Ο στόχος του Πούτιν και ο πόλεμος - Ο αναθεωρητισμός της Μόσχας και η επόμενη μέρα για την Ουκρανία
Οι εκτιμήσεις του STRATFOR και το προηγούμενο του 2008
Παρανοϊκός δικτάτορας, που έχει αποκοπεί από την πραγµατικότητα και επιθυµεί να αναβιώσει στο ρωσικό υποσυνείδητο την αίγλη της Σοβιετικής Ενωσης; Ή προσεκτικός «σκακιστής», που χρησιµοποιεί τη γλώσσα των ανθρωπίνων δικαιωµάτων όσον αφορά τους κατοίκους του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, για να πείσει τη ρωσική κοινή γνώµη και να διατηρήσει την επίκληση µιας τύποις νοµιµοποίησης όσον αφορά στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο; Τι είναι, τελικά, ο Βλαντιµίρ Πούτιν;
Ανακοινώνοντας το βράδυ της Πέµπτης τις κυρώσεις των ΗΠΑ σε βάρος της Ρωσίας, µιας Ρωσίας που τα ξηµερώµατα της ίδιας ηµέρας είχε εισβάλει πολεµικά και µαξιµαλιστικά στην Ουκρανία, ο Αµερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, δήλωσε, απαντώντας σε δηµοσιογραφικό ερώτηµα: «Ο Βλαντιµίρ Πούτιν έχει πολύ ευρύτερες φιλοδοξίες από την Ουκρανία. Θέλει στην πραγµατικότητα να επανεγκαθιδρύσει την πρώην Σοβιετική Ενωση. Περί αυτού πρόκειται».
Από την άλλη, ο Ρώσος πρόεδρος, που έχει επιδοθεί σε ιστορικό ρεβιζιονισµό στις πρόσφατες οµιλίες του, ήταν ο ίδιος άνθρωπος που είχε πει παλαιότερα: «Αυτός που δεν µετανιώνει για τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης δεν έχει καρδιά. Αυτός που θέλει να την αναβιώσει στην πρότερη µορφή της δεν έχει µυαλό». Τα ερωτήµατα αυτά δεν θα απασχολούσαν ιδιαίτερα, αν δεν συνδέονταν άµεσα µε το µέλλον του πολέµου που ξέσπασε στην καρδιά της Ευρώπης τα ξηµερώµατα της Πέµπτης.
Μέχρι πού θα φτάσει και πόσο θα διαρκέσει, δηλαδή, η ρωσική εµπλοκή. Πολλοί αναλυτές έσπευσαν να υπογραµµίσουν τις οµοιότητες της στρατιωτικής τακτικής που ακολουθήθηκε µε την εισβολή στη Νότια Οσετία το 2008. Και τότε, πέντε ηµέρες πριν από την επίθεση, το Κρεµλίνο είχε ανακοινώσει πως αποσύρει τα στρατεύµατά του, επιχειρώντας τακτική αποπροσανατολισµού. Και τότε είχε γίνει λόγος για «εθνική κάθαρση» στη Νότια Οσετία, όπως αντίστοιχα κατά τη ρωσική προσάρτηση της Κριµαίας, το 2014. Θα είναι, άραγε, και αυτή η επέµβαση σύντοµη και αποφασιστική;
Σύµφωνα µε ανάλυση του «Foreign Policy», ο Ρώσος πρόεδρος αποφάσισε να «σκοτώσει» τη νοµιµοποίηση των Συµφωνιών του Μινσκ (τις οποίες υπερασπιζόταν σθεναρά λίγες ηµέρες νωρίτερα), βλέποντας την άρνηση της Ουκρανίας να αποδεχθεί τη ρωσική ερµηνεία τους, που θα σήµαινε αποδοχή ενός ειδικού στάτους στο Ντονµπάς, το οποίο, µε τη σειρά του, θα έδινε δύναµη βέτο στους (ελεγχόµενους από τη Μόσχα) αυτονοµιστές σε αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής της Ουκρανίας (όπως η σχέση µε το ΝΑΤΟ).
Οπως επισηµαίνει η δεξαµενή σκέψης γεωστρατηγικών αναλύσεων Stratfor, ένας από τους βασικούς στόχους της Μόσχας παραµένει η ανατροπή της φιλοδυτικής κυβέρνησης (η οποία δεν έχει επιτευχθεί µέχρι τη στιγµή που γράφονταν αυτές οι λέξεις) και η επαναφορά του ελέγχου της Ουκρανίας ως δορυφόρου της Μόσχας. Η ευρείας κλίµακας εισβολή και η προέλαση προς το Κίεβο επιβεβαιώνουν πως αυτό αποτελεί το ελάχιστο σενάριο.
Σε αυτή την κατάσταση, η κυβέρνηση της Ουκρανίας δέχεται για ακόµα µία φορά (και εκτός ανατρεπτικών εξελίξεων) ένα κύµα συµπαράστασης διακηρύξεων και κυρώσεων, αλλά πρακτικά είναι µόνη. Την πρώτη ηµέρα του πολέµου, ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντιµίρ Ζελένσκι, άφησε ανοιχτό το ενδεχόµενο διαπραγµάτευσης «ουδετερότητας» και υπαναχώρησης από τις ΝΑΤΟϊκές φιλοδοξίες, αλλά ο εκπρόσωπος του Κρεµλίνου, Ντµίτρι Πεσκόφ, µίλησε για παράδοση, αποστρατικοποίηση και «αποναζιστοποίηση». Γιατί, άλλωστε, η Μόσχα να µπει σε τόσο κόπο για να πετύχει τόσο λίγα;
Σε κάθε περίπτωση, η Ρωσία και ο Πούτιν προσωπικά έχει πετύχει έναν διεθνή αποµονωτισµό και, όπως επισηµαίνει ο «New Yorker», την πιθανή µελλοντική προσθήκη του στη λίστα των εγκληµατιών πολέµου. Ο Μάικλ Κόφµαν, διευθυντής στο Πρόγραµµα Ρωσικών Σπουδών του αµερικανικού οργανισµού αµυντικής έρευνας CNA, γράφει στο «Economist» πως δεν θα είναι εφικτή µια σε βάθος χρόνου κατοχή εκτεταµένων εδαφών της Ουκρανίας από τη Ρωσία και πως, παρά το ότι η ρωσική πολεµική µηχανή έχει ενδυναµωθεί τα τελευταία χρόνια και στην Ουκρανία επιχειρούν σε µεγάλο βαθµό µισθοφόροι της Συρίας και όχι τακτικός στρατός, η «αισιοδοξία του πολέµου» είναι ένα λάθος που θα µπορούσε να στοιχίσει στον Πούτιν ακριβά.
Ανακοινώνοντας το βράδυ της Πέµπτης τις κυρώσεις των ΗΠΑ σε βάρος της Ρωσίας, µιας Ρωσίας που τα ξηµερώµατα της ίδιας ηµέρας είχε εισβάλει πολεµικά και µαξιµαλιστικά στην Ουκρανία, ο Αµερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, δήλωσε, απαντώντας σε δηµοσιογραφικό ερώτηµα: «Ο Βλαντιµίρ Πούτιν έχει πολύ ευρύτερες φιλοδοξίες από την Ουκρανία. Θέλει στην πραγµατικότητα να επανεγκαθιδρύσει την πρώην Σοβιετική Ενωση. Περί αυτού πρόκειται».
Μέχρι πού θα φτάσει και πόσο θα διαρκέσει, δηλαδή, η ρωσική εµπλοκή. Πολλοί αναλυτές έσπευσαν να υπογραµµίσουν τις οµοιότητες της στρατιωτικής τακτικής που ακολουθήθηκε µε την εισβολή στη Νότια Οσετία το 2008. Και τότε, πέντε ηµέρες πριν από την επίθεση, το Κρεµλίνο είχε ανακοινώσει πως αποσύρει τα στρατεύµατά του, επιχειρώντας τακτική αποπροσανατολισµού. Και τότε είχε γίνει λόγος για «εθνική κάθαρση» στη Νότια Οσετία, όπως αντίστοιχα κατά τη ρωσική προσάρτηση της Κριµαίας, το 2014. Θα είναι, άραγε, και αυτή η επέµβαση σύντοµη και αποφασιστική;
Σύµφωνα µε ανάλυση του «Foreign Policy», ο Ρώσος πρόεδρος αποφάσισε να «σκοτώσει» τη νοµιµοποίηση των Συµφωνιών του Μινσκ (τις οποίες υπερασπιζόταν σθεναρά λίγες ηµέρες νωρίτερα), βλέποντας την άρνηση της Ουκρανίας να αποδεχθεί τη ρωσική ερµηνεία τους, που θα σήµαινε αποδοχή ενός ειδικού στάτους στο Ντονµπάς, το οποίο, µε τη σειρά του, θα έδινε δύναµη βέτο στους (ελεγχόµενους από τη Μόσχα) αυτονοµιστές σε αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής της Ουκρανίας (όπως η σχέση µε το ΝΑΤΟ).
Οπως επισηµαίνει η δεξαµενή σκέψης γεωστρατηγικών αναλύσεων Stratfor, ένας από τους βασικούς στόχους της Μόσχας παραµένει η ανατροπή της φιλοδυτικής κυβέρνησης (η οποία δεν έχει επιτευχθεί µέχρι τη στιγµή που γράφονταν αυτές οι λέξεις) και η επαναφορά του ελέγχου της Ουκρανίας ως δορυφόρου της Μόσχας. Η ευρείας κλίµακας εισβολή και η προέλαση προς το Κίεβο επιβεβαιώνουν πως αυτό αποτελεί το ελάχιστο σενάριο.
Απώλιες σε άμαχο πληθυσμό
Από την άλλη, η προέλαση προς το Κίεβο µεγιστοποιεί τις απώλειες σε άµαχο πληθυσµό, ενώ η διατήρηση σε βάθος χρόνου εκτεταµένων εδαφών στην Ουκρανία θα σήµαινε έναν πόλεµο υψηλού κόστους. Σε κάθε περίπτωση, επισηµαίνει το Stratfor, οι ∆υτικοί δεν είναι διατεθειµένοι να εµπλακούν στρατιωτικά, γενικεύοντας τον πόλεµο και στην Ευρώπη (η πρώτη αντίδραση υπήρξε µια αντίδραση σηµαντικών µεν, οικονοµικών δε κυρώσεων). Αλλά ούτε και ο Πούτιν, αναφέρουν οι αναλυτές, θα ρίσκαρε να µεταφέρει τη σύγκρουση εκτός Ουκρανίας, σε κάποιο από τα γειτονικά κράτη-µέλη του ΝΑΤΟ, κάτι που θα ενεργοποιούσε το καταστατικό του οργανισµού και θα συµπαρέσυρε στην εµπλοκή ολόκληρη τη Συµµαχία.Σε αυτή την κατάσταση, η κυβέρνηση της Ουκρανίας δέχεται για ακόµα µία φορά (και εκτός ανατρεπτικών εξελίξεων) ένα κύµα συµπαράστασης διακηρύξεων και κυρώσεων, αλλά πρακτικά είναι µόνη. Την πρώτη ηµέρα του πολέµου, ο Ουκρανός πρόεδρος, Βολοντιµίρ Ζελένσκι, άφησε ανοιχτό το ενδεχόµενο διαπραγµάτευσης «ουδετερότητας» και υπαναχώρησης από τις ΝΑΤΟϊκές φιλοδοξίες, αλλά ο εκπρόσωπος του Κρεµλίνου, Ντµίτρι Πεσκόφ, µίλησε για παράδοση, αποστρατικοποίηση και «αποναζιστοποίηση». Γιατί, άλλωστε, η Μόσχα να µπει σε τόσο κόπο για να πετύχει τόσο λίγα;
Σε κάθε περίπτωση, η Ρωσία και ο Πούτιν προσωπικά έχει πετύχει έναν διεθνή αποµονωτισµό και, όπως επισηµαίνει ο «New Yorker», την πιθανή µελλοντική προσθήκη του στη λίστα των εγκληµατιών πολέµου. Ο Μάικλ Κόφµαν, διευθυντής στο Πρόγραµµα Ρωσικών Σπουδών του αµερικανικού οργανισµού αµυντικής έρευνας CNA, γράφει στο «Economist» πως δεν θα είναι εφικτή µια σε βάθος χρόνου κατοχή εκτεταµένων εδαφών της Ουκρανίας από τη Ρωσία και πως, παρά το ότι η ρωσική πολεµική µηχανή έχει ενδυναµωθεί τα τελευταία χρόνια και στην Ουκρανία επιχειρούν σε µεγάλο βαθµό µισθοφόροι της Συρίας και όχι τακτικός στρατός, η «αισιοδοξία του πολέµου» είναι ένα λάθος που θα µπορούσε να στοιχίσει στον Πούτιν ακριβά.