Σοκ προκαλούν οι εικόνες από το drone του BBC που έρχονται από την κατακερματισμένη Μαριούπολη, εν μέσω της ρωσικής εισβολής. 

Το θέαμα είναι φρικιαστικό με πτώματα στους δρόμους, κατεστραμμένα κτίρια, μάχες και τανκς και την άλλοτε κομβικής σημασίας ουκρανική πόλη με το έντονο ελληνικό στοιχείο να έχει αντικρίσει το πιο σκληρό πρόσωπο του πολέμου. 

Το 80% των κτιρίων της Μαριούπολης έχει υποστεί καταστροφές, ενώ με κομμένη την ανάσα παρακολουθεί η παγκόσμια κοινότητα την επιχείρηση απεγκλωβισμού από το θέατρο που αποτελούσε καταφύγιο για χιλιάδες κόσμου. Περίπου 400.000 άνθρωποι έχουν παγιδευτεί σε αυτήν την πόλη-λιμάνι εδώ και δύο εβδομάδες, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, θέρμανση και νερό. Η Ρωσία αρνείται ότι βομβαρδίζει κατοικημένες περιοχές ή ότι στοχοθετεί αμάχους.

«Τα πτώματα έμεναν στο δρόμο για τρεις ημέρες»

Σε ένα μήνυμα που δημοσιεύτηκε στο Telegram, ο δήμαρχος της Μαριούπολης, Βαντίμ Μποϊτσένκο, ανέφερε ότι περίπου 6.500 οχήματα μπόρεσαν να φύγουν από την πόλη τη νύχτα της Τετάρτης προς Πέμπτη.

Στη Ζαπορίζια, σε ένα κτίριο σοβιετικής περιόδου, εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού περιμένουν εκτοπισμένους δίπλα σε στοίβες παιδικά παπούτσια και κουβέρτες.

Με μακριά νύχια και βρώμικα χέρια, ο Ντίμα είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι είχε να πλυθεί δύο εβδομάδες και αναγκάστηκε να κλέψει τρόφιμα από καταστήματα για τα παιδιά και τους παππούδες του.

«Μείναμε σε υπόγεια και όταν ήταν -4 βαθμοί Κελσίου, ήταν μια καλή θερμοκρασία», λέει, σηκώνοντας το πόδι του για να δείξει ότι φοράει τρία παντελόνια για να αντέξει το κρύο.

«Ορισμένες φορές τα πτώματα έμεναν στο δρόμο για τρεις μέρες», προσθέτει, «η οσμή είναι έντονη στην ατμόσφαιρα και κανείς δεν ήθελε να το αισθάνονται αυτό τα παιδιά του».

Ο Ντίμα λέει ότι κατάφερε να φύγει από τη Μαριούπολη στην τρίτη προσπάθεια και έφτασε στη Ζαπορίζια την Τρίτη με τη σύζυγό του και τα δύο μικρά παιδιά του.

Η Ντάρια θυμάται από την πλευρά της ότι έμεινε στο υπόγειο του κτιρίου της με το μωρό της, μια κόρη, για δέκα μέρες.

«Εξαντλημένοι, άρρωστοι, κλαίνε...»

«Μέρα με τη μέρα η κατάσταση χειροτέρευε», λέει, «ήμασταν χωρίς φως, χωρίς νερό, χωρίς αέριο, χωρίς κανένα μέσο επιβίωσης. Ήταν αδύνατο να αγοράσουμε οτιδήποτε, πουθενά».

Η Μαρίνα, εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού, βλέπει τη μεγάλη αγωνία των επιζώντων. «Είναι εξαντλημένοι, άρρωστοι, κλαίνε», είπε. Στη Ζαπορίζια, τους προσφέρεται καταφύγιο και η δυνατότητα να κάνουν ντους. «Τους φροντίζουμε», προσθέτει η Μαρίνα, «τους παρέχουμε τα πάντα».

Ο μόνος τρόπος να φύγεις από τη Μαριούπολη είναι με το αυτοκίνητο. «Είδαμε ανθρώπους με λευκές κορδέλες [στο όχημά τους] που έφευγαν», μαρτυρεί μια γυναίκα η Ντάρυα, λέγοντας ότι ενώθηκε μαζί τους αφού ζήτησε από μια γειτόνισσα να έρθει κι εκείνη μαζί τους.

Για ορισμένους, το ταξίδι από τη Ζαπορίζια, που συνήθως διαρκεί τρεις ή τέσσερις ώρες, κράτησε μιάμιση μέρα.

Πολλοί από αυτούς που έφτασαν στη Ζαπορίζια λένε ότι δεν μπόρεσαν να εγκαταλείψουν τα καταφύγιά τους λόγω της σφοδρότητας των ρωσικών επιθέσεων και ότι βρήκαν μια ασφαλή διαδρομή τυχαία, χωρίς να μπορούν να λάβουν βοήθεια μέσω του τηλεφώνου ή του διαδικτύου.