεί προσωρινά για να κερδίσει χρόνο, ταυτόχρονα όμως δεν παρεκκλίνει από την εμπέδωση των τουρκικών τετελεσμένων του 2020 που προέκυψαν συνεπεία της «Χρυσής Απομόνωσης» που αφορά την προληπτική διπλωματία και στρατιωτική δράση.

Είναι χαρακτηριστικό πως παρά τις παλινωδίες και την εχθρική στάση της Τουρκίας προς τα ευρωατλαντικά συμφέροντα σε πλείστες περιπτώσεις, το μοτίβο αντιπαράθεσης- συνεργασίας στο πλαίσιο της Διαμερισματοποίησης (Compartmentalization) της Εξωτερικής Πολιτικής, εξακολουθεί να υφίσταται παρά τις σημαντικές δυσχέρειες που προκύπτουν.

Αυτό που δεν έχει καθοριστεί στην παρούσα φάση της διαπραγμάτευσης είναι το τίμημα και το αποδεκτό κόστος και για τις δύο πλευρές μιας πολυκύμαντης εταιρικής σχέσης που δοκιμάζεται διαρκώς.

Το ανωτέρω μοτίβο απολαμβάνει ευρύτατη συναίνεση από το σύνολο του πολιτικού φάσματος και αφορά τον βαθμό αυτονομίας της και έναν καταλυτικό ρυθμιστικό ρόλο σ έναν αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο.

Υπό αυτό το πρίσμα και ενόψει 2023, η τουρκική εξωτερική πολιτική, ούσα αναθεωρητική, εμπεριέχει ακροσφαλείς στρατηγικές εμποτισμένες όμως με την απαραίτητη δόση πραγματισμού, ώστε να απορροφά το όποιο κόστος των ενεργειών της.

Έναντι όλων των μεγάλων παικτών του διεθνούς συστήματος, των ΗΠΑ της Ρωσίας και της Κίνας αλλά και της Ε.Ε, η Τουρκία συνεπεία του nizam I allem, εξακολουθεί να απειλεί και να παραβιάζει τη διεθνή νομιμότητα, υπονομεύοντας κατεστημένα μοτίβα σε διμερές επίπεδο με όλες τις Δυνάμεις ανεξαιρέτως, ακροβατώντας μεταξύ επιτυχίας και καταστροφής, έχοντας στόχο να γίνει αποδεκτό το νέο status που επιθυμεί η τουρκική ηγεσία να προσδώσει στη χώρα από τις Μεγάλες Δυνάμεις του διεθνούς συστήματος.

Το τουρκικό Nizam I Allem ενόψει του ιστορικού οροσήμου το 2023, αφορά ένα ευρύ φάσμα επιλογών συμπεριλαμβανομένης και της χρήσης βίας, ως αναπόσπαστο κομμάτι μιας δυναμικής διαδικασίας διαπραγμάτευσης (στο πλαίσιο της δημιουργίας τετελεσμένων.

Γεγονός που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως από την ελληνική ηγεσία, καθώς ο ελληνισμός στο σύνολό του (Ελλάδα και Κύπρος) αποτελεί τον κύριο αποδέκτη της αναθεωρητικής τουρκικής πολιτικής, προϊδεάζοντας για δυνητικές επιθετικές κινήσεις υψηλού πλην όμως ελεγχόμενου ρίσκου στο προσεχές μέλλον.