Κατάρ: Η στρατηγική επιρροής και η διπλωματία των σπορ
«Υπάρχει στο Κατάρ η επιθυμία να έχει ειδικό βάρος, να είναι φίλος με όλο τον κόσμο»,», δηλώνει στο AFP ο Ζορζ Μαλμπρiνό, δημοσιογράφος της Le Figaro
Το Κατάρ κατόρθωσε μέσα σε τρεις δεκαετίες να μετατραπεί σε κεντρικό παράγοντα της διεθνούς σκηνής, χρησιμοποιώντας μια απλή αλλά αποτελεσματική στρατηγική: εντατική αγορά επιρροής μέσω των «γκαζοδολαρίων».
Το εμιράτο του Κατάρ δεν παραμελεί κανέναν τομέα για να αυξήσει την επιρροή του στο κόσμο και να υπάρξει σ' έναν αραβοπερσικό περίγυρο που συγκλονίζεται από κρίσεις. Εντός των σχεδίων της εντάσσονται οικονομικές ή αθλητικές επενδύσεις στο εξωτερικό, αλλά και διπλωματικές καλές υπηρεσίες.
Η κεντρική ιδέα της στρατηγικής του Κατάρ
«Υπάρχει στο Κατάρ αυτή η επιθυμία να έχει θέση στον παγκόσμιο χάρτη, να έχει ειδικό βάρος, να είναι φίλος με όλο τον κόσμο, να μιλάει με ανθρώπους με τους οποίους οι άλλοι δεν μιλούν. Κατάφεραν να γίνουν απαραίτητοι», δηλώνει στο AFP ο Ζορζ Μαλμπρiνό, δημοσιογράφος της Le Figaro και εκ των συγγραφέων του βιβλίου «Qatar Papers» που εκδόθηκε το 2019 και είναι αφιερωμένο στις καταριανές χρηματοδοτήσεις ευρωπαϊκών έργων.
«Δεν είναι ιδεολόγοι, αλλά πραγματιστές. Η στρατηγική τους είναι επεξεργασμένη και βασίζεται σε μία κεντρική ιδέα: “όποιος πληρώνει, επηρεάζει”. Αυτή η ιδέα μεταφράζεται σε μία τάση εξαγοράς μεγάλου αριθμού ανθρώπων και με τη χρησιμοποίηση αμφισβητούμενων από άποψη νομιμότητας μέσων», τονίζει ο Ζορζ Μαλμπρiνό.
Αυτή η ανοιχτοχεριά βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο του σκανδάλου διαφθοράς στις Βρυξέλλες, όπου μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου –ανάμεσά τους και μία εκ των αντιπροέδρων του, η Εύα Καϊλή- κατηγορούνται για χρηματισμό με μεγάλα ποσά από το Κατάρ με αντάλλαγμα την υπεράσπιση των συμφερόντων του.
Διπλωματία των σπορ
Το Κατάρ κυβερνάται αδιατάρακτα εδώ και δεκαετίες από την οικογένεια Αλ Θάνι. Η θέση του στις παγκόσμιες λίστες των στατιστικών στοιχείων είναι αμελητέα. Ο πληθυσμός του αριθμεί λιγότερο από 3 εκατομμύρια κατοίκους και η έκτασή του των 11.500 τετραγωνικών χιλιομέτρων το κατατάσσει λίγο πριν από την Κορσική.
Στενός σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας, το Κατάρ υπηρετεί ένα υπερσυντηρητικό Ισλάμ και οικονομικά στηρίζεται στα κολοσσιαία εισοδήματά του από τις εξαγωγές του πετρελαίου και, κυρίως, του φυσικού αερίου.
«Έχουν γίνει χρήσιμοι και θεωρούνται χρήσιμοι από πολλές χώρες», δηλώνει στο AFP πρώην πρεσβευτής της Γαλλίας στο Κατάρ. «Το ότι έχουν χρήματα είναι βέβαιο ότι βοηθάει. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Έχουν μία μοναδική αίσθηση των ευκαιριών και ξέρουν να διαπραγματεύονται», προσθέτει ο διπλωμάτης.
Η πρώτη πανέξυπνη ιδέα των ηγετών του Κατάρ χρονολογείται στη δεκαετία του ’90 με τη δημιουργία του τηλεοπτικού δικτύου Al Jazeera. Αρχική του φιλοδοξία ήταν να γίνει το βήμα που θα δίνει τον λόγο στον αραβικό κόσμο.
Το πρόγραμμα του δικτύου μεταδίδεται σε πολλές γλώσσες από τα 80 γραφεία του στον κόσμο. Αποκαλείται από ορισμένους «αραβικό CNN» και έγινε το ηχείο των κινημάτων της Αραβικής Άνοιξης. Ακόμη κι αν θεωρήθηκε ότι η γραμμή του παραήταν ευνοϊκή προς τους ισλαμιστές, αντιμετωπίσθηκε ως εργαλείο στη διπλωματική υπηρεσία του Κατάρ.
Σε αυτό προστέθηκε μία πολύ αποτελεσματική «διπλωματία των σπορ», μέσω της διοργάνωσης μεγάλων διεθνών αθλητικών γεγονότων –το επίμαχο Μουντιάλ του ποδοσφαίρου δεν είναι παρά το τελευταίο-, της ίδρυσης στη δεκαετία το 2010 του πολύ δημοφιλούς αθλητικού δικτύου beIN ή της εξαγοράς ποδοσφαιρικών ομάδων σε παγκόσμια κλίμακα, όπως η Paris Saint-Germain (PSG). Το εμιράτο του Κατάρ μπορεί να θέσει υποψηφιότητα για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2036.
Παράλληλα, το πάμπλουτο εμιράτο έχει επενδύσει σε μεγάλους διεθνείς ομίλους (Volkswagen, Vinci, Hapag-Lloyd, Barclays…) ή στον τομέα του real estate, συνήθως μέσω του κρατικού ταμείου Qatar Investment Authority, ενός από τα σημαντικότερα στον κόσμο.
Και σε όλα αυτά προστίθεται η χρηματοδότηση τα τελευταία χρόνια 140 σχεδίων μουσουλμανικών τεμενών, σχολείων και ισλαμικών κέντρων στην Ευρώπη σε όφελος ενώσεων που συνήθως συνδέονται με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, όπως έχουν αποκαλύψει τα «Qatar Papers».
«Συνομιλητές των πάντων»
Όμως η επιρροή του Κατάρ είναι πιο θεαματική στη διπλωματική σφαίρα. «Έχουν γίνει συνομιλητές των πάντων, των ΗΠΑ και του Ιράν, του Ιράν και του Ισραήλ, του Ισραήλ και της Χαμάς, των Ταλιμπάν και των ΗΠΑ, διότι επιδιώκουν να αναλάβουν τον ρόλο του αναγκαίου παράγοντα και μεσολαβητή στην περιοχή», δηλώνει η Εμά Σουμπριέρ του Institut de la Paix et du Développement του Πανεπιστημίου της Κυανής Ακτής στη Νίκαια.
Άλλωστε, στην Ντόχα, την πρωτεύουσα του Κατάρ, διαπραγματεύθηκε η Ουάσινγκτον με τους Ταλιμπάν την αποχώρηση των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων και εκεί συνεχίζεται ο «διάλογος» των ΗΠΑ με τους νέους κυρίαρχους του Αφγανιστάν. Η Ντόχα ήταν επίσης ο κόμβος μέσω του οποίου οργανώθηκε η έξοδος των Δυτικών και ορισμένων Αφγανών από την Καμπούλ μετά τη νίκη των Ταλιμπάν.
Όμως, το βασικό είναι ότι η στρατηγική του Κατάρ «εντάσσεται στο πλαίσιο ενός ακραίου ανταγωνισμού με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που ακολουθούν επίσης πολύ επιθετική στρατηγική στις επιχειρήσεις επιρροής σε παγκόσμια κλίμακα και, σε μικρότερο βαθμό, με τη Σαουδική Αραβία», εξηγεί η Εμά Σουμπριέρ.
Αυτός ο ανταγωνισμός μετατράπηκε πρόσφατα σε κρίση: για περισσότερο από τρία χρόνια, από τον Ιούνιο 2017 μέχρι την επίσημη συμφιλίωση τον Ιανουάριο 2021, η οικονομία του Κατάρ επλήγη από το εμπάργκο που επέβαλε η Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν και η Αίγυπτος. Οι τρεις χώρες κατηγόρησαν την Ντόχα, παρά τις διαψεύσεις της, ότι υποστηρίζει εξτρεμιστικές οργανώσεις και ότι προσεγγίζει το σιιτικό Ιράν, βασικό περιφερειακό ανταγωνιστή του Ριάντ.