Ουκρανία: Πώς ένας ατρόμητος μηχανικός από τη Μαριούπολη βοήθησε να γλιτώσουν 180 συμπολίτες του (Εικόνες)
«Είμαι άνθρωπος, έπρεπε να τους σώσω»
Τη συγκινητική ιστορία ενός ανθρώπου που, μέσα στη φρίκη του πολέμου στην Ουκρανία, θεώρησε προσωπικό του καθήκον να βοηθήσει όσο περισσότερους συμπολίτες του μπορούσε να διαφύγουν από την πολιορκημένη Μαριούπολη και το φονικό «σφυροκόπημα» της Μόσχας, μοιράζεται σήμερα το Sky News.
Όλα ξεκίνησαν όταν ρωσικά πυρά γκρέμισαν το κτίριο στο υπόγειο του οποίου είχαν βρει καταφύγιο ο Αλεξέι μαζί με τη σύζυγο, τον γιο του και τη μητέρα του, στη Μαριούπολη. Η οικογένεια θάφτηκε στα συντρίμμια, ωστόσο κατάφεραν να βγουν σώοι: «Χρησιμοποίησα έναν λοστό για να διαπεράσω έναν τοίχο από τούβλα. Ήταν θαύμα που βγήκαμε έξω», αναφέρει χαρακτηριστικά. Παγωμένοι, με λιγοστά ρούχα - αφού δεν είχαν προλάβει να πάρουν τίποτα μαζί τους - μπήκαν στο «σοβιετικού τύπου» σεντάν του Αλεξέι και έφυγαν μέσα στο σκοτάδι, με τις οβίδες να σκάνε γύρω τους. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στη συνοικία Πριμόρσκι της πόλης, όπου θεωρούσαν ότι θα είναι ασφαλείς.
Την επόμενη μέρα, ο Αλεξέι, πρώην μηχανικός υποβρυχίων που τα τελευταία χρόνια επισκευάζει αυτοκίνητα, επέστρεψε στη γειτονιά του και βρήκε σκηνές απόλυτης καταστροφής: Καμένα κτίρια, τραυματισμένους πολίτες που περιφέρονταν ζαλισμένοι. Το φρικιαστικό θέαμα, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν του άφηνε καμία επιλογή: «Είμαι άνθρωπος. Κατάλαβα ότι έπρεπε να τους σώσω».
Ο Αλεξέι είχε επιστρέψει στο κρησφύγετο για να βρει ζεστά ρούχα, όμως αυτό που πήρε τελικά μαζί του ήταν άνθρωποι. Θα ήταν οι πρώτοι από τους συνολικά 180 συμπολίτες του που θα κατάφερναν να γλιτώσουν από την «παγίδα θανάτου» (στην οποία είχε μετατραπεί η πόλη) με τη δική του βοήθεια.
Στην αρχή τους μετέφερε από τα πολιορκημένα μέρη της Μαριούπολης σε ασφαλέστερες περιοχές, κυρίως στη συνοικία Πριμόρσκι, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου είχε βρει καταφύγιο η οικογένειά του. Καθώς όμως εξαπλώνονταν οι μάχες, συνειδητοποίησε ότι κανένα τμήμα της πόλης δεν ήταν ασφαλές...
Όπως αφηγήθηκε στο «Sky News» ο Αλεξέι, κάποια στιγμή είδε πολλά αυτοκίνητα να εγκαταλείπουν εσπευσμένα την πόλη και είπε στους δικούς του: «ας μπούμε στ' αμάξι κι ας τα αφήσουμε όλα πίσω μας». Έφυγαν εν μέσω ενός καταιγισμού από ρωσικά πυρά. «Κάποια στιγμή ακούστηκε μια έκρηξη μπροστά μας. Οδηγήσαμε γύρω από τον κρατήρα που άνοιξε η βόμβα. Συνεχίσαμε να προχωράμε. Είδα ανθρώπους που είχαν σταματήσει και ικέτευαν για βοήθεια. Παρόλο που το αμάξι ήταν σχεδόν γεμάτο, σταματήσαμε και τους πήραμε μαζί». Φτάνοντας στα περίχωρα της πόλης, ενώθηκαν με ένα κομβόι που κατευθυνόταν προς έναν ανθρωπιστικό διάδρομο. Ξαφνικά ακούστηκε o δυνατός κρότος από βλήματα Grad να πέφτουν στο διπλανό χωράφι. Κάποια από τα οχήματα στο κομβόι χτυπήθηκαν.
«Σταματήσαμε. Ήμασταν σοκαρισμένοι και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Είχα 15-20 δευτερόλεπτα να αποφασίσω εάν θα οδηγούσα μέσα από τις εκρήξεις ή εάν θα επιστρέφαμε στην πόλη. Σκέφτηκα, είτε μείνουμε εδώ είτε πάμε πίσω θα πεθάνουμε. Έτσι προχωρήσαμε μπροστά και αποδράσαμε από την κόλαση», θυμάται ο Αλεξέι.
Φτάνοντας στο χωριό όπου σκόπευε να εγκατασταθεί με την οικογένειά του μετά τη φυγή από τη Μαριούπολη, ο Αλεξέι πήρε μια ακόμη σημαντική απόφαση. «Θυμήθηκα τα λόγια του σπουδαίου Γουίνστον Τσώρτσιλ: "Πόλεμος είναι όταν αθώοι άνθρωποι σκοτώνονται για το συμφέρον άλλων", αλλά και τα λόγια του παππού μου, που έλεγε ότι είναι καλύτερο να πεθάνεις από το να ζήσεις όλη σου τη ζωή βυθισμένος στον φόβο. Αποφάσισα ότι, κάτω από αυτές τις οβίδες, τα βλήματα Grad, θα συνέχιζα να σώζω αθώους ανθρώπους».
Στο χωριό που εγκαταστάθηκε με τους δικούς του, υπήρχαν οικογένειες που είχαν αφήσει ανθρώπους πίσω στη Μαριούπολη, παιδιά που ο ένας ή και οι δύο γονείς τους δεν είχαν καταφέρει να φύγουν από την πόλη. Ο Αλεξέι μάζεψε τις διευθύνσεις τους, γέμισε το αυτοκίνητο με φαγητό και πήγε πίσω στην πολιορκημένη Μαριούπολη για να τους βρει. Ήταν ένα ταξίδι που έμελλε να κάνει πολλές φορές ακόμη, σώζοντας συνολικά 180 άτομα και βοηθώντας στην επανένωση πολλών οικογενειών...
Η είδηση ότι ο Αλεξέι βοηθούσε ανθρώπους να φύγουν από τη Μαριούπολη διαδόθηκε και άρχισε να λαμβάνει εκκλήσεις από απελπισμένους ανθρώπους απ’ όλη τη χώρα, ή ακόμα κι από το εξωτερικό, για να σώσει τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Τα χρήματα που του προσφέρουν κάποιοι από αυτούς τα χρησιμοποιεί για να αγοράσει καύσιμα και να διορθώσει τυχόν ζημιές στο αυτοκίνητό του από τα ρωσικά πυρά. Αν και ο ίδιος με την οικογένειά του πλέον μένουν σε ασφαλή πόλη, αρκετά μακριά από τη Μαριούπολη, ο ίδιος εξακολουθεί να ταξιδεύει εκεί όσο πιο συχνά μπορεί, ώστε να βοηθά συμπολίτες του να αποδράσουν.
Κι όλα αυτά δεν θα ήταν φυσικά δυνατά χωρίς το αγαπημένο του αμάξι, που χωράει εννέα άτομα και έχει βγάλει ασπροπρόσωπο τον ιδιοκτήτη του. «Όσους έχω σώσει τους έσωσα χάρη σε αυτό το αυτοκίνητο», λέει με περηφάνια ο Αλεξέι και συμπληρώνει: «Νομίζω ότι όταν τελειώσει ο πόλεμος θα αγοράσω το καλύτερο αποσμητικό για το αμάξι μου, θα το γυαλίσω με κερί, θα το βάλω στο γκαράζ και θα πω, "ξεκουράσου αγάπη μου, έσωσες τόσο πολλά παιδιά"».
Όλα ξεκίνησαν όταν ρωσικά πυρά γκρέμισαν το κτίριο στο υπόγειο του οποίου είχαν βρει καταφύγιο ο Αλεξέι μαζί με τη σύζυγο, τον γιο του και τη μητέρα του, στη Μαριούπολη. Η οικογένεια θάφτηκε στα συντρίμμια, ωστόσο κατάφεραν να βγουν σώοι: «Χρησιμοποίησα έναν λοστό για να διαπεράσω έναν τοίχο από τούβλα. Ήταν θαύμα που βγήκαμε έξω», αναφέρει χαρακτηριστικά. Παγωμένοι, με λιγοστά ρούχα - αφού δεν είχαν προλάβει να πάρουν τίποτα μαζί τους - μπήκαν στο «σοβιετικού τύπου» σεντάν του Αλεξέι και έφυγαν μέσα στο σκοτάδι, με τις οβίδες να σκάνε γύρω τους. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στη συνοικία Πριμόρσκι της πόλης, όπου θεωρούσαν ότι θα είναι ασφαλείς.
Την επόμενη μέρα, ο Αλεξέι, πρώην μηχανικός υποβρυχίων που τα τελευταία χρόνια επισκευάζει αυτοκίνητα, επέστρεψε στη γειτονιά του και βρήκε σκηνές απόλυτης καταστροφής: Καμένα κτίρια, τραυματισμένους πολίτες που περιφέρονταν ζαλισμένοι. Το φρικιαστικό θέαμα, σύμφωνα με τον ίδιο, δεν του άφηνε καμία επιλογή: «Είμαι άνθρωπος. Κατάλαβα ότι έπρεπε να τους σώσω».
Ο Αλεξέι είχε επιστρέψει στο κρησφύγετο για να βρει ζεστά ρούχα, όμως αυτό που πήρε τελικά μαζί του ήταν άνθρωποι. Θα ήταν οι πρώτοι από τους συνολικά 180 συμπολίτες του που θα κατάφερναν να γλιτώσουν από την «παγίδα θανάτου» (στην οποία είχε μετατραπεί η πόλη) με τη δική του βοήθεια.
Στην αρχή τους μετέφερε από τα πολιορκημένα μέρη της Μαριούπολης σε ασφαλέστερες περιοχές, κυρίως στη συνοικία Πριμόρσκι, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό όπου είχε βρει καταφύγιο η οικογένειά του. Καθώς όμως εξαπλώνονταν οι μάχες, συνειδητοποίησε ότι κανένα τμήμα της πόλης δεν ήταν ασφαλές...
Όπως αφηγήθηκε στο «Sky News» ο Αλεξέι, κάποια στιγμή είδε πολλά αυτοκίνητα να εγκαταλείπουν εσπευσμένα την πόλη και είπε στους δικούς του: «ας μπούμε στ' αμάξι κι ας τα αφήσουμε όλα πίσω μας». Έφυγαν εν μέσω ενός καταιγισμού από ρωσικά πυρά. «Κάποια στιγμή ακούστηκε μια έκρηξη μπροστά μας. Οδηγήσαμε γύρω από τον κρατήρα που άνοιξε η βόμβα. Συνεχίσαμε να προχωράμε. Είδα ανθρώπους που είχαν σταματήσει και ικέτευαν για βοήθεια. Παρόλο που το αμάξι ήταν σχεδόν γεμάτο, σταματήσαμε και τους πήραμε μαζί». Φτάνοντας στα περίχωρα της πόλης, ενώθηκαν με ένα κομβόι που κατευθυνόταν προς έναν ανθρωπιστικό διάδρομο. Ξαφνικά ακούστηκε o δυνατός κρότος από βλήματα Grad να πέφτουν στο διπλανό χωράφι. Κάποια από τα οχήματα στο κομβόι χτυπήθηκαν.
«Σταματήσαμε. Ήμασταν σοκαρισμένοι και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Είχα 15-20 δευτερόλεπτα να αποφασίσω εάν θα οδηγούσα μέσα από τις εκρήξεις ή εάν θα επιστρέφαμε στην πόλη. Σκέφτηκα, είτε μείνουμε εδώ είτε πάμε πίσω θα πεθάνουμε. Έτσι προχωρήσαμε μπροστά και αποδράσαμε από την κόλαση», θυμάται ο Αλεξέι.
Φτάνοντας στο χωριό όπου σκόπευε να εγκατασταθεί με την οικογένειά του μετά τη φυγή από τη Μαριούπολη, ο Αλεξέι πήρε μια ακόμη σημαντική απόφαση. «Θυμήθηκα τα λόγια του σπουδαίου Γουίνστον Τσώρτσιλ: "Πόλεμος είναι όταν αθώοι άνθρωποι σκοτώνονται για το συμφέρον άλλων", αλλά και τα λόγια του παππού μου, που έλεγε ότι είναι καλύτερο να πεθάνεις από το να ζήσεις όλη σου τη ζωή βυθισμένος στον φόβο. Αποφάσισα ότι, κάτω από αυτές τις οβίδες, τα βλήματα Grad, θα συνέχιζα να σώζω αθώους ανθρώπους».
Στο χωριό που εγκαταστάθηκε με τους δικούς του, υπήρχαν οικογένειες που είχαν αφήσει ανθρώπους πίσω στη Μαριούπολη, παιδιά που ο ένας ή και οι δύο γονείς τους δεν είχαν καταφέρει να φύγουν από την πόλη. Ο Αλεξέι μάζεψε τις διευθύνσεις τους, γέμισε το αυτοκίνητο με φαγητό και πήγε πίσω στην πολιορκημένη Μαριούπολη για να τους βρει. Ήταν ένα ταξίδι που έμελλε να κάνει πολλές φορές ακόμη, σώζοντας συνολικά 180 άτομα και βοηθώντας στην επανένωση πολλών οικογενειών...
Η είδηση ότι ο Αλεξέι βοηθούσε ανθρώπους να φύγουν από τη Μαριούπολη διαδόθηκε και άρχισε να λαμβάνει εκκλήσεις από απελπισμένους ανθρώπους απ’ όλη τη χώρα, ή ακόμα κι από το εξωτερικό, για να σώσει τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Τα χρήματα που του προσφέρουν κάποιοι από αυτούς τα χρησιμοποιεί για να αγοράσει καύσιμα και να διορθώσει τυχόν ζημιές στο αυτοκίνητό του από τα ρωσικά πυρά. Αν και ο ίδιος με την οικογένειά του πλέον μένουν σε ασφαλή πόλη, αρκετά μακριά από τη Μαριούπολη, ο ίδιος εξακολουθεί να ταξιδεύει εκεί όσο πιο συχνά μπορεί, ώστε να βοηθά συμπολίτες του να αποδράσουν.
Κι όλα αυτά δεν θα ήταν φυσικά δυνατά χωρίς το αγαπημένο του αμάξι, που χωράει εννέα άτομα και έχει βγάλει ασπροπρόσωπο τον ιδιοκτήτη του. «Όσους έχω σώσει τους έσωσα χάρη σε αυτό το αυτοκίνητο», λέει με περηφάνια ο Αλεξέι και συμπληρώνει: «Νομίζω ότι όταν τελειώσει ο πόλεμος θα αγοράσω το καλύτερο αποσμητικό για το αμάξι μου, θα το γυαλίσω με κερί, θα το βάλω στο γκαράζ και θα πω, "ξεκουράσου αγάπη μου, έσωσες τόσο πολλά παιδιά"».