Με την ημερομηνία των προεδρικών εκλογών στην Τουρκία -των πιο σημαντικών στον κόσμο για φέτος- να τοποθετείται στις 23 Ιουνίου, θα κριθεί εάν το έθνος των 85 εκατομμυρίων πολιτών θα συνεχίσει να κινείται στον δρόμο του αυταρχισμού και επεκτατισμού ή αν θα επιλέξει να μπει σε έναν πιο φιλελεύθερο δρόμο, σε εκείνον του πλουραλισμού, γράφει η εφημερίδα «Politico», εστιάζοντας στην εμπρηστική πολιτική του Τούρκου προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προτού ανοίξουν οι κάλπες, με το νόμισμα της χώρας του να καταποντίζεται.

Παρά την κριτική από την Ουάσινγκτον και τη Μόσχα, όπως αναφέρεται στο δημοσίευμα, ο Ερντογάν εξακολουθεί να τρομοκρατεί προετοιμάζοντας επιχείρηση με τανκ στη Συρία και προσπαθώντας να απομακρύνει τους Κούρδους που συμμάχησαν με τη Δύση στον αγώνα κατά των μαχητών του Ισλαμικού Κράτους. Ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται αποφασισμένος να ολοκληρώσει μια ουδέτερη ζώνη στην άλλη πλευρά των νότιων συνόρων της χώρας του.

Στο μεταξύ, απειλεί να χτυπήσει τη συμμαχική δύναμη του ΝΑΤΟ, την Ελλάδα, εν μέσω διαφωνιών για γεωτρήσεις φυσικού αερίου, το Κυπριακό και την υποτιθέμενη «στρατιωτικοποίηση» των ελληνικών νησιών στο Αιγαίο.

«Αφού συνέτριψε την τουρκική οικονομία και φτωχοποίησε τη μεσαία τάξη, που πλούτισε επί των ημερών του, ο Ερντογάν σέρνει τώρα τη χώρα του σε έναν μη αναγκαίο πόλεμο και χειραγωγεί τα δικαστήρια κατά των αντιπάλων του», γράφει το «Politico», κάνοντας λόγο για μια «αδίστακτη προσπάθεια του Ερντογάν να προσκολληθεί στην εξουσία και ας ελπίσουμε ότι θα αποτύχει», καθώς φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας.

Τονίζει, δε, ότι για πρώτη φορά αφότου ανήλθε στην εξουσία προ εικοσαετίας ο Ερντογάν, το σκηνικό είναι δυσοίωνο για το κυβερνών κόμμα του, το AKP, που βλέπει τα ποσοστά του να κατρακυλούν στις δημοσκοπήσεις με τον πληθωρισμό στη… στρατόσφαιρα, την τουρκική λίρα στα τάρταρα και την ακρίβεια να γονατίζει τα νοικοκυριά. Οι σφυγμομετρήσεις φέρνουν κοντά στο 30% τον Ερντογάν, που προχώρησε σε τροποποίηση του Συντάγματος για να κόψει και να ράψει στα μέτρα του το προεδρικό σύστημα διακυβέρνησης της Τουρκίας.

Ακόμη, υπενθυμίζει πώς ο Ερντογάν εμφανίζει από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία τη χώρα του ως μεσολαβητή μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, συμβάλλοντας στην επίτευξη συμφωνιών για τα σιτηρά και φιλοξενώντας ομιλίες μεταξύ Αμερικανών και Ρώσων αξιωματούχων, ενώ από τη μία υποστηρίζει την Ουκρανία με τις πωλήσεις drones και από την άλλη συνεχίζει τις εμπορικές και ενεργειακές σχέσεις με τη Ρωσία, χωρίς να διακινδυνεύει τη σχέση του με τον Βλαντίμιρ Πούτιν ή να υποστεί την οργή της Δύσης.

Η υπόθεση Ιμάμογλου

Το «Politico» επισημαίνει ακόμη πώς ο Ερντογάν χρησιμοποίησε το σύστημα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα του, «που δεν φημίζεται για την ανεξαρτησία του», για να βγάλει από το παιχνίδι τους ισχυρότερους πιθανούς αντιπάλους του, όπως τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης και προερχόμενο από την κεμαλική αξιωματική αντιπολίτευση, Εκρέμ Ιμάμογλου, ο οποίος καταδικάστηκε στα μέσα Δεκεμβρίου σε διετή φυλάκιση και de facto στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων «για προσβολή» των μελών του Εκλογικού Συμβουλίου.

Μάλιστα, ο Ερντογάν κατήγγειλε ως «ανάμειξη» στα εσωτερικά της χώρας του τη διεθνή κατακραυγή για την καταδίκη του Ιμάμογλου. Και μολονότι προς το παρόν εκκρεμεί η εκδίκαση των προσφυγών, ο Τούρκος πρόεδρος «μπορεί να προσπαθήσει να επισπεύσει τη δικαστική διαδικασία», ώστε να μην μπορεί ο αντίπαλός του να κατέβει υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές σε λίγους μήνες.

Ο αρθρογράφος υπογραμμίζει επίσης ότι δεκάδες πολιτικοί του φιλοκουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HDP) είναι υπόδικοι για «τρομοκρατία», που ίσως θέσουν εκτός νόμου το κίνημα, το οποίο πιθανώς να αναδειχθεί σε ρυθμιστή του μετεκλογικού τοπίου αν δεν εξασφαλίσουν την πλειοψηφία στην τουρκική Εθνοσυνέλευση ούτε ο κυβερνητικός συνασπισμός του Ερντογάν ούτε η αντιπολίτευση.

Μένει να δούμε, αναφέρει το άρθρο, πόσο μακριά θα το τραβήξει ο Ερντογάν όσον αφορά την ανάληψη πραγματικής στρατιωτικής δράσης για να προσελκύσει το εθνικιστικό ακροατήριο της Τουρκίας ενόψει των εκλογών.

Από την πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» τα πρώτα χρόνια της θητείας του ο Ερντογάν προχώρησε σε συγκρούσεις με τη Συρία, την Ελλάδα, το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και την Αρμενία, αν και εσχάτως έχει επιδοθεί σε μια προσπάθεια αναθέρμανσης των σχέσεων με ορισμένες εξ αυτών, καθώς η αποτυχία των υποστηριζόμενων από την Άγκυρα εξεγέρσεων της «αραβικής άνοιξης» και κυρίως η ανάγκη του για αραβικά και δυτικά κεφάλαια με στόχο τη στήριξη της τουρκικής οικονομίας, τον ανάγκασαν να αναπροσαρμόσει την εξωτερική του πολιτική.

Η αντίδραση ΗΠΑ και Ρωσίας

Το άρθρο σημειώνει ότι μια αντίδραση της Ουάσινγκτον ή της Μόσχας σε μια τουρκική εισβολή στη Συρία ίσως να γυρίσει μπούμερανγκ στον Ερντογάν, όπως και η χρήση της τουρκικής Δικαιοσύνης για να περιθωριοποιήσει την αντιπολίτευση. Ωστόσο, δεν αποκλείεται μια περιορισμένη χερσαία επιχείρηση στη βόρεια Συρία με λιγοστές απώλειες για τις τουρκικές δυνάμεις να γίνει αποδεκτή από το εκλογικό σώμα. Ως εκ τούτου, «οι επόμενοι μήνες θα είναι γεμάτοι με πολεμικές χειρονομίες» ενόψει και της εκατοστής επετείου της ίδρυσης του σύγχρονου τουρκικού κράτους, αναφέρει το «Politico», με τον Ερντογάν να επιχειρεί «να προβάλει την αποκατεστημένη επιρροή της Τουρκίας σε έναν πολυπολικό κόσμο, όπου οι μεσαίες δυνάμεις μπορούν να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή», καθώς οι ΗΠΑ και η Ρωσία είναι λιγότερο πρόθυμες ή λιγότερο ικανές να ενεργήσουν ως ζαπτιέδες της υφηλίου. Αλλά μετά τις τουρκικές παρεμβάσεις στη Λιβύη και υπέρ του Αζερμπαϊτζάν στην κόντρα με την Αρμενία δεν αποκλείεται ο Ερντογάν να μην εξαπολύσει τελικά χερσαία επίθεση στη βόρεια Συρία αν συνεχίσουν να τον προειδοποιούν οι μεγάλες δυνάμεις.

Το «Politico» καταλήγει σημειώνοντας ότι η Δύση θα ανακουφιστεί αναμφίβολα αν χάσει τις εκλογές ο Ερντογάν, αλλά οι κυβερνήσεις της «διατηρούν ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με τον ισχυρό άνδρα στον Βόσπορο και προσφέρουν απογοητευτικά ελάχιστη δημόσια στήριξη στην αντιπολίτευση, μολονότι προσεύχονται σιωπηλά για μια πιο μετριοπαθή, φιλοδυτική Τουρκία τον Ιούνιο».

«Ας ελπίσουμε να αποφευχθούν τα χειρότερα», η τελευταία φράση του δημοσιεύματος.