Στις πολύ λεπτές ισορροπίες που προσπαθεί πλέον να κρατήσει ο Ερντογάν, πνιγμένος από τα εσωτερικά του προβλήματα, είναι και η προσπάθεια να μην αποκόψει οριστικά τους δεσμούς με τη Δύση, μετά τα επικίνδυνα παιχνίδια «εκβιασμών» που επιχείρησε με τη στροφή του προς τη Ρωσία. Και, βεβαίως, δεν ήταν απλώς μια εμπορική στροφή, καθώς και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και μάλιστα κράτη του ΝΑΤΟ, έχουν συνάψει οικονομικές σχέσεις με τη Μόσχα. Αλλά ο Τούρκος πρόεδρος υπερέβη τα εσκαμμένα με αμυντικές συναλλαγές και την αγορά ρωσικού αμυντικού εξοπλισμού από τη Μόσχα, κάτι που είχε επιπτώσεις βεβαίως σε αυτόν, καθώς οι ΗΠΑ ήταν φυσικό να εξοργιστούν βλέποντας το τουρκικό στρατιωτικό «φλερτ» με τη Μόσχα.

rossia
Αυτή η ισορροπία που επιχειρεί να διατηρήσει ο Ερντογάν εξηγεί και τη σπουδή της Τουρκίας να διαψεύσει τη ρωσική ανακοίνωση ότι η Άγκυρα υπέγραψε και δεύτερη σύμβαση με τη Μόσχα για την προμήθεια δεύτερης συστοιχίας του αντιαεροπορικού συστήματος S-400. Μένει βεβαίως να διαπιστωθεί ποιο από τα δύο μέρη λέει την αλήθεια, δεδομένου ότι η πληροφορία προήλθε από τον επικεφαλής της Υπηρεσίας Στρατιωτικής Συνεργασίας της Ρωσίας, ο οποίος ήταν τόσο κατηγορηματικός, που μίλησε για ήδη υπογραφείσα σύμβαση. Ήταν μια δήλωση δεσμευτική της Τουρκίας; Ή η Τουρκία με τη διάψευσή της θέλει απλώς να «κοιμίσει» τη Δύση;

Εκείνο που δεν πρέπει να αξιολογείται από ελληνικής πλευράς επιπόλαια είναι ότι ο εκνευρισμός της Δύσης, που συχνά προκαλεί ο Τούρκος πρόεδρος, δεν πρέπει να ερμηνεύεται και ως προοπτική πλήρους διακοπής των δεσμών των δύο πλευρών. Πολύ πρόσφατα η Ουάσινγκτον είχε κάθε λόγο να εκνευριστεί με τη συνάντηση του Ερντογάν με τον Ρώσο και τον Ιρανό πρόεδρο. Δηλαδή τους επικεφαλής δύο χωρών που τους θεωρεί στον «άξονα του κακού». Μπορεί να επιβάλει κυρώσεις το Αμερικανικό Κογκρέσο στην Τουρκία, αλλά αυτές πρέπει να τις αξιολογούμε ως αμερικανικές αντιδράσεις «ad hoc», διότι στον αμερικανικό παράγοντα αναγνωρίζεται η γεωγραφική καιριότητα της Τουρκίας, που δεν έχει να κάνει με την κατά τ’ άλλα αξιολόγησή της ως ενός συμμάχου ελάχιστα αξιόπιστου.

Όπως ο... Χούβερ

Με άλλα λόγια, η Τουρκία είναι ένας σύμμαχος που όσο πάει γίνεται δυσκολότερο να ζήσεις μαζί του, αλλά και σχεδόν αδύνατο να ζήσεις χωρίς αυτόν. Σε συγκεκριμένους μάλιστα κύκλους της Ουάσινγκτον χρησιμοποιείται, όσον αφορά την Τουρκία, μια έκφραση που συνήθιζε να χρησιμοποιεί ο πρώην πρόεδρος Λίντον Τζόνσον για τον περιβόητο διευθυντή του FBI, τον Εντγκαρ Χούβερ: «Είναι μάλλον προτιμότερο να τον έχεις μέσα στη σκηνή και να κατουράει απέξω, παρά έξω από τη σκηνή και να κατουράει μέσα».

Για την Ουάσινγκτον είναι ένας σύμμαχος που όσο πάει γίνεται δυσκολότερο να ζήσεις μαζί του, αλλά και σχεδόν αδύνατο να ζήσεις χωρίς αυτόν


Στο διπλό παιχνίδι που παίζει ο Τούρκος πρόεδρος εντάσσεται βεβαίως και ο ρόλος του στην υπογραφή συμφωνίας που επιτρέπει την εξαγωγή ουκρανικών σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας. Και βεβαίως αυτή την αλλοπρόσαλλη, αλλά σκόπιμη τακτική του Ερντογάν επιδιώκει να εκμεταλλευθεί η Μόσχα στην προσπάθειά της να διχάσει τη Δύση. Με άλλα λόγια, αντιλαμβάνεται η Μόσχα την περιστασιακή έστω ανάγκη της Τουρκίας από τη Δύση, καθώς η χώρα αυτή είναι η μεγαλύτερη μουσουλμανική χώρα στο ΝΑΤΟ και ένας χρήσιμος συνομιλητής με τις αραβικές και τις χώρες του Περσικού Κόλπου, αλλά και με τις χώρες του Καυκάσου.

Στην εύθραυστη ισορροπία -έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα- που επιχειρεί να διατηρήσει ο Ερντογάν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η αποφυγή -μέχρι σήμερα τουλάχιστον- του πλου του τουρκικού γεωτρύπανου εκτός των τουρκικών ορίων. Άλλωστε, το σκάφος αυτό δεν είναι ένα απλό ερευνητικό που θα εξυπηρετούσε τα παιχνίδια του Ερντογάν. Αν δραστηριοποιείτο εκτός, θα έπρεπε να προβεί σε εξορύξεις σε οικόπεδα για τα οποία έχουν συμβάσεις η Exxon - Mobil και η γαλλική Total, κάτι που θα ήταν πρόκληση προς μεγάλες δυτικές δυνάμεις.

Σε σχέση με το παρατεταμένο ρωσοτουρκικό φλερτ, είναι φυσικό στη Δύση να κυριαρχεί το ερώτημα αν τη συμφέρει τελικώς μια αλλαγή στις ηγεσίες των δύο χωρών, έστω κι αν αυτό μοιάζει δύσκολο λόγω των μέσων επιβίωσης που διαθέτουν τα δύο αυταρχικά καθεστώτα. Απάντηση στο ερώτημα μπορεί να δοθεί μόνον αν οι ηγεσίες -όποιες και αν είναι και προκύψουντων δύο χωρών απεγκλωβιστούν από τις εθνικιστικές και αναθεωρητικές πολιτικές και έναν μεγαλοϊδεατισμό, που είναι ελκυστικός στο εσωτερικό και των δύο χωρών και με τον οποίο, προφανώς, οι σημερινές ηγεσίες έχουν διαποτίσει τους λαούς τους. Μέχρι τότε η Δύση θα πρέπει να επαγρυπνεί για τους «λύκους με προβιά προβάτου»…