Στη σύλληψη ενός αξιωματικού της προχώρησε η ινδική αστυνομία, με την κατηγορία ότι βίασε ένα 13χρονο κορίτσι στο βόρειο κρατίδιο Ούταρ Πραντές.

Το κορίτσι είχε καταφύγει σε εκείνον για να καταγγείλει τον ομαδικό βιασμό του.

Ο επικεφαλής ενός αστυνομικού τμήματος της πόλης Λαλιτπούρ, που βρίσκεται σε απόσταση 580 χιλιομέτρων νοτίως της ινδικής πρωτεύουσας, είναι ένας από τους τέσσερις που συνελήφθησαν χθες, Τετάρτη, ανακοίνωσε ένας αξιωματούχος της αστυνομίας του κρατιδίου.

«Αυστηρά μέτρα θα ληφθούν εναντίον όσων κριθούν ένοχοι», δήλωσε στο Reuters ο Πρασχάντ Κουμάρ, ένας ανώτερος αξιωματικός της αστυνομίας.

«Το θύμα του βιασμού εισήχθη στο νοσοκομείο της περιοχής για θεραπεία», πρόσθεσε.

Το Reuters δεν μπόρεσε να έρθει σε επαφή με τον κατηγορούμενο αξιωματικό, προκειμένου να του ζητήσει να σχολιάσει το περιστατικό, καθώς έχει τεθεί υπό κράτηση.

Το περιστατικό έγινε γνωστό αυτή την εβδομάδα όταν η έφηβη, η οποία προέρχεται από μια κατώτερη ινδουιστική κάστα, κατάφερε να υποβάλει καταγγελία στην αστυνομία.

Σε αυτήν αναφέρει ότι βιάστηκε ομαδικά από τέσσερις άνδρες, οι οποίοι στις 22 Απριλίου την μετέφεραν σε ένα γειτονικό κρατίδιο, αλλά λίγες ημέρες αργότερα κατάφερε να τους ξεφύγει και στις 27 Απριλίου κατέφυγε στο αστυνομικό τμήμα, όπου βιάστηκε ξανά.

Πολιτικοί και ακτιβιστές απαίτησαν την λήψη επειγόντων μέτρων για την προστασία των γυναικών.

«Αν τα αστυνομικά τμήματα δεν είναι ασφαλή για τις γυναίκες, τότε πού θα πάνε να καταγγείλουν;», διερωτήθηκε η Πριγιάνκα Γκάντι Βάντρα, μια ανώτερη αξιωματούχος του βασικού κόμματος της αντιπολίτευσης, του Κόμματος του Κογκρέσου.

Υπενθυμίζεται ότι η Ινδία υιοθέτησε την θανατική ποινή το 2018 ως τιμωρία για τον βιασμό κοριτσιών μικρότερων από 12 ετών, έπειτα από πιέσεις που ακολούθησαν πολλαπλά κρούσματα σεξουαλικών επιθέσεων εναντίον παιδιών.

Είχε προηγηθεί ο ομαδικός βιασμός μιας νεαρής γυναίκας μέσα σε λεωφορείο, το οποίο βρισκόταν εν κινήσει, στο Νέο Δελχί το 2012, γεγονός που είχε προκαλέσει την εθνική κατακραυγή και είχε οδηγήσει στην ψήφιση νέων νόμων.

Ωστόσο, ο αριθμός των επιθέσεων εναντίον γυναικών εξακολουθεί να παραμένει υψηλός.