Δικαστήριο της Νέας Υόρκης διέταξε να αποφυλακιστεί άμεσα ένας πρώην αστυνομικός ο οποίος είχε κριθεί ένοχος για συνωμοσία με στόχο την απαγωγή γυναικών τις οποίες ονειρευόταν να... βιάσει, να σκοτώσει, να ψήσει και να φάει.

Ο Τζιλμπέρτο Βάλε, ο αποκαλούμενος και «αστυνομικός κανίβαλος», ουδέποτε διέπραξε κάποια από τις φαντασιώσεις του.

Ωστόσο κρίθηκε ένοχος τον Μάρτιο του 2013, μετά από μια δικαστική διαδικασία γεμάτη με σοκαριστικές αποκαλύψεις για τις «ιδιαίτερες» ερωτικές τάσεις του και κινδύνευε να του επιβληθεί ποινή ισόβιας κάθειρξης.

Ο 30χρονος περνούσε τις ώρες του παρακολουθώντας στο Ιντερνέτ διάφορους ιστοτόπους με σκηνές βασανιστηρίων και εικονικό –προφανώς– μαγείρεμα των γυναικών-θυμάτων. Είχε επίσης αφηγηθεί λεπτομερώς τις φαντασιώσεις του σε κάποια φόρουμ και είχε ζητήσει συμβουλές από άλλους χρήστες.

Ωστόσο ο ομοσπονδιακός δικαστής Πολ Γκαρντίφι, με μια απόφαση έκτασης 118 σελίδων, έκρινε ότι ο Βάλε δεν ευθύνεται για καμία απαγωγή, ούτε καν για απόπειρα απαγωγής «στον πραγματικό κόσμο».

«Παρά την άκρως ενοχλητική φύση της αποκλίνουσας, εκφυλισμένης σεξουαλικότητάς του, οι συζητήσεις και τα μηνύματα που αντάλλασσε για τα ενδιαφέροντά του αυτά δεν επαρκούν ώστε να στηριχθεί η κατηγορία της συνωμοσίας με σκοπό την απαγωγή», διαπίστωσε ο δικαστής.

Στη σημερινή συνεδρίαση του δικαστηρίου, κατά την οποία η εισαγγελία ανακοίνωσε ότι θα υποβάλει έφεση στην απόφαση, ο Γκαρντίφι διέταξε την αποφυλάκιση του Βάλε με εγγύηση 100.000 δολαρίων, υπό την προϋπόθεση ότι θα ζει με τους γονείς του μέχρι την εκδίκαση της έφεσης και ότι θα παρακολουθείται από ψυχίατρο.

Οι συνήγοροι του πρώην αστυνομικού εξέφρασαν ικανοποίηση για την κρίση του δικαστή. «Η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει όσα λέγαμε εξ αρχής, ότι είναι ένοχος μόνο για τις ουδόλως συμβατικές σκέψεις που έκανε (...) Όμως δεν βάζεις κάποιον φυλακή για όσα φαντασιώνεται», είπε η δικηγόρος του, Τζούλια Γκάτο.

Ο Βάλε, που παρέμεινε στη φυλακή επί 21 μήνες, είχε κατηγορηθεί επίσης για παράνομη είσοδο στα αρχεία της αστυνομίας. Για την κατηγορία αυτή μπορεί να τιμωρηθεί το ανώτερο με έναν χρόνο φυλάκισης.